Η 13η Σεπτεμβρίου είναι ημέρα για να θρηνεί το ελληνικό ποδόσφαιρο
Είναι στιγμές αθλητικές, που σημαδεύουν τη ζωή, χαράσσοντας στο ημερολόγιο πιο έντονα την ένδειξη, δίνοντας λόγο για να τη θυμόμαστε, όσα χρόνια κι αν περάσουν. Άλλες φορές για κάτι χαρμόσυνο, άλλες για κάτι δυσάρεστο.
Η 13η Σεπτεμβρίου είναι ημέρα για να θρηνεί το ελληνικό ποδόσφαιρο, αφού είδε έναν από τους καλύτερους Έλληνες παίκτες των τελευταίων δεκαετιών, τον Γιώργο Μητσιμπόνα, να εγκαταλείπει τη ζωή άδικα και πρόωρα.
Ως παίκτης του Τυρνάβου πια, στις τελευταίες του στιγμές στα γήπεδα και με τις μνήμες και τις δόξες μιας σπουδαίας καριέρας να τον συντροφεύουν, ο Μητσιμπόνας ήταν το θύμα της σύγκρουσης του αυτοκινήτου του με ημιφορτηγό έξω από τη Λάρισα. Λίγο μετά τις 14.00 κι ενώ κατευθυνόταν μαζί με τον φίλο του και δημοσιογράφο Νίκο Μίχο προς την Κοζάνη, όπου ο Τύρναβος θα έδινε φιλικό προετοιμασίας με την τοπική ομάδα, συνέβη το ατύχημα που του κόστισε τη ζωή. Ο 35χρονος ποδοσφαιριστής τραυματίστηκε σοβαρά και στο νοσοκομείο της Λάρισας, όπου μεταφέρθηκε, δεν κατάφερε να κερδίσει τον πιο δύσκολο αγώνα της ζωής του, γνωρίζοντας την πιο μεγάλη ήττα.
Την επόμενη μέρα πραγματοποιήθηκε η κηδεία του Νέο Κοιμητήριο Λάρισας, σε βαρύ κλίμα για όλη την πόλη και με παρουσία πλήθους κόσμου.
Ποιος ήταν ο Γιώργος Μητσιμπόνας
Ο Μητσιμπόνας γεννήθηκε στις 11 Νοεμβρίου 1962 στην Τσαριτσάνη, κοντά στην Ελασσόνα. Η μπάλα βρέθηκε από νωρίς στα πόδια του και όταν είδε ότι είναι καλός, δοκίμασε την τύχη του στην ομάδα του χωριού του, τον Οικονόμο Τσαριτσάνης. Ως σέντερ φορ έδειξε πως είχε μέλλον ως ποδοσφαιριστής και προκάλεσε το ενδιαφέρον της ΑΕΛ, όπου και μεταγράφηκε το 1981, ως επιλογή του προπονητή Αντώνη Γεωργιάδη.
Στην πρώτη του σεζόν στους «βυσσινί» βρήκε το δρόμο προς τα δίχτυα 3 φορές σε 15 αγώνες, μέχρι να έρθει ο Γιάτσεκ Γκμοχ το 1982 και να τον καθιερώσει στη θέση του κεντρικού αμυντικού. Εκεί έπαιξε στο υψηλότερο επίπεδο της καριέρας του, βλέποντας την να γνωρίζει συνεχώς νέες κορυφές, έως εκεί που λίγοι θα φαντάζονταν για την ομάδα του «κάμπου». Όντας επί σειρά ετών αναντικατάστατο στέλεχος, αλλά και αρχηγός της Λάρισας, συνέβαλε τα μέγιστα στις ιστορικές επιτυχίες του συλλόγου στα ’80s, φτάνοντας στον τελικό του Κυπέλλου το 1982 και το 1984, τερματίζοντας στη δεύτερη θέση του πρωταθλήματος την περίοδο 1982-83 και φυσικά στην κατάκτηση του Κυπέλλου του 1985, με τον θρίαμβο επί του πρωταθλητή ΠΑΟΚ με 4-1.
Πηγή: gazzetta.gr