Ο εισαγγελέας πρότεινε την ενοχή του
«Δε μου μένει καμία αμφιβολία ότι ο κατηγορούμενος σκότωσε την κόρη του και στη συνέχεια την τεμάχισε». Σε αυτή την διαπίστωση κατέληξε ο εισαγγελέας του Μικτού Ορκωτού Εφετείου αναφερόμενος στον πατέρα της μικρής Άννυ που χάθηκε μέσα στο διαμέρισμα – σφαγείο τον Απρίλιο του 2015.
Της Μαρίας Ζαχαροπούλου
Ο εισαγγελικός λειτουργός σε μια αγόρευση- καταπέλτη χαρακτήρισε πρωτοφανή την υπόθεση και παραδέχτηκε πως όταν διάβασε την δικογραφία παρά την εμπειρία των 36 ετών χρειάστηκε να πάρει απόσταση ημερών από τα σοκαριστικά γεγονότα που καταγράφονται σε αυτή. «Πραγματικά μετά την πρώτη ανάγνωση της δικογραφίας, την έκλεισα, την άφησα και μετά από 15 μέρες την ξαναείδα. Δυσκολεύτηκα να πιστέψω ότι υπάρχουν άνθρωποι που κάνουν τέτοιες πράξεις.
Αφού πέρασα τη δοκιμασία του ανθρώπου και του πατέρα, είδα τα πράγματα όπως τα βλέπει ο εισαγγελικός λειτουργός» ανέφερε ο εισαγγελέας της έδρας συμπληρώνοντας
«Δεν έχω συναντήσει τέτοια περίπτωση. Κεντρικό πρόσωπο της υπόθεσης ένα κοριτσάκι που αντί να βρίσκεται στη θαλπωρή της πατρικής και μητρικής στοργής, είδε το κακό πρόσωπο από πολύ νωρίς. Είδε τους γονείς χώρια, με αντιπαλότητες μεταξύ τους και παρά την προσπάθεια να προσφέρουν όλα όσα επιθυμεί ένα παιδί, κάποια στιγμή αφαιρέθηκε η ζωή του πολύ νωρίς».
Ο εισαγγελέας εισηγήθηκε την ενοχή του πατέρα της 4χρονης Άννυ και εξέφρασε την βεβαιότητα πως το παιδί δολοφονήθηκε και τεμαχίστηκε με το ίδιο μαχαίρι.
«Όχι μόνο τα στοιχεία, αλλά και η ηθική λογική εκεί μας οδηγεί» τόνισε ο εισαγγελέας και συνέχισε «Δεν στέκει με τη λογική ο ισχυρισμός του κατηγορούμενου ότι είδε το παιδί μελανιασμένο κι έκρινε σαν ιατροδικαστής ότι είναι νεκρό, γιατί το σκότωσε ο ίδιος με το ίδιο μαχαίρι που το τεμάχισε».
Ο εισαγγελέας ήταν κατηγορηματικός ότι το έγκλημα τελέστηκε στο διαμέρισμα της Μιχαήλ Βόδα. «Οι τοίχοι και τα πατώματα είχαν αίματα. Εκεί έγινε η δολοφονία και ο τεμαχισμός της Άννυ» είπε και αντέκρουσε τον ισχυρισμό του κατηγορούμενου ότι το παιδί πέθανε από αναρρόφηση ενώ κοιμόταν. «Αφού λοιπόν το σκότωσε, ήθελε να εξαφανίσει τα ίχνη του κι έκρινε ότι πρέπει να το τεμαχίσει και να το βάλει σε σακούλες» υπογράμμισε και αναρωτήθηκε: «Υπήρχε λόγος να εξαφανίσει το πτώμα αν δεν ήταν υπαίτιος του θανάτου της;». Την απάντηση έδωσε ο ίδιος: «Δεν υπήρχε…».
Σε κλάματα ξέσπασε η μητέρα της Άννυ, που επίσης είναι κατηγορούμενη, στο άκουσμα στην απαλλακτική πρότασης του εισαγγελέα. «Δε στοιχειοθετείται το αδίκημα της θανατηφόρου έκθεσης ανηλίκου σε κίνδυνο. Δεν προέκυψε ότι γνώριζε ότι έθετε το παιδί της σε κίνδυνο, αφήνοντάς το στον πατέρα του. Πρέπει να κηρυχθεί αθώα» ανέφερε ο εισαγγελέας .
«Θα ήταν ένα από τόσα παιδιά που εξαφανίζονται»
Ο εισαγγελέας, ωστόσο, πρότεινε την απαλλαγή του δεύτερου κατηγορούμενου για την δολοφονία της άτυχης μικρής. Στην εισήγηση του ζήτησε την καταδίκη του φίλου του πατέρα της Άννυ μόνο για τον τεμαχισμό αναγνωρίζοντας πως δεν θα είχε ξετυλιχτεί το κουβάρι της υπόθεσης στην περίπτωση που εκείνος δεν είχε μιλήσει
«Το πτώμα δεν είχε βρεθεί και δεν θα υπήρχε καμία υποψία ότι συνέβη κάτι στο σπίτι, εάν ο κατηγορούμενος δεν έλεγε όσα του είχε εκμυστηρευτεί ο πατέρας της Άννυ, ότι δηλαδή το σκότωσε και το τεμάχισε.
Κάνεις μας δε θα ήταν εδώ σήμερα. Θα ήταν ένα από τόσα παιδιά που εξαφανίζονται. Από τα λεγόμενα του πατέρα της Άννυ δεν συμμετείχε στην ανθρωποκτονία. Φρονώ ότι παρά τους αντίθετους ισχυρισμούς του, συμμετείχε στον τεμαχισμό της Άννυ.
«Δεν είχα κίνητρο να σκοτώσω το παιδί μου»
Ο πατέρας της Άννυ στην διάρκεια της απολογίας του αρνήθηκε ότι δολοφόνησε το άτυχο παιδί στο διαμέρισμα-σφαγείο της Μιχαήλ Βόδα.
«Ακούστηκε ότι είμαι Χάνιμπαλ, ότι μαγείρεψα το παιδί και το έφαγα. Δεν έγινε ποτέ. Δεν είχα κίνητρο να σκοτώσω το παιδί μου» είπε επιμένοντας πως το μοιραίο πρωινό βρήκε την 4χρονη νεκρή και ανέλαβε την ευθύνη για ότι έγινε βγάζοντας από το κάδρο τον συγκατηγορούμενο φίλο του. «Έπαθα πανικό. Τρελάθηκα. Δεν ξέρω τι έγινε. Δεν είμαι δολοφόνος...» ισχυρίστηκε. Ο κατηγορούμενος είπε πως πρόθεση του ήταν να θάψει το παιδί αλλά δεν είχε φτυάρι. «Δεν ήθελα να τα κάνω όλα αυτά... Επειδή ήταν Πάσχα νόμιζα ότι το παιδί θα αναστηθεί. Έλεγα σήκω, σήκω αλλά γινόταν πιο σκληρό. Ήθελα να τη βάλω σε σακούλα αλλά το παιδί ήταν πέτρα και έσπασε. Αναγκάστηκα να κόψω κάποια κομμάτια και τα πήγα στα σκουπίδια. Σε μια στιγμή όλα κατέρρευσαν και φταίω εγώ για αυτό» ισχυρίστηκε.
«Δεν έχω σκοτώσει ούτε κοτόπουλο…»
Στην απολογία του ο φίλος του πατέρα της 4χρονης Άννυ αρνήθηκε την εμπλοκή του στη δολοφονία και τον τεμαχισμό του παιδιού ισχυριζόμενος ότι η δική του μαρτυρία, στις βουλγαρικές αρχές, στάθηκε η αφορμή για την αποκάλυψη της υπόθεσης.
«Λυπάμαι πραγματικά που το παιδάκι σήμερα δεν είναι μεταξύ μας. Όταν κατήγγειλα την υπόθεση στις βουλγαρικές αρχές δεν μπορούσα να ξέρω ότι θα βρισκόμουν στη θέση του κατηγορουμένου. Δεν έχω σκοτώσει ούτε κοτόπουλο και τώρα κατηγορούμαι ότι σκότωσα ένα μικρό παιδάκι» είπε. Ο κατηγορούμενος ισχυρίστηκε πως το μοιραίο πρωινό ο συγκατηγορούμενος του του ζήτησε να μην επιστρέψει στο σπίτι της Μιχαήλ Βόδα. «Το βράδυ εκείνης της ημέρας, πέρασα από το σπίτι για να πάρω τα πράγματά μου. Στην κουζίνα, σε ένα γκαζάκι είχε κατσαρόλα. Τον ρώτησα τι κάνει και μου είπε: ‘’φτερούγες για τον σκύλο’’. Έφυγα και πήγα στο σπίτι φίλου μου». Όπως είπε όταν επέστρεψε δυο ημέρες αργότερα τον ρώτησε που ήταν το παιδί και εκείνος του απάντησε ότι είχε πάει στη μητέρα του. «Ήταν σε άσχημη κατάσταση. Μετά από επίμονες ερωτήσεις, μου είπε αρχικά ότι το παιδί εξαφανίστηκε, αλλά μετά κλαίγοντας μου είπε ότι βρήκε το παιδί πεθαμένο με μπλε χείλη και το κορμάκι της ήταν παγωμένο. Φοβήθηκε πολύ και το έκανε κομματάκια και το πέταξε στα σκουπίδια».
Η μητέρα της Άννυ, η οποία κάθεται στο εδώλιο κατηγορούμενη για το κακούργημα της θανατηφόρας έκθεσης ανηλίκου σε κίνδυνο, υποστήριξε πως δεν ήταν η πρώτη φορά που φρόντιζε το παιδί. «Δεν ήταν η πρώτη φορά που έμεναν μόνοι τους. Το παιδί το πρόσεχε. Δεν ήταν επικίνδυνος.»
Πρωτόδικα, ο πατέρας της Άννυ καταδικάστηκε σε ισόβια και 3,5 χρόνια για την δολοφονία και τον τεμαχισμό της μικρής και τα αδικήματα της παράνομης οπλοκατοχής και της ηθικής αυτουργίας σε ψευδορκία. Ισόβια και 3 χρόνια επέβαλαν οι δικαστές στον νεαρό συγκατηγορούμενο φίλο του ενώ η μητέρα της καταδικάστηκε σε κάθειρξη 6 ετών, με αναστολή.