Από τις νίκες στην εξαθλίωση και την πείνα
Δεν είχαν καλά καλά προλάβει οι κάτοικοι της Λαμίας να ξεπροβοδίσουν τους πολεμιστές για το αλβανικό μέτωπο με την πανηγυρική αναχώρηση του 42ου Συντάγματος Ευζώνων και έφτασαν τα μηνύματα για τους πρώτους νεκρούς. Από 28 Οκτωβρίου έως 1 Νοεμβρίου 1940 καταγράφονται τρεις νεκροί από χωριά γύρω από την πόλη της Λαμίας. Και οι τρεις, Εύζωνοι του 5/42 Συντάγματος Ευζώνων στην πρώτη γραμμή. Ήταν το σύνταγμα που στην Μικρά Ασία το αποκαλούσαν«Şeytan asker» που σημαίνει «στρατός του Σατανά» και τον διοικητή του Νικόλαο Πλαστήρα Kara Şeytan δηλαδή (Μαύρο Σατανά).
Οι άνθρωποι τη διπλανής πόρτας που είχαν μάθει να ζουν σε στερήσεις και κακουχίες στα ορεινά χωρία της Ρούμελης ήταν οι επίλεκτοι που κλήθηκαν να στελεχώσουν στο Σύνταγμα των Ευζώνων που βρέθηκε αντιμέτωπο με την ιστορία στα αλβανικά βουνά, στο κέντρο των επιχειρήσεων.
Μετά την κήρυξη του πολέμου το 1940, το 42ο Σύνταγμα των Ευζώνων βρίσκεται ακριβώς στην πρώτη γραμμή του πολέμου απέναντι στους «Κενταύρους» του Μουσολίνι, μια τεθωρακισμένη ιταλική μεραρχία. Δέχεται ισχυρό βομβαρδισμό του πυροβολικού και αναγκάζεται να φτάσει λίγο νότια, στο Χάνι Δελβινάκι.
«Μέχρι τις 10 Νοεμβρίου οι Εύζωνες από τη Λαμία και την ευρύτερη περιοχή αναδιπλώθηκαν και έκαναν αποκρούσεις ιταλικών μικροεπιθέσεων συντηρώντας μια συγκεκριμένη τακτική. Από τις 13 Νοεμβρίου άρχισαν οι ελληνικές επιθέσεις και καταλήψεις χωριών. Από τις 14 Νοεμβρίου και μετά, καθώς εξελίσσεται η μεγάλη αντεπίθεση, συμμετείχε στην κατάληψη όλης της Βόρειας Ηπείρου μέχρι το τέλος της χρονιάς» σημειώνει στο ΑΠΕ - ΜΠΕ ο καθηγητής Κώστας Μπαλωμένος που μελετά για χρόνια τα ιστορικά στοιχεία της περιοχής
Στο ημερολόγιο του 42ου Συντάγματος Ευζώνων της Λαμίας καταγράφονται δεκάδες επιθέσεις όλο το επόμενο διάστημα, ακόμη και μέσα στο χειμώνα. Παρά το βαρύ χειμώνα οι Εύζωνες συνεχίζουν έως τα μέσα του Γενάρη τις αποκρούσεις, έως ότου να σταθεροποιηθεί η γραμμή από το Πόγραδετς μέχρι το Ιόνιο Πέλαγος και στη συνέχεια το Σύνταγμα τίθεται ως εφεδρεία.
Από τον Μάρτη που ξεκινάει η εαρινή ιταλική επίθεση με πολλαπλάσιες δυνάμεις από το Μουσολίνι, το 42ο Σύνταγμα των Ευζώνων βρίσκεται και πάλι στην πρώτη γραμμή αποκρούοντας δεκάδες εχθρικές επιθέσεις. Όλα αυτά μέχρι τις 22 Μαρτίου 1941 που ο Μουσολίνι εγκαταλείπει την Αλβανία, συνειδητοποιώντας το μέγεθος της αποτυχίας. Μετά τη γερμανική εισβολή και την οπισθοχώρηση που διατάχτηκε στα μέσα του Απρίλη, οι Εύζωνες από τη Λαμία και τους γειτονικούς νομούς έχουν φτάσει στο Τεπελένι και υποχώρησαν σε αμυντική διάταξη στο Αργυρόκαστρο αλλά η υποχώρηση συνεχίζονταν με βάση τις εντολές.
Θρίλερ με την απόλυση
Στις 26 Απριλίου 1941 κρίθηκε ότι πρέπει να απολυθούν οι έφεδροι αξιωματικοί και οπλίτες που κατάγονται από την Ήπειρο. «Προέκυψε τότε θέμα για το 42ο Σύνταγμα Ευζώνων, του οποίου οι οπλίτες δεν κατάγονταν από την Ήπειρο αλλά από τη Στερεά Ελλάδα» σημειώνει μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Κώστας Μπαλωμένος και συνεχίζει λέγοντας πως «ο διοικητής της μεραρχίας με ευθύνη του, διέταξε να χορηγηθούν απολυτήρια και στους οπλίτες και αξιωματικούς του 42ου Συντάγματος Ευζώνων, γράφοντας όμως ως τόπο καταγωγής τους την περιοχή της Άρτας έτσι ώστε να δικαιολογείται η απόλυση και αυτών ως καταγόμενοι δήθεν από την Ήπειρο. Μάλιστα δόθηκαν και προφορικές εντολές να πάρουν μαζί τους όλα τα ζώα που προέρχονταν από την περιοχή της Λαμίας».
Σύμφωνα με τον κ. Μπαλωμένο οι Εύζωνοι κινήθηκαν μέσα από δύσβατες περιοχές για να φτάσουν τελικά στα χωριά τους σε όλη τη Στερεά Ελλάδα περίπου στα μέσα Μαΐου 1941, αποφεύγοντας ωστόσο κατοχικές δυνάμεις.
Από τις νίκες στην εξαθλίωση και την πείνα
Φτάνοντας πίσω στα χωριά τους στη Φθιώτιδα, τη Φωκίδα και την Ευρυτανία οι Εύζωνες άρχισαν να βιώνουν τα πρώτα δείγματα των ελλείψεων. Άρχισαν να βλέπουν τις τιμές να ανεβαίνουν, το παρεμπόριο και η μαύρη αγορά να εγκαθίσταται και τους μαυραγορίτες να δημιουργούν σχέσεις με τους κατακτητές για ίδιο όφελος.
Οι ελλείψεις άρχισαν να εμφανίζονται κυρίως στα αστικά κέντρα, τη Λαμία και τις άλλες μεγάλες πόλεις. Τα βασικά τρόφιμα άρχισαν να απουσιάζουν ενώ οι τιμές εκτοξεύονται στα ύψη. «Η τιμή στο λάδι» λέει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο κ. Μπαλωμένος «προπολεμικά ήταν 44 δρχ η οκά. Τον Οκτώβριο του 1941 είχε ήδη φτάσει στην περιοχή 800 δρχ. η οκά, το Γενάρη του 1942 έφτασε σε 4.500 δρχ. η οκά και τον Δεκέμβρη του 1942 ανέβηκε σε 14.000 δρχ. η οκά».
Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι ακόμη και οι θάνατοι από την πείνα άρχισαν να αυξάνονται αλλά και συγχρόνως να αποκτούν και έναν ταξικό χαρακτήρα. Σύμφωνα με τα στοιχεία τα οποία έχει ταξινομήσει ο καθηγητής Κώστας Μπαλωμένος μελετώντας τα αρχεία από τις ενορίες της πόλης της Λαμίας, προκύπτει ότι σε ενορίες αστικών περιοχών οι θάνατοι είναι αριθμητικά λιγότεροι σε σύγκριση με περιφερειακές ενορίες σε λαϊκές γειτονιές που είναι ιδιαίτερα αυξημένοι.
Σύμφωνα με τα στοιχεία του κ. Μπαλωμένου μόνο στην ενορία του Ιερού Ναού της Ευαγγελίστριας που καλύπτει αστική περιοχή στο κέντρο της Λαμίας από τους 24 που απεβίωσαν το 1940 φτάνουμε στους 60 το 1942, αλλά ουσιαστικά οι θάνατοι σε σχέση με τον πληθυσμό είναι σαφώς περιορισμένοι.
Οι αστοί της πόλης, έμποροι, γιατροί, δικηγόροι με υψηλά εισοδήματα αντιμετωπίζουν, όπως άλλωστε όλοι οι άλλοι, οικονομικές δυσκολίες και έλλειψη βασικών αγαθών για τη διατροφή τους, ωστόσο μπορούν και ανταποκρίνονται με εντελώς διαφορετικούς τρόπους, πιθανά πληρώνοντας όσο - όσο τα πρώτα είδη.
Σε περιφερειακές ενορίες όπως στην ενορία της Παναγίας Δέσποινας ενώ το 1940 είχαμε 43 θανάτους μεταξύ των οποίων 7 ήταν παιδιά, το 1942 καταγράφονται 102 θάνατοι μεταξύ των οποίων είναι 22 παιδιά.
«Η Λαμία λόγω της παραγωγικής δυνατότητας των γύρω χωριών διατήρησε κάποια σχετική αυτονομία βασικών αγαθών. Έχασε μεν ανθρώπους από την πείνα και το κρύο, χωρίς όμως να φτάσει σε κατάσταση λιμού, ούτε να πεθαίνουν οι άνθρωποι στο δρόμο» σημειώνει ο κ. Μπαλωμένος και συνεχίζει λέγοντας πως «γέροντες ή άρρωστοι ήταν κυρίως τα θύματα της πείνας ή της έλλειψης θέρμανσης και φαρμάκων. Αντίθετα οι αριθμοί προδίδουν πως τα παιδιά αντιστάθηκαν σχετικά περισσότερο από τους ενήλικες και τις ευάλωτες ομάδες».