Κατατέθηκε η επίσημη υποψηφιότητα ένταξης του πάλαι ποτέ τόπου εξορίας των λεπρών στον Κατάλογο Μνημείων Παγκόσμιας Κληρονομιάς
Κατατέθηκε και επίσημα στην UNESCO ο φάκελος υποψηφιότητας για την ένταξη της Σπιναλόγκας στον Κατάλογο Μνημείων Παγκόσμιας Κληρονομιάς που προστατεύονται από τα Ηνωμένα Έθνη.
Το ελληνικό Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού κατέθεσε στις 25 Ιανουαρίου την επίσημη υποψηφιότητα στο Κέντρο Παγκόσμιας Κληρονομιάς.
Στις 27 Σεπτεμβρίου του περασμένου έτους είχε κατατεθεί και ο προκαταρκτικός φάκελος για την ένταξη του πάλαι ποτέ «νησιού των λεπρών» στη λίστα προστασίας των παγκόσμιων μνημείων.
Στον Κατάλογο Παγκόσμιας Κληρονομιάς έχουν ενταχθεί μέχρι σήμερα 18 ελληνικά μνημεία/χώροι, με τελευταία εγγραφή εκείνη του Αρχαιολογικού Χώρου των Φιλίππων, το 2016.
Όπως αναφέρεται και στο φάκελο, η Σπιναλόγκα, μία νησίδα έκτασης 85 στρεμμάτων, βρίσκεται στο στόμιο του φυσικού λιμένα της Ελούντας, στην Περιφερειακή Ενότητα Λασιθίου Κρήτης. Η νησίδα τειχίστηκε κατά την αρχαιότητα για την προστασία της αρχαίας πόλης του Ολούντος. Περί τα τέλη του 16ου αιώνα, οι Ενετοί οικοδόμησαν εκεί ένα από τα σημαντικότερα επιθαλάσσια προμαχωνικά οχυρά της Μεσογείου, σε σχέδια ορισμένων από τους πιο διάσημους μηχανικούς της Βενετίας. Ως λιμάνι η Σπιναλόγκα, λόγω της γεωγραφικής θέσης της, αποτέλεσε σταυροδρόμι επικοινωνίας ανθρώπων και πολιτισμών, καθώς διευκόλυνε όχι μόνο το εμπόριο, αλλά και τη διακίνηση ιδεών και τεχνών μεταξύ Δύσης και Ανατολής. Κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα το νησί φιλοξένησε τον μεγαλύτερο οθωμανικό οικισμό της Ανατολικής Κρήτης μετά τον Χάνδακα. Το 1903 η Κρητική Πολιτεία ίδρυσε Λεπροκομείο στη Σπιναλόγκα: εκατοντάδες άνθρωποι εξαναγκάστηκαν να ζήσουν απομονωμένοι εκεί έως το 1957 οπότε το Λεπροκομείο έκλεισε. Η διαδικασία θεσμικής προστασίας της νησίδας, με τον χαρακτηρισμό της ως αρχαιολογικού χώρου, ξεκίνησε τη δεκαετία του 1970.
Tο Φρούριο Σπιναλόγκας εντάχθηκε στον Ενδεικτικό Κατάλογο της Ελλάδας το 2014.
Το νησί των λεπρών εξελίσσεται σε δημοφιλή τουριστικό προορισμό
Η Σπιναλόγκα ήταν πάνω από μισό αιώνα ένας στιγματισμένος και σημαδεμένος τόπος, από θλίψη, οδύνη και βάσανα, καθώς εκεί μεταφέρονταν και παρέμεναν οι λεπροί.
Σήμερα, το νησί έχει αναδειχθεί σε έναν από τους δημοφιλέστερους τουριστικούς προορισμούς αρχαιολογικού ενδιαφέροντος στην Κρήτη, προσελκύοντας Έλληνες και ξένους επισκέπτες. Μάλιστα, είναι ο δεύτερος σε επισκεψιμότητα αρχαιολογικός χώρος της Κρήτης μετά από την Κνωσό και από τους πρώτους σε εισπράξεις.
Η πρόσβαση στη Σπιναλόγκα γίνεται με τουριστικά σκάφη από τον Άγιο Νικόλαο, την Ελούντα και την πολύ κοντινή στο νησί Πλάκα καθώς και με ιδιωτικά πλωτά μέσα. Τα δρομολόγια είναι καθημερινά και οι πληρότητες των πλοιαρίων πολύ υψηλές.
Η ιστορία της νησίδας πάνω στην οποία από την Ελληνιστική περίοδο υπήρχαν οχυρώσεις άρχισε να γράφεται από την εποχή της Ενετοκρατίας όταν και χτίστηκε εκεί ένα από τα πλέον ισχυρά κάστρα της εποχής.
Το 1715 με την κατάληψη από τους Τούρκους δημιουργείται ο πρώτος οικισμός. Κατά τα μέσα του 19ου αιώνα στη νησίδα συγκεντρώνεται μεγάλος αριθμός κατοίκων, στην πλειονότητά τους έμποροι και ναυτικοί, που επωφελούμενοι από την ασφάλεια του οχυρωμένου οικισμού εκμεταλλεύονται τους εμπορικούς δρόμους της Ανατολικής Μεσογείου.
Από το 1897 στο νησί και για περίπου ένα έτος στη Σπιναλόγκα εγκαταστάθηκαν γαλλικές στρατιωτικές δυνάμεις. Από την περίοδο της Κρητικής πολιτείας το νησί αλλάζει μορφή. Από το 1903 έως και το 1957 η ιστορία του είχε γραφτεί με το μελάνι του πόνου και με ιστορίες ανθρώπων που βίωναν τη βαριά για την εποχή ασθένεια καθώς είχε αναγνωρισθεί ως Διεθνές Λεπροκομείο.
Ενδεικτικό της απομόνωσης του νησιού είναι ότι κατά την περίοδο της γερμανικής και ιταλικής κατοχής της Κρήτης, πάνω σε αυτό δεν πάτησε η μπότα του κατακτητή και η παρακολούθηση του νησιού γινόταν από το κοντινό χωριό της Πλάκας.
Ωστόσο ακόμα και εκείνη την δύσκολη περίοδο μέσα από το νησί βγήκαν φωτεινά πρόσωπα που με το πνεύμα τους αντανακλούσαν και έστελναν το μήνυμα της ελπίδας.