Τι βρέθηκε κατά την φετινή ανασκαφή από 1η Ιουλίου έως 9 Αυγούστου
Συνεχίστηκε για 16η χρονιά στον Πετρά Σητείας -την κύρια πύλη εισόδου εξωτικών προϊόντων και πρώτων υλών (χαλκός, ασήμι, χρυσός, ημιπολύτιμοι λίθοι, ελεφαντόδοντο κλπ.) στην Ανατολική Κρήτη από την Ανατολική Μεσόγειο, αλλά και από το υπόλοιπο Αιγαίο- η συστηματική ανασκαφή στο ασύλητο ελίτ Προ- και Παλαιοανακτορικό νεκροταφείο, τμήμα του μοναδικής σημασίας μνημειακού συνόλου (ανάκτορο-αστικός οικισμός-νεκροταφείο).
Το νεκροταφείο χρονολογείται περίπου 3000/2900-1900/1800 π.Χ. «Η δραστηριότητα που είχε αναπτυχθεί στον Πετρά, είχε ως αποτέλεσμα τη μεγάλη ακμή του, η οποία κορυφώθηκε με την ίδρυση του ανακτόρου του», σημειώνεται σε σχετική ανακοίνωση του Υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού. Μεταξύ αυτών που ξεχώρισαν κατά τη φετινή ανασκαφική περίοδο, ήταν η ανακάλυψη ενός αιγυπτιακού εισηγμένου σφραγιδόλιθου σε σχήμα σκαραβαίου, «πολύτιμο εύρημα για τις σχέσεις μινωικής Κρήτης και Αιγύπτου και για την απόλυτη χρονολόγηση της Παλαιοανακτορικής περιόδου», που βρέθηκε στο Παλαιοανακτορικό Ταφικό Κτήριο 9, το οποίο διαθέτει οκτώ δωμάτια και έναν ανοικτό χώρο στα δυτικά του. Στο ίδιο κτήριο εντοπίστηκε και πλούσιο οστεολογικό υλικό, που περιελάμβανε και πρωτογενή ταφή.
«Διαπιστώθηκε επίσης, ότι εκτός της σύνδεσης με το μεγάλο Χώρο Τελετουργιών 2, το Ταφικό Κτήριο 9 διέθετε και ειδικό ανοικτό χώρο στα δυτικά, όπου γινόταν (τελετουργική, προφανώς) κατανάλωση φαγητού και ποτού. Από το χώρο αυτό προέκυψαν διακοσμημένα αγγεία σερβιρίσματος και πόσης, χάλκινο μαχαίρι, πολλά οστά ζώων, αλλά και ολόκληρη κεφαλή ταύρου, άριστης διατήρησης. Σε βαθύτερα στρώματα, κάτω από το Ταφικό Κτήριο 9, ξεκίνησε η ανασκαφή ΜΜ ΙΑ ταφικού κτηρίου, από το οποίο προέκυψαν πλούσιες δευτερογενείς ταφικές αποθέσεις, συνοδευόμενες από χάνδρες και περίαπτα, από ημιπολύτιμους λίθους, χάλκινα εργαλεία καλλωπισμού και μερικά ειδώλια. Ολοκληρώθηκαν, επίσης, οι ανασκαφές των Προανακτορικών Ταφικών Κτηρίων 26 και 27. Από αυτά προέκυψαν δύο εξαιρετικής τέχνης και διατήρησης σφραγίδες, ελεφάντινος δακτύλιος με σπείρες και τριεδρικό πρίσμα με κρητική ιερογλυφική επιγραφή», συμπληρώνεται στην ανακοίνωση του ΥΠΠΟΑ.
Επιπλέον, η ανασκαφή του 2019 έδειξε «ότι στο νεκροταφείο του Πετρά, η ΜΜ ΙΑ φάση υποδιαιρείται σε δύο τουλάχιστον υπο-περιόδους, η μελέτη της μεγάλης ποσότητας κεραμικής των οποίων ελπίζεται ότι θα βοηθήσει στην κατανόηση της τελευταίας Προανακτορικής φάσης στην Ανατολική Κρήτη. Στη φάση αυτή ανήκαν τρεις ακόμα σφραγιδόλιθοι από ελεφαντόδοντο και σκληρούς λίθους, καθώς και περίαπτα από χρυσό και λίθους, χάνδρες, αρκετά λίθινα αγγεία και πολύ ενδιαφέρουσα διακοσμημένη κεραμική σε μεγάλη ποικιλία σχημάτων».
Το νεκροταφείο του Πετρά, το μεγαλύτερο σε έκταση της Κρήτης για την εποχή του, που ανασκάπτεται τον 21ο αιώνα με σύγχρονες μεθόδους, προσφέρει μοναδική ευκαιρία κατανόησης των κοινωνικοοικονομικών και διοικητικών εξελικτικών διαδικασιών, οι οποίες όχι μόνον οδήγησαν στη δημιουργία των πρώτων ανακτόρων, αλλά και καθόρισαν τον ιδιαίτερο χαρακτήρα της Παλαιοανακτορικής περιόδου.
Σύμφωνα πάντα με το υπουργείο Πολιτισμού «λόγω της μακράς χρήσης του, το νεκροταφείο του Πετρά περιλαμβάνει αλλεπάλληλα ταφικά κτήρια (50-150 m2, με δύο έως δεκατέσσερα δωμάτια) ή συνδυασμό ταφικών κτηρίων και ταφικών λάκκων, με επιχώσεις που υπερβαίνουν σε αρκετές περιπτώσεις τα 2,50 m. Αρκετά από τα νεότερα κτήρια επαναχρησιμοποιούν τους τοίχους των παλαιοτέρων, ενώ άλλα έχουν διαφορετικό προσανατολισμό. Τα τελευταία χρόνια, παράλληλα με την ολοκλήρωση της ανασκαφής των Παλαιοανακτορικών ταφικών κτηρίων, ερευνώνται τα παλαιότερα στρώματα με εντυπωσιακά ευρήματα».
Η συστηματική ανασκαφή, κατά τη φετινή περίοδο, πραγματοποιήθηκε από την 1η Ιουλίου έως τις 9 Αυγούστου, υπό τη Διεύθυνση της επίτιμης διευθύντριας του υπουργείου Πολιτισμού, Δρ. Μεταξίας Τσιποπούλου. Η έρευνα είναι διεπιστημονική και, τόσο στην ανασκαφή όσο και στη μελέτη, συμμετέχουν επιστήμονες από την Ελλάδα, την Ευρώπη, τις ΗΠΑ και τον Καναδά. Η ανασκαφή, τεκμηρίωση και μελέτη των σκελετικών καταλοίπων γίνεται από ομάδα του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, με επικεφαλής την καθ. Σ. Τριανταφύλλου. Η χρηματοδότηση του έργου προέρχεται, εξ ολοκλήρου, από το Ινστιτούτο Αιγαιακής Προϊστορίας των ΗΠΑ.