«Σε περίπτωση που ξεσπάσει κρίση στο Αιγαίο όπως στα Καρντάκ (Ίμια) το 1996 δεν υπάρχει ισορροπία στην εναέρια άμυνα μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας»
Η Τουρκία διατηρεί αναμφίβολα έναν από τους μεγαλύτερους στρατούς στον κόσμο. Είναι ο δεύτερος σε μέγεθος στο ΝΑΤΟ. Την ίδια στιγμή όμως τρία περιστατικά και συγκριτικά στοιχεία που δίνει στο φως της δημοσιότητας έκθεση του μεγαλύτερου think tank της Τουρκίας, «φωτίζουν» μια χαώδη «τρύπα» στην αεράμυνα της χώρας, κάτι που δείχνει να την ανησυχεί ιδιαίτερα.
Γράφει ο Μαρίνος Γκασιάμης
Το πρώτο περιστατικό που δείχνει πως η Άγκυρα ψάχνει τρόπους να αντιμετωπίσει αυτή την «τρύπα» σημειώθηκε στο όχι και τόσο μακρινό 2012.
Στις 22 Ιουνίου του 2012, ένα αναγνωριστικό RF-4E της τουρκικής πολεμικής αεροπορίας απογειωνόταν από την αεροπορική βάση της Μαλάτιας, προκειμένου να διεξάγει μια απόρρητη αποστολή.
Το πλήρωμά του απαρτιζόταν από τον σμηναγό Gökhan Ertan και τον υποσμηναγό Hasan Hüseyin Akso.
Το αντικείμενο της απόρρητης αποστολής ήταν να ελεγχθεί το σύστημα ραντάρ της χώρας με πτήση πάνω από την Μεσόγειο και συγκεκριμένα μεταξύ της Κύπρου και του Χατάι.
Το αεροσκάφος απογειώθηκε στις 11:06 το πρωί εκείνης της ημέρας και προκειμένου να δουν μέχρι πόσο χαμηλά μπορούσε να τους εντοπίσει το ραντάρ άρχισε να κατεβαίνει όσο πλησίαζε στο Χατάι.
Στις 11:14 είχε από τα αρχικά 20.000 πόδια κατέβει στα 8.600 πόδια και λίγο πριν το Χατάι έπεσε στα 7.500 πόδια. Στις 11:23 το αεροσκάφος άλλαξε πορεία και κατευθύνθηκε και πάλι προς την Μεσόγειο συνεχίζοντας την κάθοδό του. Στις 11:37 είχε κατέβει στα 2.000 πόδια διενεργώντας συνεχώς τεστ με τα ραντάρ στην ενδοχώρα.
Στις 11:42 είχε πλέον κατέβει στα 200 πόδια, δηλαδή κάτι περισσότερο από 60 μέτρα από την επιφάνεια της θάλασσας. Εκείνη την στιγμή όμως ήταν σε απόσταση 12 ναυτικών μιλίων από την ακτή της Συρίας. Παραβίασε τον εναέριο χώρο της Συρίας για πέντε λεπτά.
Το ραντάρ της Τουρκίας το είχε χάσει από την οθόνη του και το κάλεσε να επιστρέψει καθώς υπήρχε κίνδυνος παραβίασης του εθνικού εναέριου χώρου της Συρίας. Το αεροσκάφος μέχρι εκείνη την στιγμή δεν είχε λάβει καμιά προειδοποίηση από το ραντάρ της Δαμασκού.
Το τουρκικό φάντομ γύρισε και άρχισε να ανεβαίνει προκειμένου να αποκτήσει και πάλι επαφή με το ραντάρ της χώρας του. Στις 11:47 είχε βγει από τον εναέριο χώρο της Συρίας έχοντας φτάσει στα 3.000 πόδια. Στις 11:50 οι πιλότοι ζήτησαν βοήθεια ώστε να μην ξαναμπούν στον συριακό εναέριο χώρο. Το αεροσκάφος ήταν ορατό στο ραντάρ μέχρι και στις 12:02
Εκείνη την στιγμή επλήγη από την συριακή αεράμυνα παρασύροντας στο θάνατο το διμελές πλήρωμά του.
Κανείς δεν έμαθε ποτέ αν το αεροσκάφος έλαβε προειδοποίηση από την αεράμυνα της Συρίας. Μετέπειτα αναλυτές απέδωσαν την ακραία αντίδραση της Συρίας στο ότι το αεροσκάφος δεν έγινε αρχικά αντιληπτό καθώς πετούσε πολύ χαμηλά εκμεταλλευόμενο την καμπυλότητα της γης, κάτι που το κατέστησε αόρατο στα ραντάρ τόσο της Συρίας όσο και της Τουρκίας.
Την καμπυλότητα αυτή της γης, την είχαν εκμεταλλευτεί κατά το παρελθόν και τα πληρώματα των ελληνικών μεταγωγικών της επιχείρησης «Νίκη» το 1974, φτάνοντας αθέατα στην Κύπρο.
Εκείνη η αποστολή ήταν που οι Τούρκοι πήραν ως δίδαγμα και έκτοτε έψαχναν τρόπο να καλύψουν αυτή την «τρύπα» στην αεράμυνά τους. Στην διαδικασία αυτή η Άγκυρα προχώρησε στην απόκτηση ιπτάμενων ραντάρ, προκειμένου πετώντας ψηλά να έχουν μεγαλύτερη εικόνα της περιοχής. Το πρώτο Boeing 737 AEW&C Peace Eagle έγινε επιχειρησιακό τον Φεβρουάριο του 2014.
Το πρωί τις 17ης Οκτωβρίου 2019 τρία ελληνικά F-16 απογειώθηκαν από την Κρήτη μαζί με ένα μεταγωγικό C-130. Προφανώς οι έλληνες επιτελείς έστειλαν τα ελληνικά αεροσκάφη έχοντας υπολογίσει την καμπυλότητα της γης και το βεληνεκές των τουρκικών ραντάρ. Αυτά πέταξαν και πάλι χαμηλά και έφτασαν στην Κύπρο αθέατα εκτέλεσαν την αποστολή τους με επιτυχία και επέστρεψαν στην βάση τους προκαλώντας ηλεκτροσόκ στην τουρκική αεράμυνα.
Στην Άγκυρα πλέον ξέρουν ότι έχουν πρόβλημα. Η πολεμική τους αεροπορία δεν μπορεί να εντοπίσει του έλληνες όταν έρχονται από εκεί. Χαμηλά και νότια δηλαδή. Επιπρόσθετα σε αυτό, υπάρχει και ένα ακόμα στοιχείο που δεν τους αφήνει να κοιμηθούν. Το γεγονός πως η πολεμική τους αεροπορία είναι ανεπαρκής καθώς πέρα από τις υποστελεχωμένες μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα και τις εκκαθαρίσεις που ακολούθησαν, πολεμικές τους Μοίρες, δεν έχουν επί της ουσίας αντιαεροπορική άμυνα. Η πρόσφατη έλευση των S-400 είναι μια προσπάθεια προς την κάλυψη αυτού του κενού αλλά η επιχειρησιακή τους αξιοποίηση πάει προς τα μέσα του 2020, στην καλύτερη των περιπτώσεων. Τον κώδωνα κινδύνου κρούει σχετικά σε έκθεσή του ο Μουράτ Ασλάν, ο στρατιωτικός αναλυτής του SETA, ίσως του μεγαλύτερου think tank της Τουρκίας.
Στην έκθεσή του που δημοσιεύτηκε μόλις τον περασμένο Ιούλιο γράφει σχετικά: «Σε περίπτωση που ξεσπάσει κρίση στο Αιγαίο όπως στα Καρντάκ (Ίμια) το 1996 δεν υπάρχει ισορροπία στην εναέρια άμυνα μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας. Η Ελλάδα έχει δημιουργήσει έναν καταρράκτη αντιαεροπορικής άμυνας αποτελούμενο από ρωσικούς αντιαεροπορικούς πυραύλους S-300, SA-15, SA-8 και αντιαεροπορικά πυροβόλα ZSU-23, αμερικανικούς αντιαεροπορικούς πυραύλους PATRIOT, HAWK και STINGER, γαλλικούς MISTRAL και γερμανοσουηδικούς ASRAD. Η τουρκική αεροπορία και μονάδες αεράμυνας είναι πολύ λίγες για να ισοσκελίσουν τις δυνατότητες της ελληνικής αεροπορίας και αεράμυνας τόσο σε ποσότητα όσο και ποιότητα αντιαεροπορικής άμυνας».
Ο Ασλάν επισημαίνει ακόμα ότι η Τουρκία «έχει υποστεί συγκεκαλυμμένες κυρώσεις προκειμένου να περιοριστεί η απόκτηση όπλων και πυρομαχικών στο παρελθόν, κάτι που περιόρισε την απάντηση της Τουρκίας σε εναέριες απειλές μόνο μέσω της τουρκικής αεροπορίας της οποίας η στρατηγική αεράμυνας δεν έχει επαρκές επίπεδο απάντησης σε αυτές.
Το σύστημα του ψυχρού πολέμου NIKE-HERCULUS είναι ακόμα στο οπλοστάσιο των τουρκικών δυνάμεων. Τα παλαιότερα συστήματα δεν μπορούν να παρέχουν ασφάλεια στον τουρκικό εναέριο χώρο, συμπεριλαμβανομένων των Δαρδανελίων και των Στενών του Βοσπόρου. Εκτός αυτών η τουρκική σύγχρονη αεράμυνα εναπόκειται σε μικρού βεληνεκούς και μικρού ύψους ατομικά εκτοξευόμενους πυραύλους MANPAD (STINGER) - η Τουρκία είναι χώρα εταίρος στην κατασκευή των MANPAD - και για αυτό της λείπει η δυνατότητα απάντησης σε εναέριες απειλές σε μέσα και μεγάλα υψόμετρα».