Σοκάρουν οι λεπτομέρειες με τις οποίες περιέγραψε την αποτρόπαια πράξη του ο 68χρονος για τον οποίο «έσπασαν» τα ισόβια
Ήταν στις 27 Απριλίου του 2017 όταν είχε σημάνει το Χαμόγελο του Παιδιού εξέδωσε Amber Alert για το κοριτσάκι που είχε εξαφανισθεί στην Αγία Βαρβάρα. Ο πατέρας της ήταν εκείνος που είχε πάει και δήλωσε την εξαφάνιση της. Η μητέρα της έλειπε από το σπίτι της καθώς νοσηλευόταν στο νοσοκομείο.
Οι συνθήκες κάτω από τις οποίες εξαφανίσθηκε η 6χρονη Στέλλα κρίνονται ύποπτες από την πρώτη στιγμή δεδομένου ότι το παιδί την ώρα που εξαφανίστηκε – σχεδόν ξημερώματα – δεν φορούσε παπούτσια και αντιμετωπίζει και προβλήματα βάδισης.
Ο πατέρας του παιδιού κλήθηκε για κατάθεση στο τμήμα Δίωξης Ανθρωποκτονιών της Ασφάλειας Αττικής όπου έχει υποπέσει σε αντιφάσεις.
Το ζευγάρι έχει άλλο ένα παιδάκι το οποίο κοιμόταν στο ίδιο δωμάτιο με την 6χρονη Στέλλα, την ώρα που εξαφανίστηκε.
Νεκρή σε κάδο απορριμμάτων η 6χρονη Στέλλα
Το άψυχο κορμάκι της Στέλλας εντοπίστηκε από τους αστυνομικούς σε κλάδο σκουπιδιών, τον οποίο υπέδειξε ο πατέρας της μετά την ομολογία του, μέσα σε τρεις μαύρες σακούλες, κοντά στο σπίτι της οικογένειας στην Αγία Βαρβάρα.
Οι λεπτομέρειες που έδωσε ο κατηγορούμενος κατά την απολογία του ήταν σοκαριστικές.
«Εκείνο το βράδυ μόλις φτάσαμε σπίτι είπα στη Στέλλα ότι πρέπει να την κάνω μπάνιο. Πήρα τα χάπια μου και ήπια ποτήρι κρασί» λέει και περιγράφει πως η μικρή δεν ήθελε να κάνει μπάνιο. «Ήταν τελείως αρνητική» ισχυρίζεται και συμπληρώνει «Παρακάλεσα πάλι την Στέλλα να την κάνω μπάνιο. Εκείνη εξακολουθούσε να μην θέλει, γιατί ήθελε τη μαμά της. Άρχισε να με χτυπάει με τα χέρια της στην κοιλιά. Όπως με χτυπούσε και το κεφάλι της βρισκόταν στο ύψος του στήθους μου, την έσφιξα με το δεξί μου χέρι για να σταματήσει να με χτυπάει, μέχρι που κατάλαβα ότι είχε χάσει τις αισθήσεις της. Άνοιξα το χέρι μου που την έσφιγγα και η Στέλλα έπεσε στο πάτωμα. Είδα ότι δεν ανέπνεε και κατάλαβα ότι κάτι κακό είχε γίνει. Τα έχασα, τρομοκρατήθηκα και το πρώτο πράγμα που σκέφτηκα ήταν να βγάλω τη Στέλλα έξω από το σπίτι. Πήγα στο αποθηκάκι και πήρα τρεις μαύρες σακούλες σκουπιδιών.
Όπως ήταν πεσμένη στο πάτωμα έβαλα τη Στέλλα σε μία από αυτές τις σακούλες ξεκινώντας από το κεφάλι της και καταλήγοντας στα πόδια. Θέλω να σας πω δηλαδή ότι η σακούλα έκλεινε στα πόδια της (...) Μετά σκέφτηκα να σκηνοθετήσω το χώρο για να φαίνεται ότι κάποιος έκανε ληστεία. Άνοιξα κάποια συρτάρια και κάποιες ντουλάπες στην κρεβατοκάμαρα και αφαίρεσα από την μπιζουτιέρα της γυναίκας μου διάφορα κοσμήματα...Τα συρτάρια και τις ντουλάπες για να μην αφήσω τα δακτυλικά μου αποτυπώματα, τα άνοιξα με μια φανέλα που κρατούσα στα χέρια μου. Ξέχασα να σας πω ότι στις σακούλες σκουπιδιών που έβαλα την Στέλλα, έβαλα και μία κόκκινη κουβερτούλα που πήρα από το κρεβάτι της, μη ρωτάτε γιατί, δεν ξέρω να σας απαντήσω.
Τις σακούλες με την Στέλλα τις κρατούσα με τα δυο μου χέρια στην αγκαλιά μου...Κατέβηκα στο δρόμο και με τα πόδια πήγα σε έναν κάδο και εκεί μέσα άφησα την Στέλλα. Σε έναν άλλο κάδο εκεί κοντά πέταξα και τα κοσμήματα της γυναίκας μου (...) Γύρισα στο σπίτι και άνοιξα την πόρτα του διαμερίσματος μας, αλλά όταν μπήκα, τα κλειδιά τα άφησα στην κλειδαριά από την έξω μεριά. Αυτό το έκανα για να ισχυριστώ το πρωί στους αστυνομικούς ότι επειδή ήμουν αφηρημένος ξέχασα τα κλειδιά, κάποιοι μπήκαν μέσα, με λήστεψαν και φεύγοντας πήραν και τη Στέλλα. Αφού άφησα τα κλειδιά πήγα στο κρεβάτι μου, όπου λόγω του κρασιού και των χαπιών που είχα πάρει με πήρε ο ύπνος.
Το πρωί στις 7 παρά τέταρτο ξύπνησα με το ξυπνητήρι που είχα βάλει στο κινητό μου. Μόλις ξύπνησα πήρα τηλέφωνο το ΑΤ Αγίας Βαρβάρας και είπα ότι κάποιοι άγνωστοι μπήκαν στο σπίτι μου, με είχαν ληστέψει και μου είχαν πάρει και την κόρη μου».
Όπως περιγράφει ο κατηγορούμενος, ένας αστυνομικός με τον οποίο υπηρετούσε μαζί του πριν συνταξιοδοτηθεί έφτασε μέσα σε λίγα λεπτά στο σπίτι του. «Είπα σε αυτόν την ιστορία που είχα φτιάξει στο μυαλό μου, πήγα το γιο μου στο σχολείο και ξαναγύρισα σπίτι όπου με περίμενε ο αστυνομικός (...) Ζητάω συγγνώμη για ακόμη μια φορά για το καλό που έκανα έγινε όμως κατά λάθος. Ποτέ δεν θα έκανα κακό στο ίδιο μου το παιδί. Έχω μετανιώσει και ζητάω συγγνώμη για αυτό που έγινε».
Μέσα σε τρεις μαύρες σακούλες
Ο αστυνομικός που βρήκε το πτώμα του παιδιού είχε αναφέρει στην κατάθεση του: «Πήγαμε στο σημείο που μας υπέδειξε ο κατηγορούμενος και βρήκαμε εντός κάδου απορριμμάτων μία μεγάλη μαύρη πλαστική σακούλα. Αφού ανοίξαμε αυτή τη σακούλα βρήκαμε μέσα της μία κόκκινη κουβέρτα και άλλη μία ίδια σακούλα δεμένη. Αφού ανοίξαμε αυτή τη σακούλα, είδαμε μέσα άλλη μία ίδια σακούλα δεμένη, την οποία ανοίξαμε και είδαμε το πτώμα της εξάχρονης».
Στην έκθεση αυτοψίας και κατασχέσεως που συμπεριλαμβάνεται στη δικογραφία αναφέρεται ότι το πτώμα της ανήλικης ήταν «κανονικά ενδεδυμένο με παντελόνι ροζ χρώματος, μακρυμάνικη μπλούζα κίτρινου χρώματος και φανέλα λευκού χρώματος, καθώς επίσης και κάλτσες γκρι-ροζ χρώματος. Επίσης φορούσε πάνα λευκού χρώματος, ενώ στα μαλλιά φορούσε λαστιχάκι ροζ χρώματος. Στα άνω και κάτω χείλη του πτώματος παρατηρήθηκαν εκχυμώσεις».
Συγκλονίζει η κατάθεση του ιατροδικαστή
Από την πλευρά του ο ιατροδικαστής ,στην κατάθεσή του, περιγράφει τα ευρήματα του: «Κατά την αυτοψία και την κλινική εξέταση που διενήργησα εξωτερικά στο πτώμα διαπίστωσα ότι έφερε θλαστικές εκχυμώσεις στο άνω και κάτω χείλος του στόματος. Στον πατέρα διαπιστώθηκε κατά την εξωτερική κλινική του εξέταση μία μικρή γραμμοειδής εσχαροποιημένη εκδορά στην πρόσθια επιφάνεια της αριστεράς πυχαιοκαρπικής άρθρωσηςκαι δύο μικρές εκδορές στρογγυλού σχήματος στη ραχιαία επιφάνεια της αριστερής χειρός».
Λίγες ώρες πριν ο 61χρονος ομολογήσει το αποτρόπαιο έγκλημα του, η σύζυγος του και μητέρα της εξάχρονης δήλωνε στην αστυνομία ότι επιθυμεί την ποινική δίωξη των άγνωστων δραστών. Είχε μόλις ενημερωθεί από το σύζυγο της ότι η μικρή αγνοείται. «Έχω σοκαριστεί και δεν ξέρω τον λόγο που πήρανε την κόρη μου. Δεν θεωρώ ότι ο σύζυγός μου έχει σχέση με αυτό» αναφέρει στην κατάθεση της.
Το Μικτό Ορκωτό Εφετείο δεν δέχτηκε τον ισχυρισμό του κατηγορούμενου περί μειωμένου καταλογισμού, ωστόσο, του αναγνώρισε το ελαφρυντικό του προτέρου έντιμου βίου επιβάλλοντας του, ομόφωνα, κάθειρξη 20 ετών και έξι μηνών για τα αδικήματα της ανθρωποκτονίας από πρόθεση σε ήρεμη ψυχική κατάσταση και της περιύβρισης νεκρού.