Τι λέει το βούλευμα του Δικαστικού Συμβουλίου για τα φερόμενα ως μέλη του κυκλώματος
Σοβαρές ενδείξεις ενοχής για τους κατηγορούμενους ως μέλη του κυκλώματος λαθρεμπορίας χρυσού εντοπίζει το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών της Αθήνας το οποίο άναψε το πράσινο φως για την αποφυλάκιση τους.
Οι δικαστές, στο βούλευμα τους, πιθανολογούν πως έχουν διαπραχθεί από τους κατηγορούμενους αξιόποινες πράξεις και επικαλούνται το γεγονός ότι για το χρυσό και το ασήμι που κατασχέθηκε δεν προσκομίστηκαν παραστατικά για την προέλευση τους και την καταβολή φόρων «με αποτέλεσμα να νοούνται ως λαθρεμπορεύματα». «Η κρίση του Συμβουλίου περί της ύπαρξης σοβαρών ενδείξεων ενοχής σε βάρος τους δεν αναιρείται από κανένα αποδεικτικό μέσο ούτε από τα έγγραφα της ΑΑΔΕ. Και τούτο, διότι η γενική διεύθυνση τελωνείων δεν αναφέρεται στην εξαγωγή λαθρεμπορευμάτων από τη χώρα που αποτελεί εν προκειμένω το κρινόμενο ζήτημα. Δεν κλονίζονται δηλαδή από το περιεχόμενο των εγγράφων ούτε από κανένα άλλο αποδεικτικό μέσο» αναφέρεται χαρακτηριστικά στο βούλευμα.
Ωστόσο, το αρμόδιο Δικαστικό Συμβούλιο αποφαίνεται πως δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις για να παραμείνουν στη φυλακή οι οκτώ κατηγορούμενοι, μεταξύ των οποίων και ο γνωστός από τις τηλεοπτικές του εμφανίσεις, ενεχυροδανειστής. «Επειδή διαθέτουν μόνιμη και σταθερή διαμονή, δεν έχουν κάνει προπαρασκευαστικές ενέργειες για να διευκολύνουν τη φυγή τους από τη χώρα, ούτε υπήρξαν φυγόποινοι ή φυγόδικοι, ούτε έχουν καταδικαστεί αμετάκλητα για ομοειδείς αξιόποινες πράξεις κρίνει ότι δεν είναι αναγκαία στο στάδιο αυτό η προσωρινή τους κράτηση λαμβανομένου υπόψη ότι μόνο η βαρύτητα των πράξεων δεν αρκεί για την επιβολή της προσωρινής κράτησης» τονίζεται στο δια ταύτα των δικαστών.
Δομημένη οργάνωση με διακριτούς ρόλους
Στην εισήγηση της εισαγγελέως Αικατερίνης Τσιρώνη, η οποία συμπεριλαμβάνεται στο βούλευμα, αναφέρεται αναλυτικά η δράση της οργάνωσης ενώ γίνεται λόγος για δομημένη ομάδα , με διακριτούς ρόλους. Όπως αναφέρει η εισαγγελική λειτουργός «Οι αρχηγοί της ομάδας μέσω της αφθονίας των οικονομικών μέσων που διέθεταν, χρηματοδοτούσαν καθημερινά τα μέλη της με σκοπό την αγορά σχεδόν του συνόλου του χρυσού και οι οικονομικά εξαθλιωμένοι συμπολίτες μας, ένεκα της οικονομικής κρίσης που βιώνει η χώρα μας, ενεχυρίαζαν ή πωλούσαν σε καταστήματα χορήγησης πιστώσεων επ' ενεχύρω ή αγορά χρυσού, πέραν όμως τούτον, προδήλως αγόραζαν και κατείχαν χρυσό από άγνωστες πηγές, ο οποίος ήταν προϊόν παράνομης εισαγωγής από τρίτες χώρες του εξωτερικού μη ανήκουσες στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης τον οποίο κατείχαν και διακινούσαν εντός της χώρας μας παρανόμως και εν γνώσει της λαθραίας προελεύσεως του καθώς και προϊόν διακεκριμένων κλοπών , τοκογλυφίας ή αποδοχής προϊόντων εγκλήματος». Μάλιστα, η εισαγγελέας επισημαίνει ότι η πεποίθηση της ενισχύεται «από το γεγονός ότι κατά τη σύλληψη τους και την απολογία τους (σ.σ. οι κατηγορούμενοι) ουδόλως διέθεταν ή προσκόμισαν νόμιμα παραστατικά της κατοχής των πλακών χρυσού και αργυρού που κατείχαν , ήτοι τιμολόγια ή άλλα αποδεικτικά εισαγωγής χρυσού ή αργυρού από την αλλοδαπή ή αγορά του από την ημεδαπή , προκειμένου να αποδείξουν τη νόμιμη προέλευση του».
Επιπλέον επικαλείται ότι:
- Στο σπίτι του ενεχυροδανειστή κατασχέθηκε μεγάλη ποσότητα αργυρού σε πλάκες τα οποία ήταν στην κατοχή του χωρίς τα απαραίτητα παραστατικά.
- Οι κατηγορούμενοι εξήγαγαν χρυσό και αργυρό στην Τουρκία χωρίς να ακολουθούν τη νόμιμη οδό με αποτέλεσμα να προκαλείται ζημία στα κρατικά ταμεία.
- Ξέπλεναν το βρόμικο χρήμα αγοράζοντας πολυτελείς κατοικίες, οικόπεδα, αυτοκίνητα και σκάφη , ιδρύοντας ή επεκτείνοντας επιχειρήσεις
- Λάμβαναν μέτρα προστασίας για να μην γίνουν αντιληπτοί από τις αρχές και χρησιμοποιούσαν ακόμη και στις τηλεφωνικές τους συνομιλίες αργκό ενώ είχαν «μοιράσει» ρόλους για να δρουν κάτω από νόμιμο μανδύα ανενόχλητοι.
«Αντικείμενο δράσης τους ήταν η διαχείριση μεγάλων ποσοτήτων χρυσού που προέρχονταν από την τήξη άγνωστης προελεύσεως κοσμημάτων, λιρών και άλλων τιμαλφών τα οποία είχαν περιέλθει στην κατοχή τους από αδιευκρίνιστη αιτία , ήτοι μέσω εισαγωγής χρυσού, αγορών ή ενεχυριάσεων ή με άλλους παράνομους τρόπους που κατέληγε στην ομάδα τους μέσα από ευρύ δίκτυο χωρίς να κινδυνεύουν από τυχαίους ελέγχους , αφού υπήρχε νομιμοφανής επιχείρηση με παρεμφερές αντικείμενο , κοινή με αυτή του χώρου διεύθυνσης της ομάδας τους που λειτουργούσε καθημερινά εκτός της Κυριακής , διακινώντας σε ημερήσια βάση μεγάλα χρηματικά ποσά που ξεπερνούν τις 400.000 ευρώ» αναφέρει χαρακτηριστικά.
Σε άλλο σημείο της πρότασης της επισημαίνει: «Άπαντες οι κατηγορούμενοι τέλεσαν όλες τις πράξεις εκ προθέσεως και από κερδοσκοπία , με σκοπό να αποκρύψουν και να συγκαλύψουν την αληθή προέλευση , διάθεση και διόκνηση της περιουσίας που κατείχαν καθώς δέχτηκαν στην κατοχή τους, απέκτησαν και καταστάθηκαν οπωσδήποτε δικαιούχοι λαθραίων περιουσιακών στοιχείων ιδιαίτερα μεγάλης αξίας που προέρχονται από εγκληματικές δραστηριότητες» (…) «Από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της δράσης των κατηγορουμένων προέκυψε ότι αυτοί προέβησαν σε συγκρότηση και εν συνεχεία ένταξη σε δομημένη και με διαρκή δράση εγκληματική οργάνωση η οποία επιδιώκει την διάπραξη περισσοτέρων κακουργημάτων με οικονομικό όφελος και δη αυτά της λαθρεμπορίας και της τοκογλυφίας.
Γίνεται αντιληπτό ότι στις ημέρες της οικονομικής κρίσης και των Μνημονίων που βιώνει η Ελλάδα κατά την τελευταία δεκαετία βρήκαν ευχερές πεδίο δράσεως άνθρωποι οι οποίοι δεν διαθέτουν το ηθικό έρεισμα και υπόβαθρο και χαρακτηριζόμενοι από πλεονεξία και διάθεση ευκαιριακού πλουτισμού μέσω παρανόμων τεχνασμάτων και ενεργειών και υπο την προνομιακή θέση που κατέχουν αναζητούν τρόπους οικονομικής εκμετάλλευσης των συνανθρώπων μας. Επ αφορμήν αυτής ακριβώς της δράσεως η οποία τείνει να αποτελέσει κοινωνική μάστιγα η οποία βασανίζει τα ελληνικά νοικοκυριά, ο νομοθέτης επεδίωξε να προστατεύσει το κοινωνικό σύνολο εισάγοντας με το νόμο 4557/2018 «περί πρόληψης και καταστολής της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης τρομοκρατίας» , από την αιτιολογική έκθεση του οποίου προέκυψε η ανάγκη επέκτασης του πεδίου εφαρμογής του σε επαγγελματικούς κλάδους συμπεριλαμβάνοντας τους ενεχυροδανειστές και αργυραμοιβούς , γεγονός το οποίο επιρρωνύει την πεποίθηση ότι αφενός οι πολίτες όλης της Ευρώπης πρέπει να τυγχάνουν ιδιαίτερης προστασίας κατά τις συναλλαγές τους αλλά και το κράτος να μπορεί να ελέγχει τη δράση αυτών των ιδιαίτερων επιχειρηματικών δραστηριοτήτων».
Η εισαγγελική λειτουργός η οποία εισηγήθηκε την αποφυλάκιση των κατηγορουμένων, απαντώντας στις αιτιάσεις ότι δεν υφίσταται στην συγκεκριμένη υπόθεση το αδίκημα της λαθρεμπορίας υπογραμμίζει ότι «τα προκύψαντα θέματα , οι προβληματισμοί και οι αμφιβολίες που ανέκυψαν σχετικώς με τις διαδικασίες και την νομιμότητα της εξαγωγής του χρυσού από τη χώρα και ειδικότερα αναφορικώς με το εριζόμενο ζήτημα , εάν η εξαγωγή χρυσού, χωρίς τις νόμιμες διαδικασίες, αποτελεί τελωνειακή παράβαση και όχι το αδίκημα της λαθρεμπορίας, επιδέχονται επιλύσεως μόνον κατά τη διάρκεια της κύριας ανάκρισης και ως εκ τούτου φρονώ ότι θα πρέπει να γίνουν δεκτές οι προσφυγές των κατηγορουμένων».
«Υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις ενοχής»
To δικαστικό συμβούλιο στο πολυσέλιδο βούλευμα του αναφέρει ότι «με βάση τα πραγματικά περιστατικά υπό το πρίσμα των νομικών διατάξεων και παραδοχών προκύπτει ότι υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις ενοχής τους για τις κακουργηματικές πράξεις που τους αποδίδονται με το κατηγορητήριο, αφού παρά τους περί αντιθέτου ισχυρισμούς τους, συντρέχει υψηλός βαθμός πιθανόληγησης ότι έχουν τελέσει τις διωκόμενες αυτές πράξεις , ιδίως ενόψει του ότι οι κατασχεθείσες ποσότητες χρυσού αργύρου κοσμημάτων ρολογιών και λοιπών τιμαλφών, που βρέθηκαν στο πλαίσιο των ερευνών, που διενεργήθηκαν σε οικίες, καταστήματα και οχήματα καθώς και στο πλαίσιο σωματικών ερευνών βρέθηκαν στην κατοχή των κατηγορούμενων και προορίζονταν γι εξαγωγή προς την Τουρκία, όπως το τελευταίο συνάγεται από προηγούμενη όμοια εξακολουθητική δράση τους, χωρίς να προκύπτει για αυτά η ύπαρξη φορολογικών παραστατικών σχετικά με την προέλευση τους και την επ αυτών επιμέτρηση φόρων, δηλαδή ΦΠΑ (ενδεχομένως) ειδικού φόρου πολυτελείας με αποτέλεσμα να νοούνται ως λαθρεμπορεύματα».
Επισημαίνουν δε τον τρόπο με τον οποίο ο χρυσός έφευγε χωρίς παραστατικά από τη χώρα μας. «Στην περίπτωση μάλιστα των ράβδων χρυσού που κατασχέθηκαν στον μόνιμο σερβιτόρο του τουριστικού λεωφορείου με καθημερινά δρομολόγια από Αθήνα προς Κωνσταντινούπολη, οι προσφεύγοντες αποπειράθηκαν να εξάγουν λάθρα τις λάθρες αυτές προς την Τουρκία χωρίς την υποβολή της αναγκαίας διασάφησης εξαγωγής, σύμφωνα με τον τελωνειακό κώδικα και χωρίς να διαθέτουν φορολογικά παραστατικά για την προέλευση τους και την επιμέτρηση ΦΠΑ».
Μάλιστα, συμπληρώνουν πως στα χέρια του γνωστού ενεχυροδανειστή «βρέθηκαν σημαντικές ποσότητες αργύρου και χρυσού σε πλάκες, έτοιμες προς εξαγωγή στην Τουρκία συσκευασμένες επιμελώς σε κουτιά, χωρίς φορολογικά παραστατικά για προέλευση τους και επιμέτρηση ΦΠΑ». «Κανένας από τους κατηγορουμένους δεν εξειδίκευσε αν τα κατασχεθέντα αντικείμενα προέρχονται από το εξωτερικό, χώρα της Ε..Ε ή τρίτη, ή από επιχειρηματική δραστηριότητα των ενεχυροδανειστηρίων και αν αντιστοιχούν με τις ποσότητες χρυσού και λοιπών πολύτιμων μετάλλων και αντικειμένων που συγκεντρώθηκαν από την επιχειρηματική δράση τους» υπογραμμίζουν τα μέλη του δικαστικού συμβουλίου τα οποία τονίζουν πως «η κρίση του Συμβουλίου περί της ύπαρξης σοβαρών ενδείξεων ενοχής σε βάρος τους δεν αναιρείται από κανένα αποδεικτικό μέσο ούτε από τα έγγραφα της ΑΑΔΕ. Και τούτο, διότι η γενική διεύθυνση τελωνείων δεν αναφέρεται στην εξαγωγή λαθρεμπορευμάτων από τη χώρα που αποτελεί εν προκειμένω το κρινόμενο ζήτημα. Δεν κλονίζονται δηλαδή από το περιεχόμενο των εγγράφων ούτε από κανένα άλλο αποδεικτικό μέσο.(…)
«Το γεγονός ότι δεν έχει υπολογιστεί ακόμα η αξία των εμπορευμάτων και ο ΦΠΑ ουδόλως αναιρεί την κρίση του Συμβουλίου περί των ενδείξεων ενοχής τους. Ωστόσο, επειδή διαθέτουν μόνιμη και σταθερή διαμονή, δεν έχουν κάνει προπαρασκευαστικές ενέργειες για να διευκολύνουν τη φυγή τους από τη χώρα, ούτε υπήρξαν φυγόποινοι ή φυγόδικοι, ούτε έχουν καταδικαστεί αμετάκλητα για ομοειδείς αξιόποινες πράξεις κρίνει ότι δεν είναι αναγκαία στο στάδιο αυτό η προσωρινή τους κράτηση λαμβανομένου υπόψη ότι μόνο η βαρύτητα των πράξεων δεν αρκεί για την επιβολή της προσωρινής κράτησης» καταλήγει το βούλευμα.