Την περίοδο αυτή διαπιστώθηκε από σχετική έρευνα πως το 30% του ελληνικού πληθυσμού υποσιτιζόταν
Το έπος του 1940 -41 έχει συνδεθεί στο θυμικό των Ελλήνων με καταστάσεις άφταστου ηρωισμού. Σε τέτοιο επίπεδο που οι σύμμαχοι είπαν την φράση «Στο εξής δεν θα λέμε πως οι Έλληνες πολεμούν σαν ήρωες αλλά οι ήρωες πολεμούν σαν Έλληνες».
Του Μαρίνου Γκασιαμη
Πραγματικά η Ελλάδα, οι Έλληνες, τα κατάφεραν απέναντι σε αντίξοες συνθήκες αν και προετοιμαζόταν παρασκηνιακά για αυτόν τον πόλεμο όσο καλύτερα τους επέτρεπε η ισχνή οικονομία της χώρας. Τόνοι μελανιού έχουν χυθεί για αυτές τις προετοιμασίες αλλά πολύ λίγα έχουν ειπωθεί σχετικά με το ποια ήταν η κατάσταση της Ελληνικής Οικονομίας την παραμονή του 1940.
Σύμφωνα με την ιστορία του Ελληνικού Έθνους των Παπαρηγόπουλου, Καρολίδη, Αναστασιάδη και Μουτσόπουλου «η κυβέρνηση Τσαλδάρη δεν μπόρεσε να βρει διέξοδο στην οικονομική κρίση που χτύπησε και την Ελλάδα μετά το μεγάλο κραχ του μεσοπολέμου, εφαρμόζοντας την πολιτική της οικονομικής αυτάρκειας. Δημιουργήθηκαν έντονες κοινωνικές αντιπαλότητες, ανακατανομή του πλούτου, μεγάλη κρίση στα εξαγωγικά λιμάνια, άνοδος των κερδών των βιομηχανιών, ευημερία των αγροτικών περιοχών, όμως χαμηλά ημερομίσθια για τους εργαζόμενους.
Με τη έλευση της δικτατορίας του Μεταξά το 1936, η στόχευση της οικονομικής πολιτικής μετατοπίστηκε ώστε να θυμίζει έντονα το ιταλικό μοντέλο, λαμβάνοντας μέτρα για την κοινωνική ασφάλιση και για την διαιτησία μεταξύ εργαζομένων και εργοδοτών. Το δημόσιο χρέος κινήθηκε σε χαμηλά επίπεδα χάρη στην πολιτική αυτάρκειας μέχρι το 1937.
Η πολεμική ατμόσφαιρα οδήγησε σε αύξηση των δαπανών για την άμυνα ανατρέποντας το εμπορικό ισοζύγιο. Την περίοδο αυτή σημειώθηκε μεγάλη αύξηση του πληθωρισμού, ώστε, ενώ η αύξηση των ονομαστικών μισθών ήταν 50%, η αύξηση των πραγματικών αποδοχών των εργαζομένων ήταν 5%. Η ανεργία κυμάνθηκε σε υψηλά επίπεδα, ιδιαίτερα στον κλάδο της ναυτιλίας.
Η οικονομική κατάσταση των αγροτών έγινε άθλια και η τοκογλυφική πιστωτική πολιτική που ακολούθησε η Αγροτική Τράπεζα συρρίκνωσε περισσότερο το εισόδημα των αγροτών που το 1936 υπολογίστηκε στις 21.000 δραχμές όταν τα έξοδα για την συντήρησή μιας οικογένειας ήταν 28.000 δραχμές.
Την περίοδο αυτή διαπιστώθηκε από σχετική έρευνα πως το 30% του ελληνικού πληθυσμού υποσιτιζόταν.
Ο Μεταξάς εφάρμοσε ένα φορολογικό σύστημα που επιβάρυνε τα ευρύτερα κοινωνικά στρώματα, τους αγρότες και τους μισθωτούς, με νέους φόρους όπως ο «επί τριετίαν προσωρινός φόρος επί της γεωργικής παραγωγής προς αντιμετώπισιν των δαπανών εθνικής άμυνης», ο φόρος πολυτελείας, ο φόρος κατανάλωσης καπνού,. Αντίθετα ευνόησε τους ήδη κατέχοντες με φορολογικές διευκολύνσεις και δασμολογική προστασία. Τα παραπάνω οικονομικά μέτρα, σε συνδυασμό με την διεθνή ευνοϊκή οικονομική συγκυρία, βοήθησαν στο να αυξήσουν τα κέρδη τους τα μεγάλα πιστωτικά, βιομηχανικά και ναυτιλιακά συγκροτήματα της χώρας.
Η οικονομία της χώρας ήταν στενά εξαρτημένη από το εξωτερικό αφού ξένες εταιρείες εκμεταλλεύονταν τις επιχειρήσεις κοινής ωφελείας, τις μεταλλευτικές επιχειρήσεις και έλεγχαν και τα δημοσιονομικά της χώρας.
Η ανάπτυξη της βαριάς βιομηχανίας δεν υποστηρίχθηκε από τον Μεταξά και η χώρα παγιδεύτηκε σε μια διαδικασία υπανάπτυξης και εξάρτησης από τις ισχυρές χώρες της εποχής.
Το 1939 η πρωτογενής παραγωγή απέδιδε το 45% του εθνικού εισοδήματος και η βιομηχανία μόνο το 11%».
Ανακεφαλαιώνοντας μπορεί να πει κανείς πως οι Έλληνες νίκησαν στον πόλεμο του 1940 όχι απλά φτωχά εξοπλισμένοι αλλά σε πολλές περιπτώσεις πραγματικά πεινασμένοι, πριν ακόμα έρθει η πείνα που προκάλεσε η γερμανική κατοχή.