Πώς δρούσε το κύκλωμα που έκλεβε αυτοκίνητα για να τα πουλήσει ή να τα κάνει ανταλλακτικά
Πάνω από 200.000 ευρώ υπολογίζεται η αξία των οχημάτων που είχε κλέψει η σπείρα που εξαρθρώθηκε στη Δυτική Αττική. Το κύκλωμα εξαρθρώθηκε μετά από μακρά και συντονισμένη επιχείρηση της Υποδιεύθυνσης Δίωξης Εγκλημάτων Κατά Ζωής και Ιδιοκτησίας της Διεύθυνσης Ασφάλειας Αττικής.
Τα μέλη του κυκλώματος έκλεβαν συγκεκριμένους τύπους οχημάτων, ιδιαίτερα εμπορικά και με μεγάλη αγοραστική ζήτηση. Τα «λάφυρά» τους προέρχονται από την ευρύτερη περιοχή της Αττικής.
Σύμφωνα με τις ανακοινώσεις της Αστυνομίας έχουν συλληφθεί, σε περιοχές της Δυτικής Αττικής και του κέντρου των Αθηνών, έξι μέλη της οργάνωσης, ηλικίας 24 έως 52 ετών. Επιπλέον, ταυτοποιήθηκε και αναζητείται 30χρονος ημεδαπός, που σχετίζεται με την συγκεκριμένη οργάνωση.
Σε βάρος των συλληφθέντων σχηματίστηκε δικογραφία για τα – κατά περίπτωση – αδικήματα της συγκρότησης και ένταξης σε εγκληματική οργάνωση, διακεκριμένες κλοπές κατά συναυτουργία και κατά συρροή και σε απόπειρα, από άτομα που διαπράττουν διακεκριμένες κλοπές οχημάτων κατ΄ επάγγελμα και κατά συνήθεια, για παραβάσεις του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας όσον αφορά τα στοιχεία αναγνώρισης πλαισίου και κινητήρα, καθώς και για νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες.
Πώς δρούσε το κύκλωμα
Για περίπου ένα χρόνο το κύκλωμα έκλεβε οχήματα ΙΧ με προτίμηση σε συγκεκριμένα μοντέλα που παρουσιάζουν μεγάλη αγοραστική ζήτηση.
Σύμφωνα με τις επίσημες ανακοινώσεις της Αστυνομίας, μέχρι και σήμερα, έχουν διαπράξει τουλάχιστον δώδεκα κλοπές οχημάτων, έχοντας κατά αυτόν τον τρόπο αποκομίσει παράνομο περιουσιακό όφελος το οποίο εκτιμάται ότι υπερβαίνει τις 200.000€.
Παράλληλα εξετάζεται η συμμετοχή τους σε πλήθος άλλων παράνομων πράξεων που έχουν διαπραχτεί με την ίδια μεθοδολογία, ενώ ερευνάται και η προέλευση των κατασχεμένων πειστηρίων (δίκυκλων μοτοσυκλετών, κινητήρων, πινακίδων, εγγράφων και λοιπών αντικειμένων) καθώς και η ταυτοποίηση των κλοπών και των οχημάτων από τα οποία προέρχονται.
Αναφορικά με τον τρόπο δράσης της οργάνωσης καθώς και τη συμπεριφορά των μελών της, προέκυψε ότι ενεργούσαν άκρως επαγγελματικά, μεθοδικά και οργανωμένα, με κύρια χαρακτηριστικά τη διαρκή δράση τους, την τήρηση αυστηρής δομής και ιεραρχίας, καθώς και σεβασμού των νεότερων μελών προς το αρχηγικό μέλος.
Εφάρμοζαν μάλιστα μερικό καταμερισμό καθηκόντων και ρόλων, ενώ η αμοιβή των μελών πραγματοποιούνταν από τον αρχηγό και ήταν ανάλογη της προσφερόμενης υπηρεσίας και βαθμού εμπλοκής του κάθε μέλους.
Τα μέλη της οργάνωσης, υπό την καθοδήγηση του αρχηγού, αναζητούσαν είτε σε ιστοσελίδες στο διαδίκτυο, είτε από συνεργεία αυτοκινήτων, οχήματα τρακαρισμένα τα οποία είχαν υποστεί σοβαρές υλικές ζημιές και η επισκευή τους ήταν ασύμφορη για τους ιδιοκτήτες τους. Όταν, λόγω της περιορισμένης εγχώριας αγοράς μεταχειρισμένων – τρακαρισμένων οχημάτων αυτών δεν ήταν εφικτό, τότε ο αρχηγός της οργάνωσης αναζητούσε τρακαρισμένα οχήματα, έστω και το «σκελετό» αυτών, από το εξωτερικό τα οποία αγόραζε και στην συνέχεια εισήγαγε στην Ελλάδα όπου και τα ταξινομούσε.
Επέλεγαν τα οχήματα με βασικό κριτήριο τη ζήτησή τους από το αγοραστικό κοινό και συνήθως φρόντιζαν πρώτα να έχουν στην κατοχή τους το τρακαρισμένο όχημα και στην συνέχεια αναζητούσαν όχημα να αφαιρέσουν, ίδιας μάρκας, τύπου και αν είναι δυνατόν και χρωματισμού. Ακολούθως, και αφού αφαιρούσαν τα οχήματα, είτε τοποθετούσαν τα ανταλλακτικά από τα κλεμμένα οχήματα με αυτά που έλειπαν ή είχαν καταστραφεί από τα «τρακαρισμένα», είτε πλαστογραφούσαν στους αριθμούς πλαισίου των κλεμμένων αυτοκινήτων, τους αριθμούς πλαισίου που είχαν τα τρακαρισμένα και τα παρουσίαζαν ως «νόμιμα».
Στους χώρους των κλοπών, μετέβαιναν συνήθως τρία έως τέσσερα άτομα και συνήθως ένας ή δύο εξ αυτών αφαιρούσαν το όχημα, ενώ οι υπόλοιποι κινούνταν περιφερειακά λειτουργώντας ως «τσιλιαδόροι», προκειμένου να ενημερώσουν τον φυσικό αυτουργό, τόσο σε περίπτωση που κάποιος διερχόμενος πολίτης προσέγγιζε το σημείο, όσο και στην περίπτωση που κατέφθαναν περιπολικά της Αστυνομίας.
Κάθε όχημα που αφαιρούσαν, το μετέφεραν αρχικά στην Καλλιθέα και το στάθμευαν προσωρινά σε οδούς πλησίον του Κέντρου Πολιτισμού – Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος καλύπτοντάς το με κουκούλα αυτοκινήτου. Το όχημα παρέμενε συνήθως στο σημείο για μία ή δύο ημέρες, μέχρι οι δράστες να βεβαιωθούν ότι το όχημα δεν διαθέτει σύστημα γεωγραφικού εντοπισμού θέσης ( GPS ). Ακολούθως, χρησιμοποιώντας μονωτική ταινία διπλής όψης, τοποθετούσαν στο όχημα άλλες πινακίδες κυκλοφορίας, οι οποίες αντιστοιχούσαν σε οχήματα που δεν απασχολούσαν τις Αρχές και το φόρτωσαν σε ειδικό γερανοφόρο όχημα για να το μεταφέρουν στον χώρο αποσυναρμολόγησής του, στην περιοχή των Άνω Λιοσίων.
Μετά την αποσυναρμολόγηση των οχημάτων, τα μέρη τα οποία μπορούσαν να οδηγήσουν τις Αρχές στην ταυτοποίηση των κλεμμένων αυτοκινήτων, είτε τα πετούσαν σε κάδους απορριμμάτων στην περιοχή των Άνω Λιοσίων, είτε τα μετέφεραν στην περιοχή του Ασπροπύργου σε διαλυτήρια μετάλλων (σκραπατζίδικα) για καταστροφή.
Για τις μεταξύ τους επικοινωνίες και για να δυσχεράνουν τον εντοπισμό τους, είχαν προμηθευτεί τηλεφωνικές συνδέσεις ταυτοποιημένες σε άσχετους αλλοδαπούς. Μιλούσαν κωδικοποιημένα και χρησιμοποιούσαν εκφράσεις όπως «Να πάμε για καφέ», όταν κανόνιζαν να συναντηθούν για να διαπράξουν κλοπές, «Θα έρθεις για νυχτερινό ψάρεμα;» όταν ήθελαν να αποσυναρμολογήσουν κάποιο όχημα νυχτερινές ώρες.