Μηχανή ανάπτυξης για όλη την περιοχή χαρακτηρίζει τη Συμφωνία
«Αν μπορούμε να επιλύσουμε τα προβλήματα μας με επωφελή για εμάς τρόπο και να τους βοηθήσουμε να μπουν στη διαδικασία ένταξης στην ΕΕ, αυτό θα έχει πολλαπλά πολιτικά και οικονομικά οφέλη, θα γίνει μια "μηχανή" ανάπτυξης για όλη την περιοχή, ενώ το κέντρο της περιοχής οικονομικά και πολιτικά και ιστορικά είναι η Βόρεια Ελλάδα, είναι η Θεσσαλονίκη», τόνισε μιλώντας στον ραδιοφωνικό σταθμό του ΑΠΕ- ΜΠΕ «Πρακτορείο 104,9 FM», o Ιωάννης Αρμακόλας, επίκουρος καθηγητής του Πανεπιστημίου Μακεδονίας και επικεφαλής του Προγράμματος Νοτιοανατολικής Ευρώπης του ΕΛΙΑΜΕΠ (Ελληνικό Ίδρυμα Ευρωπαϊκής και Εξωτερικής Πολιτικής).
Την ίδια ώρα, πάντως, τόνισε πως είναι «δύσκολο να το μετρήσει κάποιος αυτό (σ.σ.: το τι θα μπορούσε να αποφέρει στο επίπεδο της οικονομίας και της συνεργασίας η επίλυση του ζητήματος) και να το κατανοήσει αν δεν φανταστεί ένα μέλλον, μετά από 10, 20, 30 χρόνια, όταν τα Βαλκάνια θα είναι σαν την Ιβηρική Χερσόνησο κατά κάποιον τρόπο, με φιλικές και στενές οικονομικές σχέσεις». Σε ό,τι αφορά, δε, τις δυνατότητες που ανοίγονται σε επίπεδο συνεργασιών πρόσθεσε πως πρέπει να δούμε οραματικά λίγο πιο μακριά και να μη βλέπουμε τις σχέσεις μας με τους γείτονες μονίμως ως πηγή εντάσεων, συγκρούσεων, απειλών. «Είναι αδύναμες χώρες, ψάχνουν ένα αποκούμπι, έναν τρόπο συνεργασίας με εμάς για να μπούνε και αυτοί σε έναν δρόμο ανάπτυξης, πρέπει να τους βοηθήσουμε», σημείωσε.
«Δυστυχώς», πρόσθεσε, «είμαστε σε μια γειτονιά η οποία είναι "δύσκολη". Δεν ζούμε ούτε στην Ιβηρική Χερσόνησο, ούτε κοντά στο Βέλγιο και την Ολλανδία. Είμαστε σε μια δύσκολη γειτονιά, δίπλα στην Τουρκία, που είναι ένας απρόβλεπτος και πολύ προβληματικός πλέον γείτονας, ο οποίος μας απειλεί και σε πολλά θέματα, δίπλα στη Μέση Ανατολή, δίπλα σε κράτη υπό κατάρρευση, όπως η Λιβύη, και δεν έχουμε την πολυτέλεια η γειτονιά μας να μην είναι σταθερή πολιτικά και οικονομικά. Αυτό είναι προβληματικό».
«Πρέπει να πω ότι αν δείτε ένα προς ένα αυτά που προβλέπει η Συμφωνία των Πρεσπών είναι πάρα πολύ κοντά σε αυτά που ζητούσε κι επιδίωκε όλα τα προηγούμενα χρόνια η ελληνική πλευρά και δεν μπορούσε να τα πετύχει, ακριβώς γιατί στην άλλη πλευρά, στα Σκόπια, είχαν μια ηγεσία ακραία εθνικιστική, με την οποία η ελληνική πλευρά δεν μπορούσε να συνεννοηθεί» σημείωσε, ενώ πρόσθεσε επί του θέματος πως "σε μεγάλο βαθμό - όχι φυσικά 100%, κάτι τέτοιο δεν υπάρχει σε αυτά τα πράγματα, επιλύονται σειρά προβλημάτων, δεν θα πω όλα, που απασχολούσαν την ελληνική διπλωματία όλα τα προηγούμενα χρόνια».
Επιπλέον, ο επίκουρος καθηγητής του ΠΑΜΑΚ τόνισε πως «δημιουργείται ένα πλαίσιο στρατηγικής πλέον σχέσης με αυτή τη χώρα η οποία είναι τόσο σημαντική γεωπολιτικά για την Ελλάδα, και φυσικά θα επιλυθούν στο πλαίσιο της διαδικασίας ένταξης στην ΕΕ της γειτονικής χώρας, όπου η Ελλάδα και πάλι έχει τεράστια ισχύ σε σχέση με τους γείτονες. Στο πλαίσιο της διαδικασίας ένταξης στην ΕΕ, η Ελλάδα έχει δεκάδες δυνατότητες να μπλοκάρει τη διαδικασία της γειτονικής χώρας αλλά και να την πιέσει να επιλυθούν ακόμη περισσότερα προβλήματα», πρόσθεσε απαντώντας σε ερωτήματα επί των διαδικασιών που ακολουθούν για τη γειτονική χώρα.
Η ενδιάμεση συμφωνία και τα δεδομένα που δημιούργησε
Στην πορεία των ετών υπήρξαν «μαθήματα της προηγούμενης εικοσαετίας που νομίζαμε όλοι ότι τα έχει "πάρει" και η ελληνική πολιτεία και η ελληνική κοινωνία, αλλά φαίνεται ότι τώρα ξεχάστηκαν», σχολίασε σε ό,τι αφορά τις εξελίξεις ο κ. Αρμακόλας, που ταυτόχρονα επισήμανε πως υπάρχει ενδεχομένως μια εσφαλμένη εντύπωση στο γενικό κοινό πως η εφαρμογή της ενδιάμεσης συμφωνίας δεν έχει επιτελέσει έναν ρόλο για το ζήτημα διεθνώς. «Η ενδιάμεση συμφωνία δεν ήταν απλώς μια προσωρινή συμφωνία, η οποία καθόριζε τις σχέσεις μεταξύ των δύο πλευρών από το 1995 και μετά. Δεν ήταν μόνο μια προσωρινή συμφωνία η οποία ήταν ακριβώς προσωρινή μέχρι την επίλυση του ζητήματος, ήταν μια συμφωνία η οποία σε τελική ανάλυση δεν λειτούργησε προς όφελος της Ελλάδας», εξήγησε, ενώ δεν παρέλειψε να επαναφέρει την αντίληψη ότι από τότε που υπογράφηκε η ενδιάμεση συμφωνία, που «μάλιστα υπογράφηκε και με μεγάλη δυσκολία, καθώς η Ελλάδα ήταν τότε σε δεινή διαπραγματευτική θέση», αναγνώρισαν τη γειτονική χώρα ως «Δημοκρατία της Μακεδονίας» περισσότερες από 140 χώρες. Επίσης, διεθνώς τα τελευταία 25 χρόνια «ο όρος Μακεδονία έχει πλέον καθιερωθεί σχεδόν σε βαθμό μονοπώλησης από τη γειτονική χώρα σε διεθνές επίπεδο», τόνισε ο κ.Αρμακόλας.
«Κάθε χρόνος που περνάει, η κατάσταση γίνεται όλο και πιο δύσκολη και σε επίπεδο εδραίωσης της εικόνας ότι η Μακεδονία είναι μια και (αυτή) είναι η άλλη, όχι η δική μας όπως είναι το σωστό, αλλά και η διαπραγματευτική θέση της Ελλάδας γίνεται όλο και δυσκολότερη», προσθέτει ο κ. Αρμακόλας, απαντώντας σε ερώτημα σχετικά με τις επιπτώσεις ενδεχόμενης διατήρησης του προϋπάρχοντος status quo για τη χώρα μας.
Πώς φτάσαμε στη συγκεκριμένη Συμφωνία των Πρεσπών και τι αποφέρει στην Ελλάδα
Πρόκειται, όπως τόνισε ο καθηγητής, «για μια τεράστια αλλαγή στη γειτονική χώρα», η οποία «πρέπει να κατανοηθεί από όλους». «Μιλάω ανοιχτά - δεν ανήκω ούτε στο κυβερνητικό στρατόπεδο, ούτε σε αυτό της αντιπολίτευσης και ομιλώ καθαρά ως επιστήμονας- (σ.σ. όταν λέω πως) δεν είναι η διαπραγματευτική δεινότητα ούτε του κυρίου Κοτζιά (που έφερε αυτό το αποτέλεσμα), ούτε οι προηγούμενες κυβερνήσεις ήταν λιγότερο "καλές" στις διαπραγματεύσεις. Αυτό που άλλαξε είναι ότι επιτέλους βρέθηκε στη γειτονική χώρα μια κυβέρνηση συνεννοήσιμη, με την οποία μπορούμε με ευνοϊκό τρόπο να επιλύσουμε τα προβλήματά μας και να χτίσουμε μια σχέση συνεργασίας που θα είναι προς όφελος και των δύο πλευρών και ειδικά προς όφελος της Ελλάδας θα έλεγα», τόνισε ο κ.Αρμακόλας.