Ο πρόεδρος της Ελληνοαγγλικής Ένωσης μίλησε για την συνεργασία του στη χώρα μας
Αγάπησε την Ελλάδα, όσο και οι ποιητές της. Ενδιαφέρθηκε για την ισορροπία στις σχέσεις των ανθρώπων και των λαών και πήρε την απόφαση να γίνει διπλωμάτης. Κι όταν αποφάσισε να ταξιδέψει χαρίζοντας στη ζωή του την εμπειρία της «Ιθάκης» ακολούθησε τα λόγια του Καβάφη, που τον οδήγησαν να λέει και ο ίδιος ότι η Ελλάδα μού «έδωσε το ωραίο ταξίδι της ζωής μου»
Πρόκειται για τον Τζον Κίτμερ, διπλωμάτης καριέρας, δημόσιος λειτουργός και από τον Ιούνιο του 2018 πρόεδρος της Ελληνοαγγλικής Ένωσης. Πολίτης του κόσμου και υπερασπιστής των ιδεών και της ισότητας, που τρέφει ιδιαίτερο σεβασμό και αγάπη για τις κλασικές σπουδές, την ελληνική γλώσσα και γράμματα. Έχοντας πτυχίο στις Κλασικές Σπουδές από το Πανεπιστήμιο Κέμπριτζ αποφάσισε να ακολουθήσει μεταπτυχιακές σπουδές στην Αρχαία Ελληνική Τραγωδία και Κωμωδία στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, ενώ έλαβε Μεταπτυχιακό Δίπλωμα στα Νέα Ελληνικά από το Πανεπιστήμιο King's College London. Αυτή την περίοδο ολοκληρώνει το διδακτορικό του στο Πανεπιστήμιο όπου διεξάγει έρευνα για την ποίηση του Γιάννη Ρίτσου.
Η ευκαιρία της επαγγελματικής του ζωής, του δόθηκε όταν τοποθετήθηκε πρεσβευτής της Μεγάλης Βρετανίας στην Ελλάδα όπου αναγνώρισε τη χώρα ως ακόμη μία πηγή έμπνευσης, κάνοντας φίλους, ενισχύοντας από κάθε άποψη ότι αν επέλεγε να μείνει στην Ελλάδα, ως προσωπική του γωνιά θα ήθελε την Κρήτη. «Η Κρήτη είναι η αυτονόητη επιλογή μου. Λατρεύω τη Μεγαλόνησο, ιδιαιτέρως (αλλά όχι μόνο) το δυτικό μέρος του νησιού», λέει στο Αθηναϊκό/Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων.
Μιλώντας για το πόση δύναμη μπορεί αντλήσει κάποιος μέσα από την ελληνική γλώσσα και την ποίηση ο Τζον Κίτμερ λέει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ: «Μαθαίνω την αρχαία ελληνική γλώσσα και τη σύγχρονη γλώσσα από τα εφηβικά μου χρόνια. Από τότε διαβάζω ελληνική ποίηση σχεδόν κάθε μέρα. Για μένα η γλώσσα και η λογοτεχνία είναι απαράμιλλες πηγές έμπνευσης».
Αν και εύκολα μπορεί να αναρωτηθεί οποιοσδήποτε αν η σχέση του ιδιαίτερα με την ποίηση είχε επίδραση στη διπλωματική του καριέρα, ο ίδιος μας απαντάει «Όχι πολύ. Ενδιαφερόμουν για την ποίηση πριν να γίνω διπλωμάτης. Η σταδιοδρομία μου στις δημόσιες και διπλωματικές υπηρεσίες καθρεφτίζει άλλο ενδιαφέρον, και αυτό είναι το ενδιαφέρον μου για την δημόσια πολιτική».
Στα χρόνια που ασχολείται με την ελληνική παιδεία αλλά και τη γνώση που προσωπικά έχει για την Ελλάδα ο Τζον Κίτμερ αποκόμισε «Τα πάντα. Στα λόγια του Καβάφη, η Ελλάδα μού "έδωσε το ωραίο ταξίδι της ζωής μου". Η πατρίδα σας μου είναι ασύγκριτα σημαντική».
Αν μιλούσατε σήμερα με τον Γιάννη Ρίτσο τι πιστεύετε πως θα σας έλεγε για την Ελλάδα και για την Ευρώπη, τον ρωτήσαμε: «Όπως ξέρετε, απεβίωσε ο Ρίτσος λίγο μετά από την πτώση του τείχους του Βερολίνου..., το πιο σημαντικό γεγονός της δικής μου ζωής. Αλλά φαντάζομαι ότι, μετά από τη οικονομική κρίση και όλες τις ταλαιπωρίες του ελληνικού λαού, ο Ρίτσος θα έλεγε ότι η πολιτική ανάλυση του κομμουνιστικού κινήματος ήταν σωστή. Θα ήμουνα έτοιμος να το συζητήσω αυτό...», είπε ο φιλέλληνας διπλωμάτης.
Στην ερώτηση για το εάν είναι τελικά τέχνη η ανάγνωση και πόσο σημαντικό είναι να αφιερώνουμε κάποιο χρόνο της ημέρας μας στο να διαβάζουμε ο ίδιος λέει πως ο Ρίτσος έγραψε ότι η ανάγνωση της ποίησης «δημιουργεί δημιουργούς». «Αυτός είναι ο λόγος που διαβάζουμε. Για έμπνευση, ιδέες, γνώση, την καλλιέργεια δημιουργικότητας, αισθημάτων... Βεβαίως, θα έπρεπε να διαβάζουμε συνέχεια, ακατάπαυτα». Αυτός είναι και ο λόγος που υποστηρίζει ότι σε μία παρέα νέων ανθρώπων από την Ελλάδα, θα τους πρότεινε να έχουν την εκπαίδευση ως «όπλο τους» για τη ζωή για το μέλλον τους: «Θα τους πρότεινα εκπαίδευση, εκπαίδευση, εκπαίδευση... Πέραν από αυτή, μια βαθιά γνώση της κουλτούρας τους, δηλ. την ταυτότητά τους, μια ανοιχτή νοοτροπία απέναντι στον κόσμο και τις δυνατότητές του και ένα φιλελεύθερο ένστικτο για ανθρώπινες σχέσεις. Ζούμε σε έναν μικρό και εύθραυστο πλανήτη και άσχετα από φύλο, φυλή, σεξουαλικότητα, θρησκεία, εθνικότητα, είμαστε όλοι άνθρωποι και πρέπει να ζούμε μαζί».
Στο ίδιο πλαίσιο θεωρεί πως ο πολιτισμός, οι τέχνες, τα γράμματα, είναι όντως τα ισχυρότερα όπλα για την κοινωνική και οικονομική κρίση. «Πιστεύω πως διαδραματίζουν έναν σημαντικό, ουσιώδη -θα έλεγα- ρόλο. Και ένας σεβασμός για το παρελθόν αποτελεί απαραίτητο μέρος της ανθρώπινης εμπειρίας, αλλά δεν μπορεί να είναι αποδοτική πανάκεια για τα σύγχρονα προβλήματα. Κάθε άλλο. Στο κάτω- κάτω, η κοινωνική και οικονομική κρίση στην Ελλάδα και την υπόλοιπη Ευρώπη, θα λυθεί μόνο με αυτοπεποίθηση, τις σωστές ιδέες και τη σωστή εφαρμογή της σωστής πολιτικής. Παρόλες τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουμε, γενικά παραμένω αισιόδοξος», αναφέρει.
Μία από τις στενές φίλες του Τζον Κίτμερ στην Ελλάδα είναι η καθηγήτρια Κλασικών Σπουδών της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Κρήτης Λουκία Αθανασάκη. Στην ερώτηση του ΑΠΕ-ΜΠΕ, γιατί οι φίλοι από το εξωτερικό έχουν τόσο πάθος με την Ελλάδα των γραμμάτων της ιστορίας, την ποίηση και ευρύτερα τον πολιτισμό ενώ στη χώρα μας παρατηρούμε μία εν μέρει διάθεση αδιαφορίας, με άγνωστο το πού μπορεί να οδηγήσει αυτή, η κ. Αθανασάκη απαντάει: «Νομίζω ότι και στη χώρα μας και στο εξωτερικό υπάρχουν άνθρωποι με βαθειά καλλιέργεια και μεγάλο πάθος για τον πολιτισμό. Και εδώ και εκεί, όμως, οι άνθρωποι αυτοί είναι συγκριτικά λίγοι. Ο Τζον Κίτμερ, για παράδειγμα, δεν αντιπροσωπεύει τον βρετανικό κανόνα, αντιπροσωπεύει την εξαίρεση και στη χώρα του. Βεβαίως όσο μεγαλύτερη είναι μια χώρα, τόσο μεγαλύτερος είναι και ο αριθμός των μορφωμένων και καλλιεργημένων ανθρώπων. Το ερώτημα είναι αν οι λίγοι είναι αρκετοί για να σπρώξουν την υπόθεση του πολιτισμού μπροστά. Τείνω στην άποψη ότι, παρά κάποια απογοητευτικά σημάδια στην Ευρώπη και την Αμερική, μάλλον είναι. Πάντα υπάρχουν ταλαντούχοι νέοι δημιουργοί και επιστήμονες που δίνουν τον τόνο».
Σε μία εποχή όπου οι ηλεκτρονικές γραμματοσειρές έχουν απαξιώσει σε μεγάλο βαθμό το μελάνι, μία σελίδα βιβλίου και το άγγιγμα με τα τετράδια της γνώσης, η Λουκία Αθανάσακη ως δασκάλα, τίτλος τιμής για έναν άνθρωπο, ως πανεπιστημιακός, λέει: «Αν κρίνω από τους φοιτητές μου στη Φιλοσοφική, το βιβλίο έχει μέλλον. Είμαι αισιόδοξη. Η αγάπη για το βιβλίο συνυπάρχει με τον ενθουσιασμό για τα κινητά νέας γενιάς και την ικανότητα των νέων να τα χειρίζονται. Θα επαναλάβω ότι συγκριτικά οι λάτρεις του βιβλίου είναι λίγοι, αλλά ιστορικά μιλώντας ήταν πάντα λίγοι. Το σημαντικό είναι ότι υπάρχουν».
Μέσα από την κατάθεση των σκέψεων του Τζον Κίτμερ αλλά και την αισιοδοξία της Λουκίας Αθανάση διαπιστώνουμε πως μέσα από το πρίσμα της ιστορίας μπορούμε να δούμε το μέλλον μας. Και επ΄ αυτού ο Τζον Κίτμερ διακρίνει ότι «Στον βαθμό που το παρελθόν αποτελεί γνώμονα για το μέλλον, οι Έλληνες θα συνεχίσουν να καλλιεργούν τη μακραίωνη και σύνθετη πολιτιστική παράδοση που κληροδοτεί η μια γενιά στην άλλη. Θα έχουν κατά πάσα πιθανότητα αντιφατικά συναισθήματα, κάποιοι θα θαυμάζουν την παράδοση αυτή, άλλοι όχι, κάποιοι θα είναι παντελώς αδιάφοροι. Νομίζω όμως ότι πάντοτε θα υπάρχει μια κρίσιμη μάζα που θα φροντίζει για την επιβίωσή της».