Ο ευρωβουλευτής του ΚΙΝΑΛ βρέθηκε εγκλωβισμένος σε καφετέρια 10 μέτρα από το σημείο της φονικής επίθεσης
«Είναι άλλο να το φοβάσαι, άλλο να φαντάζεσαι ότι μπορεί να συμβεί και άλλο να το ζεις» είπε ο ευρωβουλευτής του ΚΙΝΑΛ Νίκος Ανδρουλάκης, περιγράφοντας στον ρ/σ του ΑΠΕ «Πρακτορείο 104,9 FM» τις στιγμές που βίωσε χθες στο Στρασβούργο, στη διάρκεια της επίθεσης ενόπλου στη χριστουγεννιάτικη αγορά της πόλης, με αποτέλεσμα τον θάνατο τριών ανθρώπων και τον τραυματισμό 13.
Την ώρα του συμβάντος, ο Έλληνας ευρωβουλευτής βρισκόταν σε καφετέρια, περίπου 10 μέτρα από το σημείο όπου έπεσαν νεκροί δύο άνθρωποι και όπως λέει, η ολιγόλεπτη καθυστέρηση την ώρα που πλήρωνε, πιθανώς να ήταν σωτήρια, καθώς άργησε να βγει από το κατάστημα. Μιλώντας στο «Πρακτορείο 104,9 FM» συλλυπήθηκε τις οικογένειες των θυμάτων, ενώ εξέφρασε την ευχή, να μην ξανασυμβούν τέτοια περιστατικά, «παρόλο που από ό,τι φαίνεται είναι δυσμενής πια η ευρωπαϊκή πραγματικότητα».
«Στις 19:55 σηκώθηκα να πληρώσω και η ολιγόλεπτη καθυστέρηση να πληρώσω και να βγω έξω, ήταν σωτήρια, διότι μόλις πλήρωσα, δηλαδή μόλις έδινα τα χρήματα στην κοπέλα και ήμουν στην πόρτα του καταστήματος να βγω έξω, η ιδιοκτήτρια άρχισε να φωνάζει έξω από το κατάστημα "τρομοκράτες, τρομοκράτες" και μας έσπρωξε να μπούμε μέσα. Αν δείτε τις φωτογραφίες, είναι περίπου 10 μέτρα από εκεί που έχουνε πέσει δυο νεκροί. Μετά από 4-5 λεπτά ήρθε το πρώτο κλιμάκιο της αστυνομίας, γιατί η αστυνομία ήταν πολύ κοντά, γιατί φρουρείται πολύ το Στρασβούργο και μας έσπρωξε όλους στο πίσω μέρος του καταστήματος, έκλεισε τα φώτα κι εκεί μείναμε περίπου για 4 ώρες» υπογράμμισε.
Μετά τις 4 ώρες, οι θαμώνες της καφετέριας, μαζί με εκείνους δύο διπλανών καταστημάτων, οδηγήθηκαν σε μεγάλο χώρο, στο Επιμελητήριο του Στρασβούργου, όπου έγινε εξονυχιστικός έλεγχος για τα στοιχεία ταυτότητάς τους και το πώς βρέθηκαν στην περιοχή, αλλά και έρευνα στις τσάντες τους. «Προφανέστατα φοβόντουσαν, ότι μπορεί να έχει κρυφτεί μέσα στο πλήθος ή ότι έχει κάποιους συνεργούς μέσα στο πλήθος. Όταν είδαν, ότι δεν (ήταν έτσι) (...) μας άφησαν ελεύθερους και σιγά-σιγά πήγαμε ο καθένας προς το μέρος του» εξήγησε ο κ.Ανδρουλάκης.