Η χώρα θρηνεί την απώλεια του σπουδαίου Έλληνα
Η χώρα θρηνεί την απώλεια του μεγάλου Έλληνα, Μανώλη Γλέζου, που έφυγε σήμερα από τη ζωή στα 98 του χρόνια.
Ο Μανώλης Γλέζος θα μείνει στην ιστορία ως ένα σύμβολο της αντίστασης των λαών στην ναζιστική κατοχή της Ευρώπης και να αναπτερώσει το ηθικό λαών και ηγεσιών που μάχονταν ενάντια στον Χίτλερ.
Την νύχτα της 30ης Μαΐου 1941 ο νεαρός φοιτητής της ΑΣΟΕΕ μαζί με τον φίλο του Απόστολο Σάντα κατέβασε κάτω από τη μύτη της φρουράς την χιτλερική σημαία από το βράχο της Ακρόπολης και ύψωσε την ελληνική. Το ναζιστικό καθεστώς καταδίκασε τους δύο νεαρούς ερήμην σε θάνατο και ο Γάλλος στρατηγός Σαρλ Ντε Γκολ χαρακτήρισε τον Μανώλη Γλέζο «τον πρώτο παρτιζάνο της Ευρώπης».
Ο Μανώλης Γλέζος γεννήθηκε στις 9 Σεπτεμβρίου 1922 στο χωριό Απείρανθος Νάξου, γιος της Μάχης Ναυπλιώτου και του Νίκου Γλέζου. Το 1935 ήρθε στην Αθήνα μαζί με την οικογένειά του, όπου και τελείωσε το Γυμνάσιο όπως και ο αδερφός του Νίκος Γλέζος, ο οποίος εκτελέστηκε από τους ναζί τον Μάιο του 1944.
Τα παιδικά του χρόνια ο Μ. Γλέζος τα έζησε στο χωριό του, όπου τελείωσε το δημοτικό σχολείο. Από τα μέσα της δεκαετίας του '30 η οικογένειά του μεταναστεύει στην Αθήνα και το 1940 ο εκλιπών περνά στην ΑΣΟΕΕ. Ως μαθητής ακόμη πρωτοστάτησε στη δημιουργία αντιφασιστικής ομάδας για την απελευθέρωση της Δωδεκανήσου από τους Ιταλούς αλλά κατά της δικτατορίας του Μεταξά. Κατά τη διάρκεια της ναζιστικής κατοχής δίνει το «παρών» στην αντίσταση του λαού μας μέσα από τις τάξεις της ΟΚΝΕ, του ΕΑΜ Νέων και της ΕΠΟΝ, με αποτέλεσμα να υποστεί φυλακίσεις, βασανιστήρια και διώξεις.
Όμως, η πλέον τολμηρή ενέργεια ήταν εκείνη της νύχτας της 30ής προς την 31η Μαΐου 1941, όταν μαζί με τον Απόστολο Σάντα, σκαρφάλωσαν στα βράχια της Ακρόπολης, κατέβασαν από εκεί το μισητό σύμβολο του κατακτητή, τη σβάστικα, με μοναδικά τους «όπλα», ένα φαναράκι και ένα σουγιά. Και οι δύο έφηβοι έχουν περιγράψει σε κατοπινές συνεντεύξεις τους πώς ανέβηκαν, πού κρύφτηκαν αμέσως μετά (στις σπηλιές του Βράχου που είναι ταυτισμένος με το ιδανικό της Δημοκρατίας), πώς έκρυψαν στον κόρφο τους ένα κομμάτι από τη σημαία... Η θέα της σημαίας που λείπει από τον ιστό, προκαλεί την επομένη εκνευρισμό στον κατακτητή, δίνει κουράγιο στον κατακτημένο αλλά αδούλωτο λαό της Αθήνας και όλης της Ελλάδας. Η ποινή, ερήμην σε θάνατο.
Ακολουθεί η Απελευθέρωση και η δραστηριοποίηση του Μανώλη Γλέζου, διαδοχικά μέσα από τις τάξεις του ΚΚΕ και της ΕΔΑ, αλλά και η ενασχόλησή του με το δημοσιογραφικό επάγγελμα, σε διευθυντικές θέσεις πρώτα στο «Ριζοσπάστη» αμέσως μετά την απελευθέρωση, και μια δεκαετία αργότερα, στην «Αυγή». Συνολικά παραπέμφθηκε σε 28 δίκες για αδικήματα Τύπου, ενώ στα τέλη της δεκαετίας του '40 καταδικάσθηκε δις εις θάνατον, καταδίκες που δεν εκτελέστηκαν μετά από ελληνική και διεθνή καμπάνια. Το 1950 οι θανατικές ποινές μετατράπηκαν σε ισόβια και τελικά αποφυλακίστηκε στις 16 Ιουλίου 1954.
Στις εκλογές της 9ης Σεπτεμβρίου 1951, παρότι φυλακισμένος, εκλέχθηκε βουλευτής Αθηνών με την ΕΔΑ. Ξεκινά απεργία πείνας, με αίτημα την αποφυλάκιση των δέκα εξόριστων εκλεγμένων βουλευτών της ΕΔΑ. Σταμάτησε την απεργία πείνας τη 12η ημέρα, με την απελευθέρωση κάποιων από αυτούς. Ακολουθεί η δίκη για «εσχάτη προδοσία» το 1958, ενώ στις εκλογές της 29ης Οκτωβρίου 1961 εξελέγη και πάλι βουλευτής Αθηνών με την ΕΔΑ, παρά το γεγονός ότι βρισκόταν στη φυλακή.
Με την εκδήλωση του στρατιωτικού πραξικοπήματος της 21ης Απριλίου, ο Μ. Γλέζος συλλαμβάνεται μαζί με άλλους πολιτικούς ηγέτες και ακολουθούν φυλακίσεις σε Γουδή, Πικέρμι, Γενική Ασφάλεια, Γυάρο, Παρθένι Λέρου, Ωρωπό, από όπου αποφυλακίζεται το 1971. Συνολικώς, 16 χρόνια της ζωής του τα πέρασε σε εξορίες και φυλακές.
Μεταπολιτευτικά δραστηριοποιείται πολιτικά μέσα από τις τάξεις της ΕΔΑ και του ΠΑΣΟΚ -στα ψηφοδέλτια του οποίου εξελέγη, ως συνεργαζόμενος, βουλευτής και ευρωβουλευτής τη δεκαετία του '80.
Όμως, ο Μ. Γλέζος ποτέ δεν τα είχε καλά με θητείες και μονιμότητες, και στις δημοτικές και κοινοτικές εκλογές του 1986 επιστρέφει στην αγαπημένη του Απείρανθο, όπου οι συγχωριανοί του τον εκλέγουν κοινοτάρχη και εκείνος, από τη δική του πλευρά, εισαγάγει το θεσμό της Άμεσης Δημοκρατίας.
Στις αυτοδιοικητικές εκλογές του 2002 κατέρχεται επικεφαλής του συνδυασμού «Ενεργοί Πολίτες» για τη διευρυμένη Νομαρχία Αθηνών-Πειραιώς, που υποστηρίχθηκε από το Συνασπισμό και εκλέγεται νομαρχιακός σύμβουλος.
Επανέρχεται στην κεντρική πολιτική σκηνή το 2012, όταν στις διπλές εκλογές της 6ης Μαΐου και της 17ης Ιουνίου εκλέγεται βουλευτής Επικρατείας με το ΣΥΡΙΖΑ. Με το ίδιο κόμμα εξελέγη ευρωβουλευτής στις ευρωεκλογές της 25ης Μαΐου 2014, κάνοντας ως κεντρικό θέμα της θητείας του τις γερμανικές οφειλές προς την Ελλάδα. Έγραψε, άλλωστε, και βιβλίο για το θέμα, υπό τον τίτλο, «Και ένα μάρκο να ήταν…» (Εκδόσεις Λιβάνη). Χαρακτηριστική, ωστόσο, της προσωπικότητάς του, η κίνησή του το καλοκαίρι του 2017 να δώσει εκείνος το στεφάνι στο Γερμανό πρεσβευτή Γενς Πλέτνερ, στο μνημείο εκτελεσθέντων κατοίκων του Διστόμου. Τελευταία εμπλοκή του με την ενεργό πολιτική, στο ψηφοδέλτιο Επικρατείας της Λαϊκής Ενότητας, το Σεπτέμβριο του 2015.
Ο Μ. Γλέζος δεν ήθελε να τον αποκαλούν «ήρωα», για εκείνον ήρωας ήταν ο μικρότερος αδελφός του, Νίκος, που εκτελέσθηκε από τους Γερμανούς στην Καισαριανή το Μάιο του '44, αφήνοντας πίσω του το εξής σημείωμα για τη μάνα τους: «Αγαπητή μητέρα σας φιλώ, χαιρετισμούς, σήμερα πάω για εκτέλεση. Πάω. Πέφτοντας για τον ελληνικό λαό». Ήταν ένας καημός μέσα του ο πρόωρος χαμός του αγαπημένου του Νίκου, ένας καημός για τον οποίον σπάνια τον άκουγες να μιλά.
Η τελευταία, ίσως, δημόσια παρουσία-παρέμβαση του Μ. Γλέζου, ήταν στη δίκη της Χρυσής Αυγής, το 2018, όταν με τη συμπλήρωση πέντε χρόνων από τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα, ο Μανώλης Γλέζος πήγε και κάθισε στο πλευρό της μητέρας του, Μάγδας.
Από σήμερα, ο «Τελευταίος Παρτιζάνος» -όπως τιτλοφορείται το ντοκιμαντέρ του Ανδρέα Χατζηπατέρα για τον Μανώλη Γλέζο- δεν είναι πια ανάμεσά μας.