Τα συγκλονιστικά στοιχεία έρευνας
Η συνθήκη της νοσηλείας στη Μονάδα Εντατικής Θεραπείας βρίσκεται σήμερα, περισσότερο από ποτέ άλλοτε, στο επίκεντρο της επικαιρότητας τόσο στην ελληνική πραγματικότητα όσο και παγκοσμίως, λόγω της έξαρσης που παρουσιάζεται από την πανδημία της COVID-19.
Η συζήτηση διεθνώς, υπό τις παρούσες συνθήκες, επικεντρώνεται στην αδυναμία συνοδείας ατόμων που νοσηλεύονται σε ΜΕΘ. Μια έρευνα του 2019 -προτού ενσκήψει η πανδημία- που μελετά τις «κοινωνικές αναπαραστάσεις της Μονάδας Εντατικής Θεραπείας συγγενών ασθενών που έχουν νοσηλευτεί στην Εντατική», μπορεί ίσως να φανεί χρήσιμη σε όσους βιώνουν τη σημερινή πραγματικότητα.
Πρόκειται για μία μελέτη που πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο διπλωματικής εργασίας του Προγράμματος Μεταπτυχιακών Σπουδών Κοινωνικής Ψυχολογίας & Ψυχοκοινωνικών Παρεμβάσεων στο Τμήμα Ψυχολογίας του ΑΠΘ από τη Γαλάτεια Γεωργίου, η οποία πραγματοποίησε συνεντεύξεις με συγγενείς ασθενών που νοσηλεύονταν ή είχαν νοσηλευθεί σε ΜΕΘ της Θεσσαλονίκης.
Προθάλαμος θανάτου ή επαναφορά στη ζωή
Ένα πρώτο εύρημα της έρευνας είναι η παράλληλη ύπαρξη δύο διαφορετικών ερμηνειών για την εντατική από τους συγγενείς, της ΜΕΘ ως «προθάλαμο του θανάτου» αλλά και της ΜΕΘ ως «συνέχεια και επαναφορά στη ζωή». Πιο συγκεκριμένα, η μηχανική υποστήριξη, αν και αρχικά δημιουργεί στον συγγενή συναισθήματα φόβου και σοκ, φαίνεται σταδιακά να νοηματοδοτείται ως τόπος ασφάλειας, καθώς αναγνωρίζει ότι η ύπαρξη του κατάλληλου τεχνολογικού εξοπλισμού στις ΜΕΘ προστατεύει την υγεία του ασθενή. Κάτι τέτοιο διαπιστώθηκε στον λόγο των συγγενών μέσα από συγκρίσεις που έκαναν με νοσοκομεία που δεν έχουν τέτοιες υλικοτεχνικές υποδομές, γεγονός που πιστεύουν ότι θα μπορούσε να σημάνει και την απώλεια ζωών λόγω της αδυναμίας παρέμβασης σε κρίσιμες περιπτώσεις.
Η αγωνία έξω από τις ΜΕΘ και η χρησιμότητα διατήρησης της επαφής
Σύμφωνα με τα ευρήματα της έρευνας, ο συγγενής ανθρώπου που νοσηλεύεται σε ΜΕΘ φαίνεται να περνά το μεγαλύτερο διάστημα της ημέρας του στο νοσοκομείο, αν και είναι πολύ λίγη η ώρα που επιτρέπεται να δει τον ασθενή. «Επιδιώκεται επίσης», σημειώνει η κ. Γεωργίου, «η αλληλεπίδραση με τον ασθενή ακόμη κι αν αυτό πρακτικά είναι αδύνατο, όπως στην περίπτωση της καταστολής, ώστε να διατηρεί την κοινωνική και οικογενειακή ταυτότητα του συγγενή ασθενή αναλλοίωτη και να ικανοποιείται παράλληλα μια δική του ανάγκη, αυτή της χρησιμότητάς του σε ένα πλαίσιο που εξ' ορισμού τον αποκλείει».
Η σημερινή κατάσταση για τον συγγενή του ασθενούς που εισάγεται στη ΜΕΘ λόγω του κορονοϊού είναι τελείως διαφορετική, εξαιτίας του απόλυτου αποκλεισμού του συγγενή από οποιαδήποτε επαφή με τον πάσχοντα για την προστασία του. Οποιαδήποτε επικοινωνία με τον ασθενή διαμεσολαβείται από τον αρμόδιο γιατρό, χωρίς ωστόσο να μπορεί να αντικατασταθεί έτσι η σημασία διατήρησης της μεταξύ τους σχέσης. «Εφόσον όμως χάνεται αυτό το στοιχείο, φαίνεται πως θα υπερισχύσει για τον συγγενή η αναπαράσταση της ΜΕΘ που τη συνδέει με τον επικείμενο θάνατο. Το γεγονός αυτό καθιστά σημαντικό να υπάρξουν εναλλακτικοί τρόποι που θα διευκολύνουν τη διατήρηση της επαφής τους, διασφαλίζοντας παράλληλα την προστασία από τη μετάδοση του ιού», υποστηρίζει η κ. Γεωργίου.
Ήρωες και προ κοροναϊού
Η στάση του ιατρικού και νοσηλευτικού προσωπικού προς τον συγγενή στη ΜΕΘ περιγράφεται, στην έρευνα, από τους συγγενείς ως καθοριστικής σημασίας. Το γεγονός ότι ο νοσηλευόμενος συγγενής λαμβάνει συνεχώς φροντίδα και βρίσκεται υπό 24ωρη στενή παρακολούθηση από προσωπικό που ελέγχει και ρυθμίζει την κατάστασή του, λειτουργεί για τον συνοδό ανακουφιστικά, χωρίς να παραγνωρίζεται παράλληλα η υποστελέχωση του ΕΣΥ και οι εξοντωτικοί ρυθμοί εργασίας του προσωπικού. Η τακτική ενημέρωση των συνοδών σχετικά με την πορεία της υγείας του ασθενή, αν και εστιάζει στην επικινδυνότητα, βοηθά την οικογένεια να προσαρμοστεί και να επεξεργαστεί πιθανές αρνητικές εκδοχές που περιλαμβάνουν ακόμη και την πιθανότητα κατάληξης του ασθενή. Τέλος, η ενσυναίσθηση που επιδεικνύει το προσωπικό προς τους συγγενείς είναι κάτι που εκτιμάται θετικά από τους τελευταίους και μπορεί να συμβάλλει στην «οικοδόμηση» σχέσεων επαφής και αλληλεπίδρασης όπως αναφέρει το ΑΠΕ-ΜΠΕ.
«Ενδιαφέρον» χαρακτηρίζει η ερευνήτρια το ότι «οι περισσότεροι συγγενείς που συμμετείχαν στην έρευνα αναγνώρισαν πως η ίδια η εμπειρία ως συνοδός στην εντατική, συνέβαλε στην αλλαγή της εικόνας και της αναπαράστασης που είχαν μέχρι τότε για τον συγκεκριμένο χώρο. Ενώ αρχικά, στο λόγο των συνοδών κυριαρχούσαν τα στοιχεία της άγνοιας και της μη οικειότητας αναφορικά με τη ΜΕΘ, στη συνέχεια λόγω της εμπειρίας που αποκόμισαν στο πλαίσιο μέσα από την καθημερινή επαφή και αλληλεπίδραση με τον χώρο και τους ανθρώπους, η έννοια της εντατικής φάνηκε να νοηματοδοτείται διαφορετικά, καθώς «χτίζεται» σταδιακά η σύνδεσή της με τη ζωή.
Ανάγκη προσαρμογής των ΜΕΘ στις νέες συνθήκες
Με το δεδομένο ότι η συνθήκη στη ΜΕΘ λόγω κορονοϊού έχει διαμορφωθεί διαφορετικά σε σχέση με το πλαίσιο διεξαγωγής της έρευνας, τα ευρήματά της μπορούν να βοηθήσουν, αναδεικνύοντας την ανάγκη για διατήρηση της σχέσης έστω και διαφορετικής, ανάμεσα στον συγγενή και το ιατρονοσηλευτικό προσωπικό. «Είναι απαραίτητη η συχνή και κατανοητή πληροφόρηση αναφορικά τόσο με την κατάσταση της υγείας του ασθενή όσο και για τον τρόπο παροχής φροντίδας, όπως η μηχανική υποστήριξη, σε συνδυασμό με την εγκαθίδρυση σταθερής επικοινωνίας και επαφής του συγγενή με τον ασθενή, έστω κι αν αυτή γίνεται πλέον ηλεκτρονικά και διαμέσου του προσωπικού», σημειώνει η κ. Γεωργίου. Το σημαντικό, σήμερα που η παρουσία του συγγενή στην εντατική αποκλείεται ολοκληρωτικά, είναι για την ερευνήτρια «να περιορίσουμε όσο είναι δυνατόν και το ψυχικό κόστος που θα έχει αυτό στους ανθρώπους που νοσηλεύονται στη Μονάδα Εντατικής Θεραπείας. Η πρόκληση αυτή μένει να απαντηθεί τόσο από τους ίδιους όσο κι από το Δημόσιο Σύστημα Υγείας», καταλήγει η κ. Γεωργίου.