«Με είχε δώσει η μάνα μου για να πάρει λεφτά, όλοι ήξεραν τι τράβαγα και κανείς δεν έκανε τίποτα»
Μέσα από την φυλακή μίλησε η 30χρονη μητέρα του βρέφους που κάηκε ζωντανό στο διαμέρισμα στη Βάρκιζα.
Η 30χρονη που προφυλακίστηκε για τον θάνατο του μικρού της κοριτσιού, το οποίο απανθρακώθηκε στο διαμέρισμα που διέμενε στην Βάρκιζα, μίλησε στην εκπομπή της Τατιάνας Στεφανίδου.
Μάλιστα, όπως αποκάλυψε μιλώντας στο «Μαζί σου», ένας από τους συντρόφους της θετής της μητέρας, την βίασε όταν ήταν 11 ετών.
«Γενικώς έχω περάσει δύσκολα. Όλα τα παιδικά μου βιώματα, δεν μπορούσα να αντέξω άλλο κι εκείνη την ημέρα ήθελα να βγω έξω οπωσδήποτε. Μιλάω για εκείνο το βράδυ. Είχα πάρει τον άνθρωπο με τον οποίο συγκατοικούσα και του είπα έλα να προσέχεις το παιδί γιατί θέλω να βγω έξω να πάρω αέρα. Πάντα όποτε του το έλεγα, ερχόταν. Του είχα εμπιστοσύνη. Δεν συνέβαινε συχνά αυτό, είχε γίνει κάνα δυο φορές ακόμα. Όταν έλεγε θα έρθω, ερχόταν. Τον ξέρω οκτώ χρόνια. Δεν είχαμε τίποτα, απλά συγκατοικούσαμε γιατί δεν είχε πού να μείνει. Το μόνο που υπήρχε ήταν ότι ήθελε να φροντίζει το παιδί, τίποτα παραπέρα», είπε αναφερόμενη στον φίλο της, οδηγό ταξί με τον οποίο συγκατοικούσε.
«Ο νέος μου σύντροφος, ενδιαφέρεται πραγματικά, είναι ένας άγγελος για μένα, στήριγμα. Μπορεί να είναι λίγο το χρονικό διάστημα που είμαστε μαζί, ήρθαμε όμως κοντά από την πρώτη στιγμή. Όταν βρισκόμασταν, το μωρό το άφηνα με τον συγκάτοικό μου. Δεν του είχα πει ότι συγκατοικώ με έναν άνθρωπο αναγκαστικά. Φοβόμουν ότι δεν θα το καταλάβαινε» τόνισε.
«Με είχε δώσει η μάνα μου για να πάρει λεφτά»
Για την παιδική της ηλικία, είπε: «Έμαθα ότι ήμουν υιοθετημένη. Με είχε δώσει η μάνα μου για να πάρει λεφτά. Όταν μετακομίσαμε στα 11 μου στη Βάρκιζα, το σπίτι ήταν μια τρέλα. Τσακωνόταν συνέχεια η μάνα μου με την γιαγιά μου, βριζόντουσαν, χτυπιόντουσαν. Ούτε να καθίσουμε να φάμε δεν μπορούσαμε.
Εν πάση περιπτώσει, είχαμε έναν άνθρωπο, τον οποίο φιλοξενούσε η μητέρα μου στο σπίτι. Αυτός, στην ηλικία των 11, μου επιδείκνυε τα γεννητικά του όργανα. Και με βίασε. Το είπα στη μητέρα μου, αλλά δεν έδωσε σημασία, δεν την ενδιέφερε. Μου είπε να φύγω από το σπίτι... Όλοι ήξεραν τι τράβαγα και κανείς δεν έκανε τίποτα.
Επειδή μου έδινε ό,τι ζητούσα, νόμιζε ότι θα με καλύψει συναισθηματικά. Εγώ είχα μεγάλο δέσιμο, την αγαπούσα. Αλλά αυτή δεν την ένοιαζε. Στο σχολείο με είχαν ξεφτιλίσει. Δεν πέρναγα καλά, δεν είχα παρέες, με κορόιδευαν. Στα 13 η γιαγιά μου πέθανε, όταν ήμουν 17 πέθανε και η μητέρα μου. Πήγα στο ορφανοτροφείο στα 17,5 κι έφυγα στα 18. Για μένα ήταν μια σωτηρία, ήταν λες και βρήκα οικογένεια.
Όταν έφυγα από το ίδρυμα, επέστρεψα στο σπίτι μου. Είχα μια σχέση με κάποιον για τέσσερα χρόνια. Η επιλογή του έγινε γιατί ήθελα ένα στήριγμα. Το πρώτο παιδί το έκανα στα 22 μου. Πάντα νόμιζα ότι έβρισκα τον ιδανικό σύντροφο στα μάτια των συντρόφων μου. Έκανα αυτό το λάθος. Ήθελα να είναι καλά το παιδί μου, αυτός ήθελε να το κρατήσει και το κράτησε.
Εγώ είχα κάτι περιουσιακά στοιχεία από τη μητέρα μου. Όμως μου άφησε πολλά χρέη, δεν μπορούσαν να αποπληρωθούν και είχα ένα εισόδημα 200 ευρώ από ένα σπιτάκι που έπαιρνα ενοίκιο για να επιβιώσω».