Πως κατάφερε να ξεφύγει από ενέδρα θανάτου και έκανε τον εαυτό του ρεπορτάζ
«Μια μοναδική εμπειρία, που με οδήγησε στο να ανακαλύψω κάποιες κρυφές δυνάμεις που είχα μέσα μου, σωματικές αλλά βασικά ψυχικές. Μια εμπειρία που χάραξε μονοπάτια, άνοιξε πόρτες μέσα στον λαβύρινθο της ψυχής μου, με έκανε να βουτήξω βαθιά μέσα σε αχαρτογράφητα νερά. Και με έκανε να καταλάβω πως τα πιο αχαρτογράφητα νερά βρίσκονται μέσα στην ψυχή μας».
Με αυτό τον τρόπο, κάθιδρος και φορτισμένος, ο καταξιωμένος φωτογράφος Γιάννης Μπεχράκης, που έφυγε από τη ζωή το Σάββατο, είχε περιγράψει στην TEDx Athens, πριν από λίγα χρόνια τη συγκλονιστική εμπειρία του στη Σιέρα Λεόνε, στη Δυτική Αφρική.
Ήταν το 2000, ο ίδιος ήταν 40 ετών όταν βρέθηκε εκεί, και είναι σε εξέλιξη ο εμφύλιος πόλεμος στη χώρα και οι αντάρτες του RUF- Revolutionary United Front έχουν καταλάβει τα αδαμαντωρυχεία. «Η κατάσταση είναι τραγική, οι Βρετανοί στέλνουν ειδικές δυνάμεις για να προστατεύσουν την πρωτεύουσα και να βοηθήσουν τους Βρετανούς και άλλους ξένους υπηκόους να φύγουν από τη χώρα» αφηγείται. Όπως εξηγεί, ο RUF αρπάζει ανθρώπους και τους ακρωτηριάζει ενώ κάνει κι ένα «μοντέρνο παιδομάζωμα», μετατρέποντας παιδιά 6 - 12 ετών σε μηχανές θανάτου.
«Είμαστε δύο αυτοκίνητα, τέσσερις δημοσιογράφοι και πέντε στρατιώτες, προχωράμε να συναντήσουμε κάποιους που θα μα;ς βοηθήσουν να φτάσουμε στην πόλη όπου γίνονται οι μεγάλες μάχες. Είμαστε εγώ, ο Κερτ, ένας αγαπημένος μου φίλος και συνάδελφος, ο καμεραμάν Μαρκ και ο Μιγκέλ, ένας συνάδελφος από το Associated Press. Έπειτα από πέντε χιλιόμετρα πέφτουμε σε ενέδρα. Αρχίζω και βλέπω τα πρόσωπά τους, (των ανταρτών), βγαίνουν από τη ζούγκλα και πυροβολούν το αυτοκίνητο, οι σφαίρες σφυρίζουν παντού, κομμάτια από αίμα, σάρκα, μεταλλικά αντικείμενα και γυαλιά με χτυπούν. Λέω στον Κερτ "κάνε κάτι, φύγε", και καταλαβαίνω πως είναι νεκρός. Θέλω να βγω από το αυτοκίνητο, χτυπάω τον στρατιώτη δεξιά μου για να βγω, καταλαβαίνω πως είναι κι αυτός νεκρός. Περιμένω τη σφαίρα που θα φάω εγώ. Αρχίζω και κάνω κάποιες σκέψεις, ο χρόνος έχει σταματήσει. Περιμένω να φάω κι εγώ μια σφαίρα, σκέφτομαι πως ελπίζω να φάω μία στο κεφάλι και να πεθάνω, όχι μία στο στομάχι και να υποφέρω. (...) Το αυτοκίνητο ακυβέρνητο συνεχίζει σιγά σιγά προς την ενέδρα και πέφτει σε ένα χαντάκι. Ο Μαρκ μπροστά δεξιά μου έχει τραυματιστεί, ανοίγει την πόρτα και τρέχει προς τη ζούγκλα, πηδάω κι εγώ έξω από το αυτοκίνητο. Έχω πάρει μαζί μου τις φωτογραφικές μου μηχανές, γιατί είναι η αρρώστια μου, δυστυχώς χάνω τη μία. Οι σφαίρες συνεχίζουν, γίνεται μάχη, εκρήξεις, αντιαρματικά όπλα, χειροβομβίδες... Είναι αλήθεια, δεν είναι Χόλιγουντ. Τρέχω να μπω κι εγώ στη ζούγκλα. Σχεδόν σκοντάφτω στην κάμερα του Μαρκ που είναι γεμάτη αίματα. Αισθάνομαι πως πλέω σε μια πισίνα με αδρεναλίνη, αισθάνομαι την κάθε μου αναπνοή, την κάθε σκέψη, είμαι σε άλλη διάσταση. Είμαι σίγουρος πως θα πεθάνω, αλλά δεν θέλω. Βγαίνω, τρέχω και μπαίνω μέσα στη ζούγκλα, τηυ διασχίζω, δεν ξέρω πώς έγιναν όλα αυτά. Τα κλωνάρια μου σκίζουν το πρόσωπο και το σώμα. Ακούω ανθρώπους να τρέχουν, ουρλιαχτά, φωνές, πυροβολισμούς, η κατάσταση είναι χαοτική. Κάποια στιγμή αρχίζω και αναπνέω και σκέφτομαι ότι κάτι πρέπει να κάνω για να φύγω από αυτό. Και τότε υπάρχουν οι δύο Γιάννηδες, ο ένας λέει "πού πήγες κι έμπλεξες, δεν άκουγες τη μανούλα σου που σου έλεγε μην μπλέξεις". Ο άλλος λέει "εσύ, φίλε, είσαι φτιαγμένος γι' αυτά". Η κατάσταση είναι τρελή. Ο ένας Γιάννης λέει είναι καιρός να βάλεις τα κλάματα, να ζητήσεις τη μαμά σου. Ο άλλος λέει μα τι είναι αυτά που λες, σε έχουν πυροβολήσει τόσες φορές. Απλώς αυτή τη φορά με πυροβολούσαν πολλοί για πολλή ώρα και ήθελαν να σκοτώσουν εμένα. Θέλω να κλάψω αλλά δεν με αφήνει το πείσμα μου. Και λέω τώρα πρέπει να κάνω κάτι για να επιβιώσω» είναι η χειμαρρώδης αφήγησή του.
Κι έρχεται η στιγμή που λέει: «Θέλω να πεθάνω, δεν θέλω να γίνω ρεζίλι, θέλω να πεθάνω. Αν δω ότι δεν θα ξεφύγω θα ορμήσω πάνω τους, θα αυτοκτονήσω, πώς θα το κάνω; Έχω μόνο μια φωτογραφική μηχανή, θα την κοπανήσω στο κεφάλι μου. Κι εκεί με πιάνουν τα γέλια. Το γέλιο μού έδωσε αυτοπεποίθηση».
Μέσα στον χαμό, επιστρέφουν οι στρατιώτες που πήγαινε να βρει κι αρχίζουν κι αυτοί να πυροβολούν, εκείνος είναι χωμένος μέσα στη ζούγκλα και ούτε βλέπει ούτε τον βλέπουν. «Είμαι όμως δυνατός, το 'χω. Περνάνε οι σφαίρες και ξαφνικά βλέπω δύο τεράστιες σαρανταποδαρούσες να περνούν από μπροστά μου και σκέφτομαι εκείνη τη στιγμή πως είναι οι μόνοι μου φίλοι και γαληνεύω» αφηγείται ο Γιάννης Μπεχράκης.
«Αρχίζω και περπατάω, σκέφτομαι πως δεν ξαναμπαίνω στη ζούγκλα, σκέφτομαι πως πιθανόν ήρθε η ώρα να κάνω το τελευταίο μου ρεπορτάζ. Και τραβάω τον εαυτό μου» περιγράφει. Και αυτή είναι η φωτογραφία.