Τι δείχνει νέα μελέτη
Οι ασθενείς με Φλεγμονώδεις Παθήσεις των Εντέρων και κυρίως με νόσο του Crohn, αναμένεται να αυξηθούν τα επόμενα χρόνια, σύμφωνα με τα συμπεράσματα επιδημιολογικής μελέτης στη Βορειοδυτική Ελλάδα, για τα έτη 1982 -2015.
«Η συστηματική και έγκαιρη παρακολούθηση αυτών των ασθενών θα προσδώσει καλύτερο επίπεδο ποιότητας στην καθημερινή τους ζωή και μείωση των επιπλοκών της νόσου» επισημαίνουν επιστήμονες, από την Ηπατογαστρεντερολογική Κλινική του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου και του Τμήματος Ιατρικής του Πανεπιστημίου των Ιωαννίνων( Α. Καββαδίας, Κ. Κατσάνος, Δ. Μπαλωμένος, Α. Σκαμνέλος, Δ. Χριστοδούλου, Α. Δ. Μπακάσης) στη παρουσίαση της μελέτης, υπό μορφή αναρτημένης ανακοίνωσης στο 17ο Πανελλήνιο Συνέδριο ΙΦΝΕ (Ιδιοπαθών Φλεγμονωδών Νόσων του Εντέρου) το οποίο διεξάγεται στη Θεσσαλονίκη όπως αναφέρει το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων.
H μελέτη πραγματοποιήθηκε σε δύο χρονικά διαστήματα, 1982-2002 και 2003-2015, και αφορούσε στη διάγνωση των ασθενών με Φλεγμονώδεις Νόσους των Εντέρων, στην Ήπειρο, στην Κέρκυρα και τη Λευκάδα. Καταγράφηκαν όλοι οι ασθενείς που προσήλθαν για εξέταση και τέθηκε η διάγνωση Ιδιοπαθούς Φλεγμονόδους Νόσου των Εντέρων (ελκώδης κολίτιδα, ή νόσος του Crohn). Κατά το χρονικό διάστημα 1982-2002 ο ανδρικός πληθυσμός της περιοχής ήταν 166.830 (49%) και ο γυναικείος 172.898 (51%). Συνολικά, διαγνώστηκε με τη νόσο το 0,13% του υπό μελέτη πληθυσμού, εκ των οποίων το 62% ήταν άνδρες και το 38% γυναίκες. Οι άνδρες εμφάνισαν μεγαλύτερη συχνότητα, τόσο στη νόσο του Crohn (59,4%), όσο και στην ελκώδη (62,6%). Κατά το χρονικό διάστημα 2003-2015 ο ανδρικός πληθυσμός της περιοχής ήταν 165.775 (49%) και ο γυναικείος 171.081 (51%). Συνολικά διαγνώστηκε με τη νόσο το 0,11% του υπό μελέτη πληθυσμού, εκ των οποίων το 64% ήταν άνδρες και το 36% γυναίκες. Οι άνδρες εμφάνισαν επίσης μεγαλύτερη συχνότητα τόσο στη νόσο του Crohn (66%) όσο και στην ελκώδη κολίτιδα (66%).
Τα ΙΦΝΕσε παιδιά και εφήβους
Τα ΙΦΝΕ(Ιδιοπαθείς Φλεγμονώδεις Νόσοι του Εντέρου αποτελούν αιτίες σοβαρής νοσηρότητας στα παιδιά και εκδηλώνονται συχνότερα με διάρροιες, βλεννοαιματηρές κενώσεις, κοιλιακά άλγη, στασιμότητα βάρους. Η πλειονότητα χρήζει εισαγωγής σε ειδικό τμήμα, για διάγνωση και αντιμετώπιση, ενώ μικρό ποσοστό με Crohn θα χρειαστεί χειρουργική παρέμβαση. Ο κίνδυνος θανατηφόρων συμβαμάτων, ή κακοήθειας είναι μικρός.
Τα παραπάνω αναφέρονται σε μελέτη καταγραφής στοιχείων που αφορούν τη διάγνωση, την παρακολούθηση και τη θεραπεία της ΙΦΝΕ στα παιδιά. Η μελέτη, με τίτλο «Ιδιοπαθή Φλεγμονώδη Νοσήματα του Εντέρου σε παιδιά και εφήβους: Εμπειρία σε κέντρο της Βορείου Ελλάδος», παρουσιάζεται, υπό μορφή ηλεκτρονικής ανακοίνωσης των Ι. Ξυνιά, Δ. Μουσελίμη, Α. Τσαρούχα, Α. Μαυρούδη, Κ. Βασιλάκη, Χ. Αγακίδη, Ι. Ροηλίδη, Π. Καράνικα, Ο. Γιουλεμέ (Α΄και Γ Παιδιατρικές Κλινική ΑΠΘ και Β΄ Προπαιδευτική Παθολογική Κλινική ΑΠΘ). Στο πλαίσιο της μελέτης καταγράφηκαν στοιχεία, που αφορούσαν 52 παιδιά με ΙΦΝΕ. Στο 46,2% από αυτά διαγνώστηκε ελκώδης κολίτιδα, στο 34,5% νόσος Crohn και στο 19,3% αταξινόμητη κολίτιδα. Ο μέσος χρόνος διάγνωσης, από την εκδήλωση των συμπτωμάτων στη Crohn, ήταν 119 ημέρες και μέση παρακολούθηση 3,3 έτη.
Ο εμβόλιο για την ηπατίτιδα Β αποτυγχάνει σε σημαντικό ποσοστό ασθενών με ΙΦΝΕ
Ένα σημαντικό ποσοστό ασθενών με ΙΦΝΕ στην Ελλάδα δεν έχει ανοσία έναντι του HBV. Το κλασικό σχήμα εμβολιασμού συχνά αποτυγχάνει να παράγει anti-HBs αντισώματα και γι΄ αυτό η αυξημένη επαγρύπνηση, τα εντατικά σχήματα εμβολιασμού και η συχνή παρακολούθηση της ορολογικής εικόνας είναι ιδιαίτερα σημαντικά σε αυτό τον πληθυσμό, σύμφωνα με στοιχεία πολυκεντρικής μελέτης, με τίτλο «Ορολογική παρακολούθηση και ανταπόκριση στον εμβολιασμό για την HBV λοίμωξη σε ασθενείς με ΙΦΝΕ».
Η μελέτη έγινε με σκοπό να εκτιμηθεί α) το ποσοστό των Ελλήνων ασθενών με ΙΦΝΕ, με προστατευτικά επίπεδα anti-HBs, β) η ανταπόκρισή τους στον εμβολιασμό και βασίστηκε σε στοιχεία από τους φακέλους όλων των ασθενών με ΙΦΝΕ με τακτική παρακολούθηση σε τέσσερα τριτοβάθμια νοσοκομεία των Αθηνών.
Όλοι οι ασθενείς ελέγχθηκαν με ορολογικές εξετάσεις για ηπατίτιδα Β (HBsAg, anti-HBs και anti-HBc). Στη μελέτη συμπεριλήφθηκαν 686 ασθενείς. Από τους 575 ασθενείς. με πρόσφατο ορολογικό έλεγχο για HBV, υπήρχαν 8 με χρόνια ηπατίτιδα Β (HBsAg+) και 38 με παλαιά έκθεση στον ιό (HBsAg-, anti-HBc+). Ανοσία λόγω προηγούμενου εμβολιασμού (HBsAg-, anti-HBc-, anti-HBs+>100iu/L) είχε το 22,9% . Επίπεδα anti-HBs κάτω του ορίου είχε το 12%. Η πλειοψηφία των ασθενών είχε όλους τους δείκτες αρνητικούς (HBsAg, anti-HBc, and anti-HBs). Υπήρχε σημαντική αντίστροφη συσχέτιση, μεταξύ της ηλικίας και της παρουσίας ανοσίας, πιθανώς λόγω του υποχρεωτικού εμβολιασμού σε παιδική ηλικίας στις τελευταίες δύο δεκαετίες. Ξεκίνησαν εμβολιασμοί σε 243 άτομα μέχρι στιγμής, με 206 να έχουν ολοκληρώσει το σχήμα. Η ανταπόκριση ελέγχθηκε σε 177 ασθενείς, με 106 (59,8%) να επιτυγχάνουν ανοσία. Από αυτούς που απέτυχαν 39 έχουν λάβει επαναληπτικό εμβολιασμό και 22 πέτυχαν αυτή τη φορά ανοσία.
Την μελέτη αυτή, που παρουσιάζεται με μορφή αναρτημένης ανακοίνωσης στο συνέδριο, πραγματοποίησαν οι Σ. Σιακαβέλλας, Δ. Καλογερά, Ε. Ζαμπέλη, Ε. Τσιρώνη, Μ. Τζουβαλά, Δ. Μόσχοβης, Α. Κώστας, Γ. Αξιάρης, Η. Κουρκουτάς, Α. Φιλιππάκου, Ι. Βλαχογιαννάκος, Σ. Μιχόπουλος, Γ. Παπαθεοδωρίδης, Γ. Μπάμιας ( Πανεπιστημιακή Γαστρεντερολογική Κλινική, Γενικό Νοσοκομείο Αθηνών «Λαϊκό», Γαστρεντερολογικό Τμήμα, Γενικό Νοσοκομείο Αθηνών «Αλεξάνδρα», Γαστρεντερολογικό Τμήμα, Νοσοκομείο «Μεταξά», Γαστρεντερολογικό Τμήμα, Γενικό Νοσοκομείο Νίκαιας, «Άγιος Παντελεήμων», Γαστρεντερολογικό Τμήμα, Γ’ Πανεπιστημιακή Παθολογική Κλινική, Γενικό Νοσοκομείο Νοσημάτων Θώρακος «Σωτηρία»).