Οι αλλαγές στους νέους Κώδικες δόθηκαν στη δημόσια διαβούλευση- Οι πρώτες αντιδράσεις
Στη βάσανο της δημόσιας διαβούλευσης μπήκαν οι πολυσυζητημένες τροποποιήσεις στον νέο Ποινικό Κώδικα με τις πρώτες αντιδράσεις να καταγράφονται από τους Εισαγγελείς οι οποίοι προειδοποιούν ότι παρά τις νέες ρυθμίσεις υπάρχει κίνδυνος «η Χώρα να εκτεθεί διεθνώς ως αναποτελεσματική στην δίωξη σοβαρότατων εγκλημάτων και ιδίως της διαφθοράς και του ξεπλύματος μαύρου χρήματος».
Η Ένωση Εισαγγελέων Ελλάδος αναφέρεται στις αλλαγές του άρθρου που αφορά στην κακουργηματική απιστία καταγράφοντας την άποψη ότι το γεγονός πως θα διώκεται κατ’ έγκληση και όχι αυτεπαγγέλτως εμπεριέχει τον κίνδυνο ατιμωρησίας. Όπως αναφέρεται στο σχέδιο νόμου «τροποποιείται η 1η παράγραφος του άρθρου 405, διότι, κατά την άποψη που επικράτησε, όλες οι μορφές απιστίας, εκτός εκείνων που στρέφονται κατά του Δημοσίου ή νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, πρέπει να διώκονται κατ' έγκληση. H ρύθμιση αυτή εναρμονίζεται με την κατ’ έγκληση δίωξη του πυρήνα των περιουσιακών εγκλημάτων (απάτη, υπεξαίρεση, καταδολίευση κ.λπ.) στον ιδιωτικό τομέα και έχει την αυτή δικαιολογία, δηλαδή τον ατομικό χαρακτήρα των προσβαλλόμενων εννόμων αγαθών. Κατά την μειοψηφήσασα άποψη, η κατ' έγκληση δίωξη δεν αρμόζει σε πράξεις κακουργηματικού χαρακτήρα και εμφανίζεται κατ’ εξοχήν προβληματική όταν εγκλήματα όπως η απάτη, η υπεξαίρεση ή η απιστία στρέφονται κατά νομικών προσώπων».
Στις τροποποιήσεις του νέου Ποινικού Κώδικα, ο οποίος τέθηκε σε ισχύ από την 1η Ιουλίου, καταγράφεται αυστηροποίηση ποινών, μετατροπή αδικημάτων από πλημμελήματα σε κακουργήματα, αλλά και η επαναφορά του άρθρου περί κοινής ησυχίας.
Συγκεκριμένα, εναρμονίζεται η διατύπωση που αφορά στη δωροληψία πολιτικών αξιωματούχων (159 και 159Α ΠΚ) προκειμένου οι σχετικές διατάξεις περί δωροληψίας και δωροδοκίας πολιτικών προσώπων να εφαρμόζονται κατ’ αντίστοιχο τρόπο και στους βουλευτές, στο σύνολο των καθηκόντων τους και όχι μόνο κατά το μέτρο που αυτά συνδέονται με τη συμμετοχή σε εκλογή ή ψηφοφορία. Περαιτέρω, καλύπτεται το κενό ως προς τους Υφυπουργούς που δεν αποτελούν μέλη της Κυβέρνησης με αποτέλεσμα να μην καταλαμβάνονται από την προϋφιστάμενη διατύπωση, χωρίς να συντρέχει προς τούτο επαρκής δικαιολογητική βάση.
Παράλληλα, αυξάνεται η προβλεπόμενη ποινή για την ενεργητική δωροδοκία υπαλλήλου (236 ΠΚ) χάριν πράξεων αντιτιθέμενων στα καθήκοντα του υπαλλήλου, η οποία από πλημμέλημα μετατρέπεται σε κακούργημα, με απειλούμενη ποινή κάθειρξης έως οκτώ έτη.
Αυξάνεται ο ελάχιστος χρόνος παραμονής στη φυλακή προκειμένου να απολυθεί ο κρατούμενος για λόγους υγείας (110Α ΠΚ) υπό τον όρο της κατ’ οίκον έκτισης της ποινής με ηλεκτρονική επιτήρηση. Το όριο παραμονής στη φυλακή αυξάνεται στα είκοσι δύο έτη αντί των αρχικά προβλεπόμενων δεκαεπτά ενώ στην περίπτωση ευεργετικού υπολογισμού το όριο αυξάνεται από τα δεκαέξι στα είκοσι έτη.
Σε βαθμό κακουργήματος θα τιμωρούνται οι παραβάσεις που αφορούν τις εκρηκτικές ύλες (272 ΠΚ) στην περίπτωση που το αδίκημα τελείται από δράστη ο οποίος συμμετέχει σε πλήθος που διαπράττει βιαιοπραγίες εναντίον προσώπων ή πραγμάτων ή εισβάλλει παράνομα σε ξένα σπίτια ή άλλα ακίνητα (άρθρο 189 παρ. 1-3 ΠΚ). Η απειλή κάθειρξης έως δέκα έτη δικαιολογείται στην περίπτωση αυτή λόγω της αμεσότητας του κινδύνου που ενέχει η κατοχή εκρηκτικών υπό αυτές τις περιστάσεις.
Επανέρχεται η κακουργηματική μορφή κλοπής όταν αυτή τελείται με διάρρηξη από δύο ή περισσότερα μέλη συμμορίας (άρθρο 187 παρ. 3 ΠΚ) που έχουν οργανωθεί για την διάπραξη κλοπών αυτού του είδους. Η απειλή κάθειρξης έως δέκα έτη δικαιολογείται από τον συνδυασμό των χαρακτηριστικών της πράξης με την επικινδυνότητα της συμμορίας.
Επιπλέον, στο Σχέδιο Νόμου προβλέπεται ειδική διάταξη, με την οποία επαναφέρεται το αδίκημα της διατάραξης κοινής ησυχίας. Όπως αναφέρεται στην αιτιολογική έκθεση: «μετά την κατάργηση των πταισμάτων με την διάταξη του άρθρου 468 παρ.1 ΠΚ, επιβάλλεται για την άμεση και αδιάκοπη προστασία του ευαίσθητου ζητήματος της κοινής ησυχίας, η αναγωγή τους σε ελαφρά πλημμελήματα, ώστε να εξασφαλίζεται η βεβαίωση αυτών των ποινικών παραβάσεων από τα αρμόδια αστυνομικά όργανα».
Aλλαγή στον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας καταγράφεται και με τον ορισμό αναπληρωτή εισαγγελέα Διαφθοράς στην Εισαγγελία κατά της Διαφθοράς ενώ επανέρχονται τα Μονομελή Εφετεία Κακουργημάτων. Με την προτεινόμενη αλλαγή του άρθρου 110 ΚΠΔ, στην δικαιοδοσία του μονομελούς εφετείου θα ανήκουν: «Η εκδίκαση των κακουργημάτων που αναφέρονται στα άρθρα 301 και 303, εφόσον για αυτά έχει συνταχθεί πρακτικό συνδιαλλαγής ή διαπραγμάτευσης, η εκδίκαση των περιοριστικά απαριθμούμενων κακουργημάτων της διακεκριμένης κλοπής, της ληστείας, της παράτυπης μετανάστευσης και του κώδικα νόμων για τα ναρκωτικά - εκτός αν στο νόμο απειλείται κατά αυτών η ποινή της ισόβιας κάθειρξης, αλλά και η εκδίκαση των υποθέσεων συγχώνευσης των ποινών με τον καθορισμό συνολικής ποινής στις περιπτώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 551.»