Η εισαγγελέας ζήτησε την ενοχή της συζύγου για την εν ψυχρώ δολοφονία
Για προμελετημένο έγκλημα έκανε λόγο η εισαγγελέας του Μικτού Ορκωτού Εφετείου αναφερόμενη στη δολοφονία 44χρονου, υπαλλήλου εταιρείας ασφαλείας, στο Αιγάλεω πριν από επτά χρόνια και ζήτησε την ενοχή της συζύγου του που κάθεται στο εδώλιο.
Η γυναίκα κατηγορείται ότι πυροβόλησε εν ψυχρώ στο κεφάλι τον σύζυγό της στο κεφάλι την ώρα που εκείνος κοιμόταν κάτι που η ίδια αρνείται κατηγορηματικά.
Ωστόσο, η εισαγγελική λειτουργός δεν πείστηκε από τους ισχυρισμούς της κατηγορουμένης, η οποία πρωτόδικα έχει καταδικαστεί σε κάθειρξη 20 ετών, με αναστολή καθώς της αναγνωρίστηκε το ελαφρυντικό του πρότερου έντιμου βίου. «Η δολοφόνος είχε προμελετήσει το έγκλημα. Από τον Μάρτιο τον παρακολουθούσε. Σχεδίαζε την εξόντωσή του» ανέφερε χαρακτηριστικά η εισαγγελέας στην αγόρευση της και συμπλήρωσε «Όπως κάθε δολοφόνος είχε σχεδιάσει τον τρόπο αλλά κυρίως το μέσο με το οποίο θα πετύχαινε το ανθρωποκτόνο αποτέλεσμα».
Η εισαγγελέας εμφανίστηκε βεβαία πως η κατηγορούμενη είχε κίνητρο για να αφαιρέσει τη ζωή του συζύγου της και εξέφρασε την πεποίθηση πως από τη συμπεριφορά της μετά το έγκλημα αποδεικνύεται ότι είχε προσχεδιάσει κάθε της βήμα. «Ήταν αμετανόητη. Κατηύθυνε τα περιστατικά με τέτοιο τρόπο ώστε να δημιουργήσει αμφιβολίες στον περίγυρό της. Στους συγγενείς για μεγάλο χρονικό διάστημα δεν είχε αποκαλύψει ότι ο σύζυγός της δολοφονήθηκε από το δικό του όπλο » είπε υπογραμμίζοντας πως η κατηγορούμενη γνώριζε ότι ο μόνος τρόπος για να σκοτώσει το σύζυγο της ήταν την ώρα που κοιμόταν και χρησιμοποίησε το όπλο του καθώς ήταν εξοικειωμένη με αυτό.
Η κατηγορούμενη βρέθηκε ενώπιον της δικαιοσύνης τρία χρόνια μετά το έγκλημα. Αρχικά είχε αρνηθεί την εμπλοκή της στη δολοφονία υποστηρίζονταςότι κάποιος είχε εισβάλει στο σπίτι της οικογένειας και πυροβόλησε το σύζυγο της. Στη συνέχεια ισχυρίστηκε πως η ίδια επιχείρησε να μετακινήσει το όπλο του 44χρονου με αποτέλεσμα αυτό να εκπυρσοκροτήσει κατά λάθος. Τώρα επιμένει στην αρχική της εκδοχή ενώ σύμφωνα με τα στοιχεία της δικογραφίας, πάνω στο φονικό όπλο δεν βρέθηκαν αποτυπώματα της γυναίκας αλλά των δύο ανήλικων τότε παιδιών της. «Είμαι αθώα και αυτό θέλω να το καταλάβει και το δικαστήριο, η Δικαιοσύνη. Είμαι αθώα, δεν έχω να πω τίποτα άλλο», είχε πει στην απολογία της, η κατηγορούμενη προσθέτοντας: «Δεν υπάρχει τίποτα που να κατηγορούμαι, δεν υπάρχει DNA, δεν υπάρχει πυρίτιδα».
Στο πλευρό της βρίσκονται από την πρώτη στιγμή τα δύο της παιδιά. Εκείνο το μοιραίο βράδυ ήταν και οι τρεις μέσα στο σπίτι.
Ο μικρός γιος της κατηγορουμένης είναι ο μόνος που άκουσε τον πυροβολισμό και είδε τον πατέρα του νεκρό, πάνω στο κρεβάτι μέσα σε μία λίμνη αίματος. Όπως ισχυρίζεται, το μοιραίο βράδυ κοιμόταν μαζί με τη μητέρα του και θεωρεί αδύνατο να σκότωσε εκείνη τον πατέρα τους.
Σύμφωνα με την κατηγορία η κατηγορουμένη τα ξημερώματα της 22ας Ιουνίου 2012, όταν βεβαιώθηκε ότι οι γιοι της και ο σύζυγός της είχαν αποκοιμηθεί, πήρε το όπλο που βρισκόταν στο προσκέφαλο του άτυχου 44χρονου, το έστρεψε εναντίον του και πάτησε τη σκανδάλη. Στη συνέχεια πέταξε το όπλο κάτω από τον καναπέ του σαλονιού και ξάπλωσε στο κρεβάτι του γιου της, προσποιούμενη ότι μόλις είχε ξυπνήσει από τον κρότο.