«Έζησα τον απολυτό εξευτελισμό όταν ένα πρωί ο πατέρας μου, μου έσκισε τα ρούχα και με έβαλε να ζητιανέψω»
Ήταν Μάιος του 2018 όταν ο Αλέξης Μίχος όπως ομολόγησε σκότωσε τον πατέρα του στην Ζάκυνθο και συγκλόνισε ολόκληρο το πανελλήνιο.
Τα στοιχεία που θα δουν το φως της δημοσιότητας στη συνέχεια είναι ακόμη πιο σοκαριστικά. Ο νεαρός από την Ζάκυνθο και τα αδέρφια του ήταν θύματα βασανιστηρίου και αγρίας κακοποιήσεις που υπέστησαν από τον πατέρα τους όπως κατήγγειλε ο ίδιος.
Όπως ανέφερε ο πόνος και το ξύλο το οποίο έτρωγαν τόσο εκείνα, όσο και οι μητέρες τους τον οδήγησαν σε αυτό το τραγικό έγκλημα.
Με μια καραμπίνα έδωσε τέλος στη ζωή του πατέρα του, ενώ το πτώμα βρήκε ένας οδηγός ταξί. Ο 27χρονος οδηγείται στο τμήμα από μόνος του και ομολογεί το έγκλημα του.
Σήμερα ο Αλέξης Μίχος είναι ελεύθερος αλλά με περιοριστικούς όρους.
Ο ίδιος μίλησε στην εκπομπή της Ελεονώρας Μελέτη «Μεσάνυχτα» και συγκλόνισε με την διήγηση του για όσα έζησε.
«Από όταν άρχισα να καταλαβαίνω τη ζωή μου έχω μνήμες με βασανιστήρια από τον πατέρα μου. Η μητέρα μου έφυγε από το σπίτι μετά από ένα καυγά με τον πατέρα μου και έμεινα μονός μαζί του. Η μητέρα μου φοβόταν πάρα πολύ τον πατέρα μου.
Ο πατέρα μου ήταν τόσο βίαιος που όταν μου μιλούσε έτρεμα. Έζησα τον απολυτό εξευτελισμό όταν ένα πρωί ο πατέρας μου, μου έσκισε τα ρούχα και με έβαλε να ζητιανέψω.
Η μητέρα μου κλειδωνόταν συνεχώς στις τουαλέτες για να γλιτώσει το ξύλο από τον πατέρα μου. Η μητέρα μου τον κατήγγειλε στην αστυνομία, όταν ασέλγησε στη μεγάλη μου αδελφή, αλλά δεν έγινε τίποτα.
Είχαν γίνει πολλές καταγγελίες στο «Χαμόγελο του παιδιού», στην Πρόνοια, στην Αστυνομία, αλλά χωρίς αποτέλεσμα.
Τον πατέρα μου τον έτρεμα μέχρι το τέλος. Εύχομαι κανένα παιδί να μην νιώσει έτσι. Ένα βράδυ έφαγα πάρα πολύ ξύλο σε έναν μεγάλο καυγά και έφυγα κρυφά από το σπίτι, αφήνοντας ένα σημείωμα στον πατέρα μου. Δεν έχω να θυμάμαι τίποτα κάλο από τον πατέρα μου.
Ήρθε την επόμενη ημέρα στο σπίτι του πατριού μου για να με βρει. Δεν βγήκα να τον δω και έφυγε.
Ο πατέρας μου παντρεύτηκε ξανά με μια γυναίκα από την Ρουμανία και έκανε δυο παιδιά. Ήμουν σίγουρος το ότι έχω περάσει εγώ και τα μεγαλύτερα αδέρφια μου το πέρναγαν και εκείνα.
Η μητέρα τους έφυγε από την ζωή. Ήταν 6-7 χρονών και με αγαπούσαν πολύ, έκλαιγαν κάθε φορά που έφευγα και με ρωτούσαν αν θα ξανάπαω.
Όσο ήταν η μητέρα τους στη ζωή ήξερα πως ήταν καλά. Εκτός από αυτό που έβλεπα στο σπίτι που ήταν μια τρώγλη, ένα απόγευμα πήγα να τα δω και κάποια στιγμή βρίσκω την ευκαιρία και ρωτάω το κοριτσάκι τι έχεις γιατί ήταν αναστατωμένο και μου λέει "πονάω".
Μακάρι να μην είχα φτάσει ποτέ στο σημείο να σκοτώσω τον πατέρα μου. Ο πατέρας μου είχε έμμονη με τη μεγάλη μου αδελφή και μου ζητούσε να την πάω στο σπίτι του.
Με παρακάλαγε και μου έλεγε συνέχεια και στο τηλέφωνο "κάνε μου κατάσταση με την αδερφή σου".
Μόνος μου πήγα και ομολόγησα την πράξη μου στην Αστυνομία. Το πρώτο βραδύ μέσα στη φυλακή έκλαιγα σαν μωρό παιδί. Στο δικαστήριο έβγαλα όλα αυτά που είχα μέσα μου και ένιωσα ότι λυτρώθηκα.
Σε καμία περίπτωση δεν στηρίζω την αυτοδικία. Όλα αυτά τα χρόνια ζούσα μια κόλαση και τώρα νιώθω ότι θέλω να φτιάξω τη ζωή μου», είπε μεταξύ άλλων.