Η Μοίρα Ζ και τα κατορθώματα που προκάλεσαν τον θαυμασμό των συμμάχων
Ο πρώτος παγκόσμιος πόλεμος και η δράση ελλήνων αξιωματικών και στρατιωτών που διέπρεψαν σε αυτόν είναι λίγο πολύ άγνωστες και ξεχασμένες πλέον. Μια τέτοια περίπτωση είναι αυτή του Μωραϊτίνη. Πιλότου της αεροπορικής δύναμης του ελληνικού πολεμικού ναυτικού της εποχής.
Η καταγεγραμμένη ιστορία στην επίσημη ιστοσελίδα του ΓΕΝ μας πληροφορεί πως μέχρι το τέλος του 1916 η γερμανική αεροπορία είχε την υπεροχή μέχρις ότου οι Σύμμαχοι αντιπαρέταξαν τα νέου τύπου αεροσκάφη Nieuport, Spad (γαλλικά) και Bristol (αγγλικό) και έτσι αποκαταστάθηκε η ισορροπία.
Οι εκπαιδευόμενοι Έλληνες αεροπόροι λόγω της γερμανικής πίεσης αναγκάστηκαν να περιορίσουν τον χρόνο εκπαιδεύσεώς τους και άρχισαν ταχύτατα τις πολεμικές επιχειρήσεις. Πέρα από όλες τις δυσκολίες που είχαν να αντιμετωπίσουν, είχαν και τη δυσπιστία των Άγγλων, η οποία υπερνικήθηκε από τον Μωραϊτίνη, ο οποίος κατήρτισε ιδιότυπο εκπαιδευτικό σύστημα, κατά το οποίο η εκπαίδευση των μαθητών γινόταν στο πεδίο της μάχης σε πραγματικές συνθήκες. Κάθε εκπαιδευτική πτήση ήταν και μία αποστολή. Πρώτος πήγαινε ο Μωραϊτίνης ως αρχηγός σχηματισμού οδηγώντας τους μαθητές στο πεδίο της μάχης. Το Ναυτικό Αεροπορικό Σώμα είχε αξιόλογες επιτυχίες στο πεδίο της μάχης και οι Έλληνες αεροπόροι απέσπασαν τον θαυμασμό των Συμμάχων καθιστώντας τους παράδειγμα προς μίμηση.
Λόγω των μεγάλων αναγκών του πολέμου, ο Μωραϊτίνης χρησιμοποιούσε πρωτάρηδες σε αποστολές, στις οποίες οι Βρετανοί συνήθως ανέθεταν σε πιλότους δύο και τριών ετών. Για λόγους ασφαλείας οι μαθητές συνοδεύονταν από τους εκπαιδευτές τους, παρόλο που τα αεροπλάνα δεν ήταν διπλού χειρισμού. Ο μαθητής Δημ. Αργυρόπουλος μαζί με τον εκπαιδευτή Μελετόπουλο ως παρατηρητή βομβάρδισε επιτυχώς τη γέφυρα Γενήκιοϊ. Ένας άλλος μαθητής, ο Σκουφόπουλος, κατά τη διάρκεια της εκπαίδευσής του βομβάρδισε το πυροβολείο της υπό βουλγαρική κατοχή Καβάλας. Οι μαθητές του Μωραϊτίνη βομβάρδισαν τους σιτοβολώνες της Κεραμωτής προκαλώντας σημαντικό πρόβλημα στον εχθρό. Στόχοι των επιδρομών υπήρξαν η Χρυσούπολη κοντά στο Νέστο, η Δράμα και το ορμητήριο της Γερμανικής και Βουλγαρικής Αεροπορίας, το αεροδρόμιο Ζέρεβιτς.
Οι Σύμμαχοι μετά τις επιτυχείς ενέργειες της Ναυτικής Αεροπορίας ενέκριναν τη συγκρότηση πλήρους ελληνικής μονάδας, τη λεγόμενη Μοίρα Ζ, η οποία απέκτησε αργότερα υπόστεγο και αεροπλάνα διώξεως και βομβαρδισμού, τύπου Farman 155 και Bristol.
Το πρωί της 4ης Ιουνίου 1917 ελληνικά βομβαρδιστικά απογειώθηκαν από τη Θάσο με αποστολή τον εμπρησμό των σιτηρών της πεδιάδας της Κεραμωτής. Σε αυτήν την αποστολή κατόπιν διώξεως από γερμανικό αεροσκάφος τύπου Fokker, βρήκε τον θάνατο ο χειριστής του ελληνικού βομβαρδιστικού Δημ. Αργυρόπουλος, ενώ ο παρατηρητής Π. Ψύχας τινάχτηκε στο νερό. Ο Ψύχας εν μέσω πυκνών πυρών βουλγαρικού πυροβολικού, κολύμπησε προς τον νεκρό Αργυρόπουλο και θεωρώντας ότι έχει λιποθυμήσει, τον έδεσε σε ένα φτερό του αεροσκάφους ούτως ώστε να μπορεί ν’ αναπνέει. Αγγλικό αεροσκάφος που ερευνούσε την περιοχή για να τους μαζέψει όχι μόνο δεν κατάφερε να τους μαζέψει λόγω της θαλασσοταραχής αλλά και κατέπεσε στη θάλασσα.
Ο νεκρός Αργυρόπουλος βρέθηκε τελικά από ένα βρετανικό αντιτορπιλικό ενώ ο Ψύχας συνέχισε να είναι άφαντος. Τελικά, περισώθηκε από περαστικό πλοιάριο. Ο Αργυρόπουλος ήταν ο πρώτος νεκρός αεροπόρος, ενώ ο Ψύχας τιμήθηκε για την αυτοθυσία του από τη βρετανική διοίκηση με τον Αεροπορικό Σταυρό διακεκριμένων υπηρεσιών.
Επιχειρήσεις στα Δαρδανέλια
Από το καλοκαίρι του 1917 οι επιχειρήσεις επεκτάθηκαν προς τα Δαρδανέλια και την Κωνσταντινούπολη. Τον Ιούνιο του 1917, οι Βρετανοί αποφάσισαν να βομβαρδίσουν τα Στενά του Ελλησπόντου και την Κωνσταντινούπολη. Γι’ αυτό τον σκοπό, χρησιμοποιήθηκε ένα από τα μεγάλα βομβαρδιστικά Hadley Page με ορμητήριο τον Μούδρο. Σύμφωνα με την αποστολή, τα αεροσκάφη της μοίρας θα παρενοχλούσαν τα πυροβολεία των Στενών, τα οποία είχαν οργανωθεί από τους Γερμανούς. Η πρώτη έξοδος του βομβαρδιστικού έγινε στις 24 Ιουνίου αλλά δεν είχε αποτέλεσμα γιατί μηχανική βλάβη το ανάγκασε να επιστρέψει στον Μούδρο. Η αποστολή επαναλήφθηκε την επομένη ενώ οι Μωραϊτίνης, Μελετόπουλος, Χαλκιάς και Κωνσταντίνου εκτελούσαν πτήσεις πάνω από τα Στενά. Σε αυτή την αποστολή βρήκαν τον θάνατο ο χειριστής σημαιοφόρος Ιωάννης Χαλκιάς και ο παρατηρητής, επίσης σημαιοφόρος, Βαρθολομαίος Λάζαρης, των οποίων το αεροσκάφος πιθανώς κατέπεσε σε τουρκικό έδαφος.
Οι επιδρομές στα Δαρδανέλια κράτησαν πέντε μέρες και στο διάστημα αυτό εβλήθησαν σημαντικότατοι στόχοι. Ο Μωραϊτίνης, ο οποίος ήταν και ο αρχηγός, αιφνιδίασε τα πυροβολεία του Τσανάκ Καλέ και χτύπησε το φρούριο και τα γειτονικά εργοστάσια από ύψος 250 μέτρων εν μέσω αντιαεροπορικών πυρών. Για τη δράση της Ναυτικής Αεροπορίας κατά τη διάρκεια του πενθημέρου, οι Έλληνες αξιωματικοί που πήραν μέρος στις επιχειρήσεις, έλαβαν τιμητικές διακρίσεις από τον βασιλέα της Μ. Βρετανίας.
Η έξοδος του Goeben
Έχει ήδη αναφερθεί ότι ο Οθωμανικός Στόλος είχε ενισχυθεί με δύο γερμανικά θωρηκτά το Goeben (Γκαίμπεν) και το Breslau (Μπρεσλάου), τα οποία είχαν μετονομαστεί σε Yavuz Sultan Selim και Midili αντίστοιχα. Αυτά τα δύο πλοία είχαν μείνει ακινητοποιημένα λόγω έλλειψης γαιανθράκων, διότι η Ρωσία είχε επιβάλει αποκλεισμό από το καλοκαίρι του 1916. Ο αποκλεισμός κράτησε μέχρι το τέλος του 1917, όταν η κομμουνιστική πλέον Ρωσία υπέγραψε ανακωχή με τις Κεντρικές Αυτοκρατορίες. Οι Γερμανοί αποφάσισαν τότε να πραγματοποιήσουν έξοδο των πλοίων από τα Στενά για να πλήξουν τις συμμαχικές ανθυποβρυχιακές συνοδείες, τα πλοία που ορμούσαν στον Μούδρο, ενώ το σχέδιο δράσης επεκτεινόταν μέχρι και τη Θεσσαλονίκη.
Την αυγή της 20/1/1918 τα δύο θωρηκτά περνούσαν τα Στενά, αλλά το Γκαίμπεν έπεσε πάνω σε νάρκη των Συμμάχων κι έπαθε ελαφρές ζημιές. Εντούτοις, συνέχισαν την πορεία τους προς την Ίμβρο, της οποίας το λιμάνι δέχθηκε τη σφοδρή επίθεση των δύο πλοίων. Μόνο δύο βρετανικά αντιτορπιλικά και τα υπόστεγα της αεροπορικής βάσεως διέφυγαν της καταστροφής. Παρ’ όλα αυτά, το Γκαίμπεν εντελώς αναπάντεχα έκανε στροφή 180ο πιθανότατα λόγω βλάβης από την πρόσκρουση σε νάρκη.
Ο Βρετανός ναύαρχος διέταξε όλες τις ναυτικές και αεροπορικές δυνάμεις να επιτεθούν κατά των δύο θωρηκτών. Ο Συμμαχικός Στόλος δεν κατάφερε να αντιδράσει λόγω του αιφνιδιασμού, αλλά οι αεροπορικές δυνάμεις ενήργησαν άμεσα. Πρώτα κινητοποιήθηκε η Αεροπορία Ίμβρου με αεροσκάφη αναγνώρισης και δίωξης και στη συνέχεια, η Αεροπορία Μούδρου με βομβαρδιστικά. Τέλος, κατέφθασε και η Αεροπορία Θάσου. Λόγω του ότι ήδη τα αεροσκάφη της Ίμβρου παρενοχλούσαν το Γκαίμπεν, το Μπρεσλάου έκανε κίνηση να τεθεί επικεφαλής, ούτως ώστε να απελευθερωθεί ο πίσω χώρος για να μπορούν να δράσουν τα αντιαεροπορικά του Γκαίμπεν. Κατά την κίνηση αυτή, το Μπρεσλάου κατέπεσε σε νάρκη των Συμμάχων και έμεινε ακυβέρνητο. Το Γκαίμπεν επιχείρησε να πλησιάσει για να βοηθήσει το Μπρεσλάου, αλλά το ακυβέρνητο πλοίο κτύπησε και σε δεύτερη νάρκη, ενώ τα αεροσκάφη και τα βρετανικά πλοία Tiger (καταδρομικό μάχης) και Lizard (αντιτορπιλικό) εμπόδιζαν την προσέγγιση.
Τότε το Μπρεσλάου απαγκιστρώθηκε μόνο του, αλλά μέσα στην προσπάθειά του έπεσε διαδοχικά σε τέσσερις νάρκες και άρχισε να βυθίζεται. Το Γκαίμπεν αποφάσισε να επιστρέψει στα Στενά από τον συντομότερο δρόμο, ενώ το καταδίωκαν δεκάδες αεροπλάνα με επικεφαλής τον πλωτάρχη Μωραϊτίνη μέχρι την είσοδο των Στενών. Εκεί, προς κάλυψη του Γκαίμπεν, κατέφθασαν τουρκικά τορπιλοβόλα σμήνος γερμανικών αεροσκαφών. Σε αυτό το σημείο, διεξήχθη σφοδρή αερομαχία μεταξύ του Μωραϊτίνη και γερμανικών καταδιωκτικών, κατά την οποία κατέρριψε δύο. Στη συνέχεια, επέστρεψε στην Ίμβρο για να εφοδιαστεί σε καύσιμα και επέστρεψε άμεσα στη μάχη.
Πάνω ακριβώς από το σημείο όπου βρισκόταν το Γκαίμπεν, ο Μωραϊτίνης δέχθηκε επίθεση σμήνους γερμανικών αεροσκαφών, από τα οποία έριξε ένα. Στη συνέχεια όμως, τα δύο πυροβόλα του έπαθαν εμπλοκή με αποτέλεσμα ο εχθρός να μπορεί να δράσει ανενόχλητος. Πράγματι, το αεροπλάνο του Μωραϊτίνη βλήθηκε στον κινητήρα και αναγκάστηκε να επιστρέψει στην Ίμβρο. Εκεί πήρε ένα άλλο αεροσκάφος και πέταξε πάλι προς το πεδίο της μάχης και διενήργησε περιπολίες πάνω από τα Δαρδανέλια για δύο ώρες μέσα σε πυκνά πυρά των εχθρικών επάκτιων πυροβολείων.
Το Γκαίμπεν προσάραξε στα ρηχά του Ναγαρά κι έδωσε τεράστια ευκαιρία στους Συμμάχους να το βάλουν αποφασιστικά, αφού το πλοίο έμεινε καθηλωμένο για πέντε μέρες. Η Συμμαχική Αεροπορία επιχειρούσε κατά του Γκαίμπεν νυχθημερόν όλο το πενθήμερο, θέτοντας τελικά το γερμανικό θωρηκτό εκτός μάχης. Σε αυτές τις επιχειρήσεις συμμετείχε ολόκληρη η Ελληνική Ναυτική Αεροπορία και δυστυχώς, θρήνησε την απώλεια του ανθυποπλοιάρχου Σπυρ. Χάμπα, ο οποίος στις 8 Ιανουαρίου του 1918, με αεροπλάνο τύπου Sopwith Bomber διενήργησε βομβαρδισμό από 150 μέτρα κατά του Γκαίμπεν, αλλά καταρρίφθηκε από τα επάκτια πυροβολεία.
Μετά τις επιχειρήσεις κατά των δύο γερμανικών θωρηκτών, οι Σύμμαχοι κυριολεκτικά λάτρεψαν τον Μωραϊτίνη και τους άθλους του. Η Βρετανική Κυβέρνηση σε ένδειξη ευγνωμοσύνης του δώρισε ένα αεροσκάφος De Havilland-9, πάνω στο οποίο τοποθετήθηκε πλάκα που έγραφε To the Commander A. Moraitinis D.S.O. Οι επιχειρήσεις κατά των Γκαίμπεν και Μπρεσλάου ήταν οι πρώτες αεροσκαφών εναντίον βαρέων πλοίων και κατέδειξαν τον σημαντικό κίνδυνο που διατρέχουν τα πλοία από αεροπορικές επιδρομές.
Επιχειρήσεις στο Ανατολικό Αιγαίο, στα παράλια της Μικράς Ασίας και την Ανατολική Μακεδονία
Λίγες εβδομάδες μετά την έξοδο του Γκαίμπεν, η Γερμανική Αεροπορία εξαπέλυσε βομβαρδισμό αντιποίνων κατά των Συμμάχων. Βομβάρδισαν την Ίμβρο, καταστρέφοντας όσα υπόστεγα είχαν απομείνει από την επιδρομή των θωρηκτών, καθώς και τα αεροσκάφη της Αεροπορικής Βάσης Λύχνων του Μούδρου, στο λιμάνι του οποίου ορμούσε όλος ο Συμμαχικός Στόλος της Μεσογείου. Οι Σύμμαχοι απάντησαν με βομβαρδισμό των εχθρικών βάσεων στη Σμύρνη και τη Δράμα.
Κατά το πρώτο δεκαήμερο του Μαρτίου του 1918 ο πλωτάρχης Μωραϊτίνης με υδροπλάνο Φαρμάν προσθαλασσώθηκε νύχτα στο λιμάνι της Σμύρνης απαρατήρητος, πλεύρισε το ελληνικό ατμόπλοιο Κωνσταντίνος, το οποίο παρέμενε αποκλεισμένο στο λιμάνι και περικυκλωμένο από γερμανικά πολεμικά πλοία, διανυκτέρευσε στο ελληνικό πλοίο και στη συνέχεια, με το πρώτο φως της ημέρας, ανυψώθηκε και βομβάρδισε το γερμανικό καταδρομικό, που ήταν αγκυροβολημένο δίπλα στο ελληνικό ατμόπλοιο. Αυτή η ενέργεια προκάλεσε σύγχυση και πανικό στους εχθρούς, οι οποίοι έβαλαν με τα αντιαεροπορικά τους όπλα, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Ο Έλληνας αεροπόρος δεν πτοήθηκε και βομβάρδισε ανελέητα τις στρατιωτικές θέσεις και τις αποθήκες του εχθρού. Τέλος, βγήκε στο Αιγαίο πριν οι Γερμανοί αεροπόροι απογειωθούν για να τον αντιμετωπίσουν.
Στην Ανατολική Μακεδονία, μόνιμος στόχος της Ναυτικής Αεροπορίας ήταν το γερμανικό αεροδρόμιο Ζέρεβιτς. Στις 21 Ιουνίου εκτελέστηκε αποστολή εναντίον του γερμανικού αεροδρομίου με αρχηγό τον Μωραϊτίνη. Ο Μωραϊτίνης οδηγούσε ένα αεροπλάνο Sopwith Fighter, ενώ παρατηρητής ήταν ο υποπλοίαρχος Παναγιώτου. Ο βομβαρδισμός του αεροδρομίου ήταν επιτυχής και οι Έλληνες αεροπόροι αφού φωτογράφησαν τις εγκαταστάσεις του Ζέρεβιτς επέστρεψαν στη Θάσο.
Στη συνέχεια, διενεργήθηκε επιχείρηση κατά του αεροδρομίου Γαλατά, το οποίο ήταν ορμητήριο των Γερμανών αεροπόρων. Η επίθεση αυτή εκτελέστηκε από την Η2 Μοίρα υπό την αρχηγία του διοικητή της Μοίρας, Ν. Μελετόπουλου. Το αεροσκάφος του Ν. Μελετόπουλου και του Γ. Μωραϊτίνη έπεσε στη θάλασσα λόγω μηχανικής βλάβης. Οι δύο αεροπόροι παρέμειναν όλη τη νύχτα πλησίον του αεροσκάφους που επέπλεε μέχρι που περισυλλέγησαν από βρετανικό αντιτορπιλικό.
Κατά τα μέσα Ιουλίου απόσπασμα της Η2 Μοίρας εγκαταστάθηκε στο αεροδρόμιο της Καλλονής της Λέσβου με σκοπό την εξουδετέρωση της αεροπορίας των Τούρκων, η οποία εκείνη την περίοδο διεξήγε έντονες επιχειρήσεις εναντίον των νησιών της Μυτιλήνης, της Χίου και της Σάμου. Η εγκατάσταση αυτή έγινε με πρωτοβουλία του Α. Μωραϊτίνη, ο οποίος μάλιστα, τέθηκε επικεφαλής του αποσπάσματος. Οι ιθύνοντες της εχθρικής αεροπορίας, όταν έμαθαν την άφιξη του αποσπάσματος, ανέστειλαν όλες τις επιχειρήσεις εναντίον των νησιών του Αιγαίου. Παρ’ όλα αυτά, η Ναυτική Αεροπορία δεν περιορίστηκε σε παθητικό ρόλο, αλλά ανέπτυξε έντονη δράση εναντίον των θέσεων της Μ. Ασίας. Στις 20 Ιουλίου του 1918 εκτελέστηκε βομβαρδισμός εναντίον των αεροπορικών βάσεων Μαγνησίας, Σαντζάκ Καλέ, καθώς και των εγκαταστάσεων της Σμύρνης. Στις 21 Ιουλίου επαναλήφθηκε η επίθεση προς τις ίδιες περιοχές, κατά τη διάρκεια της οποίας βομβαρδίστηκαν το αεροδρόμιο Μαινεμένης και η γέφυρα του δημόσιου δρόμου της Μαγνησίας. Στις επόμενες μέρες, στόχος της Ναυτικής Αεροπορίας ήταν το αεροδρόμιο Καζαμίρ, έξω από τη Σμύρνη, στο οποίο πραγματοποίησε αναγνώριση από πολύ χαμηλό ύψος, ανάμεσα σε πυκνά πυρά των αντιαεροπορικών του Σαντζάκ-Καλέ.
Στα τέλη του Ιουλίου του 1918 το σμήνος υπό τον Μωραϊτίνη επέστρεψε στον Μούδρο, όπου συγκεντρώθηκε όλη η Η2 Μοίρα. Κατόπιν, επέστρεψε από την Ίμβρο και το υπό τον Ν. Μελετόπουλο σμήνος. Στη συνέχεια, η Η2 Μοίρα μεταστάθμευσε στο αεροδρόμιο Καζαβιτίου, όπου έδρευε η Η1 Μοίρα υπό τον υποπλοίαρχο Παναγιώτου. Οι δύο Μοίρες ανέλαβαν αποστολές βομβαρδισμού και φωτογράφησης στόχων στην περιοχή Ελευθερών, Καβάλας, Ζέρεβιτς, Σαρί Σαμπάν, οι οποίες κράτησαν μέχρι το τέλος του Αυγούστου. Οι Μοίρες αντιμετώπισαν πυκνά αντιαεροπορικά πυρά, ιδίως στην περιοχή της Καβάλας, την οποία επί ένα εικοσάλεπτο τη φωτογράφιζαν.
Η Η3 Μοίρα υπό τον Μελετόπουλο που έδρευε στον Σταυρό Χαλκιδικής, δρούσε στην περιοχή της Δράμας, ενισχύοντας τον στρατηγό Νεγρεπόντη. Η Η4 υπό τον ανθυποπλοίαρχο Κωνσταντίνου μεταστάθμευσε στα Λεγραινά, από όπου εκτελούσε ανθυποβρυχιακές περιπολίες κατά μήκος των ελληνικών ακτών, από όπου, σύμφωνα με πληροφορίες πρακτόρων, εφοδιάζονταν τα γερμανικά υποβρύχια.
Στις αρχές Σεπτεμβρίου του 1918 έγινε η τελευταία επιχείρηση της Ναυτικής Αεροπορίας με στόχο το αεροδρόμιο του Ναγαρά. Η Βρετανική Διοίκηση ήταν αυτή που αποφάσισε την επιχείρηση καθ’ όσον υπήρχαν πληροφορίες ότι επτά γερμανικά αεροπλάνα μεταφέρθηκαν σε αυτό το αεροδρόμιο. Ο πλωτάρχης Α. Μωραϊτίνης έστειλε δύο αεροσκάφη τύπου Φάρμαν να εξακριβώσουν την πληροφορία και να βομβαρδίσουν το αεροδρόμιο και τα οχυρά. Το πρώτο αεροσκάφος όμως, με χειριστή τον Φράγκου και παρατηρητή τον Τσιριγώτη, λόγω μηχανικής βλάβης έπεσε στη θάλασσα και οι Έλληνες αεροπόροι συνελήφθησαν, μεταφέρθηκαν στην Κωνσταντινούπολη και καταδικάσθηκαν σε θάνατο από τους Τούρκους. Ωστόσο, διέφυγαν της ποινής, διότι στο μεταξύ είχε γίνει ανακωχή. Το δεύτερο αεροσκάφος έπληξε κανονικά τον στόχο ρίχνοντας εναντίον του τρεις εκρηκτικές βόμβες. Το ελληνικό αεροσκάφος διέφυγε τα αντιαεροπορικά πυρά και επέστρεψε στη βάση του.
Το ίδιο χρονικό διάστημα (Σεπτέμβριος του 1918), η Ναυτική Αεροπορία ανανέωσε τον στόλο της με νέα αεροσκάφη τύπου DeHavilland-4, DeHavilland-9 και Sopwith Camel, τα οποία χρησιμοποιήθηκαν σε περιπολίες λίγο πριν από τη λήξη του πολέμου. Αυτά τα αεροσκάφη παρουσίαζαν δυσκολίες στην προσγείωση με μοιραία αποτελέσματα πολλές φορές. Χρησιμοποιούσαν ηλεκτρικούς συσσωρευτές για την παροχή ηλεκτρικής ενέργειας στη μηχανή και όχι γεννήτρια, διότι οι γεννήτριες που είχαν παραχθεί από τους Άγγλους κατ’ απομίμηση των γερμανικών Bosch αποδείχθηκαν ελαττωματικές. Το πρόβλημα ήταν ότι κατά την προσγείωση του αεροσκάφους, μετά την παύση του κινητήρα του, οι συσσωρευτές συνέχιζαν να δίνουν ηλεκτρικό σπινθήρα, με αποτέλεσμα πολλές φορές να αναφλέγεται η βενζίνη που τυχόν είχε χυθεί εξαιτίας οπής από θραύσμα. Τα Sopwith Camel δεν έλαβαν μέρος στον πόλεμο, γιατί, ενώ το προσωπικό εκπαιδευόταν σε αυτά, συνήφθη ανακωχή.
Ο θάνατος του Α. Μωραϊτίνη
Στα τέλη Νοεμβρίου 1918 ο πλωτάρχης Μωραϊτίνης παρευρέθηκε στη Θεσσαλονίκη για την παράδοση υλικού της Συμμαχικής Αεροπορίας στο ελληνικό Δημόσιο. Εκεί είχε φθάσει σιδηροδρομικώς. Όταν ήρθε η ώρα να επιστρέψει στην Αθήνα, ο Γάλλος ταγματάρχης Denain του παραχώρησε το προσωπικό του αεροσκάφος, ένα Bréguet Bré 14. Αν και το αεροσκάφος αυτό τού ήταν τελείως άγνωστο, απογειώθηκε στις 22 Δεκεμβρίου 1918 υπό δυσμενείς καιρικές συνθήκες. Το αεροσκάφος κατέπεσε σε άγνωστη θέση και κανείς δεν έμαθε για την τύχη του, ενώ οι έρευνες δεν έφεραν κανένα αποτέλεσμα. Ο θάνατός του θεωρήθηκε εθνική απώλεια και τον θρήνησε όλη η Ελλάδα.