Τον έδειραν και τον άφησαν ημιλιπόθυμο στο δρόμο
Τόλμησε να πατήσει την κόρνα ώστε να απελευθερωθεί επιτέλους ο δρόμος από τους οδηγούς των δύο οχημάτων, που ανενόχλητοι είχαν στήσει «ψιλή» κουβέντα και βρέθηκε άγρια χτυπημένος στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο Ηρακλείου σύμφωνα με το cretapost.gr.
Σύμφωνα με την εφημερίδα «Πατρίς», ο λόγος για έναν 33χρονο αστυνομικό, ο οποίος, σύμφωνα με τη δικογραφία, δέχθηκε αλλεπάλληλα γρονθοκοπήματα στο πρόσωπο και στο σώμα αλλά και χτυπήματα με μαγκούρα στο κεφάλι, με αποτέλεσμα να πλημμυρίσει στο αίμα.
Ο ένστολος χρειάστηκε να μεταφερθεί αρχικώς στο Κέντρο Υγείας Μοιρών και εν συνεχεία στο εφημερεύον νοσοκομείο για περαιτέρω εξετάσεις.
Το περιστατικό είχε σημειωθεί στη Μεσσαρά και χθες ήταν η εκδίκαση της υπόθεσης ενώπιον του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Ηρακλείου με κατηγορούμενους τρεις νεαρούς από την περιοχή. Πρόκειται για δύο αδέρφια και έναν φίλο τους.
Ενόψει της εκδίκασης της υπόθεσης στο Δικαστικό Μέγαρο Ηρακλείου βρέθηκαν αρκετοί συνάδελφοι του 33χρονου σε ένδειξη συμπαράστασης αλλά και ο πρόεδρος της Ένωσης Αστυνομικών Υπαλλήλων Ν. Ηρακλείου κ. Γιώργος Πικράκης.
Όπως υποστηρίζει η πολιτική αγωγή δια του συνηγόρου κ. Γιώργου Κοκοσάλη, «η αναίτια, απρόκλητη και άνανδρη επίθεση που δέχθηκε ο 33χρονος σχετίζεται ευθέως με την αστυνομική του ιδιότητα».
Ο ίδιος ο παθόντας στην προανακριτική κατάθεση που έδωσε αμέσως μετά τον ξυλοδαρμό του ανέφερε μεταξύ άλλων ότι ο ένας εκ των τριών που του επιτέθηκαν, φώναζε: «κ@@@@, ήρθες στις Μοίρες και νομίζεις ότι θα μας γ@@@@ τι πατάς τις κόρνες».
Τι είχε συμβεί
Το συμβάν εκτυλίχθηκε σε κάθετο στενό δρόμο της κεντρικής οδού των Μοιρών, μέσω του οποίου κινήθηκε ο αστυνομικός για να επιστρέψει στο σπίτι του. Μαζί του στο αυτοκίνητο ήταν και ένα συγγενικό του πρόσωπο, το οποίο διαμένει στην Αθήνα και είχε έρθει στα πάτρια εδάφη για λίγες ημέρες.
Ο 33χρονος υποχρεώθηκε να σταματήσει το όχημα του, καθώς μπροστά του, στη μέση του δρόμου, ήταν ακινητοποιημένα δύο οχήματα.
«Περίμενα δέκα λεπτά και έπαιξα την κόρνα για να με αντιληφθούν και να ξεκινήσουν να φύγουν, δίχως όμως αποτέλεσμα. Περίμενα άλλα πέντε λεπτά και έπαιξα και πάλι την κόρνα».
Τότε, όπως περιγράφεται, κατέβηκε ο ένας νεαρός και βρίζοντας, άρχισε να χτυπάει το αυτοκίνητο του αστυνομικού, καλώντας τον να βγει από το αυτοκίνητο για να τον «τακτοποιήσει».
«Εγώ κατέβηκα από το αυτοκίνητο διότι είμαι από εκείνα τα μέρη και θεώρησα ότι δεν είχε καταλάβει ποιος είμαι. Πριν προλάβω να του μιλήσω άρχισε να με χτυπάει με μπουνιές στο πρόσωπο και στο σώμα».
Στη συνέχεια κατέφθασε και ο αδερφός του πρώτου, ο οποίος επίσης άρχισε να τον χτυπάει και να τον βρίζει για την ιδιότητα του.
Και σαν να μην έφθασαν αυτοί, στην… παρέα προστέθηκε και ο τρίτος. Ο αστυνομικός περιγράφει ότι τα δύο αδέρφια τον κρατούσαν όρθιο ώστε ο τρίτος κατηγορούμενος να τον χτυπήσει πολλές φορές στο κεφάλι με μία κατσούνα, ενώ οι άλλοι δύο συνέχιζαν να τον γρονθοκοπούν. Όταν τον άφησαν πια, ήταν σε ημιλιπόθυμη κατάσταση, μέσα στο αίμα, όπως περιγράφει ο συγγενής του, ο οποίος τον μετέφερε στο Κέντρο Υγείας.
Ο ίδιος προσπάθησε να παρέμβει για να ηρεμήσει η κατάσταση, αλλά οι κατηγορούμενοι τον έσπρωχναν. «Πρώτη φορά μου συμβαίνει κάτι τέτοιο. Η επίθεση ήταν αναίτια. Εμείς απλά επιστρέφαμε στα σπίτια μας. Παρά το ότι μας είχαν κλείσει το δρόμο, ούτε τους βρίσαμε, ούτε τους προκαλέσαμε και απλά περιμέναμε να κάνουν το αυτονόητο, δηλαδή να μας αφήσουν να περάσουμε αφού δεν υπήρχε άλλος δρόμος».
Η εκδίκαση της υπόθεσης αναβλήθηκε για τον Σεπτέμβριο λόγω κωλύματος του συνηγόρου υπεράσπισης.