Σε όλες τις χώρες, το ποσοστό των αναγνωστών βιβλίων είναι υψηλότερο στις γυναίκες απ' ό, τι στους άνδρες.
Ένα από τα υψηλοτέρα ποσοστά βιβιλιόφιλων καταγράφονται στην Ελλάδα, με το 11,9% των Ελλήνων να απαντούν ότι το διάβασμα των βιβλίων είναι μία από τις κύριες ασχολίες στις οποίες αφιερώνουν χρόνο.
Ειδικότερα, σύμφωνα με έρευνα της Eurostat, που πραγματοποιήθηκε σε 15 χώρες της Ευρώπης από το 2008 έως το 2016, το 16,8% των ερωτηθέντων στη Φινλανδία δήλωσε πως το διάβασμα βιβλίων αποτελεί μία από τις κύριες δραστηριότητές τους στον ελεύθερο χρόνο τους και ακολουθούν η Πολωνία (16,4%), η Εσθονία (15%), η Ελλάδα και το Λουξεμβούργο (11,9%), η Γερμανία, η Ουγγαρία, το Ηνωμένο Βασίλειο, η Ισπανία, η Ολλανδία, η Ιταλία, η Σερβία, το Βέλγιο, η Αυστρία, η Ρουμανία, η Γαλλία, η Νορβηγία και τελευταία η Τουρκία.
Επίσης, η έρευνα καταγράφει πως οι Ευρωπαίοι αφιερώνουν από δύο έως δεκατρία λεπτά κάθε ημέρα διαβάζοντας βιβλία. Οι Έλληνες αφιερώνουν περίπου 9 λεπτά την ημέρα στην ανάγνωση βιβλίων, με τους Εσθονούς να αφιερώνουν 13 λεπτά, ενώ το χαμηλότερο ποσοστό καταγράφεται στη Γαλλία, με 2 λεπτά.
Στον αντίποδα το χαμηλότερο ποσοστό των δαπανών των νοικοκυριών για βιβλία, εφημερίδες και γραφική ύλη καταγράφεται στη Βουλγαρία και την Ελλάδα (0,6%), ενώ το υψηλότερο στη Σλοβακία. Το 2016, τα νοικοκυριά στη Σλοβακία αφιέρωσαν το μεγαλύτερο μερίδιο των συνολικών δαπανών τους σε βιβλία, εφημερίδες και γραφική ύλη (2,1%). Αμέσως μετά ακολουθούν τα νοικοκυριά στη Γερμανία (1,6%) και στην Πολωνία (1,4%).
Σύμφωνα με την έρευνα της Eurostat, κάθε χρόνο τα νοικοκυριά δαπανούν διπλάσιο ποσό για την αγορά βιβλίων, εφημερίδων και γραφικής ύλης από ό,τι για τα πακέτα διακοπών. Από την άλλη πλευρά, οι δαπάνες των νοικοκυριών γι' αυτά τα είδη ήταν λιγότερες από το ήμισυ των δαπανών τους για ψυχαγωγικές και πολιτιστικές υπηρεσίες.
Σε όλες τις χώρες, το ποσοστό των αναγνωστών βιβλίων είναι υψηλότερο στις γυναίκες απ' ό, τι στους άνδρες. Ωστόσο, οι άνδρες που διαβάζουν βιβλία, διαβάζουν για μεγαλύτερες χρονικές περιόδους από τις γυναίκες.
Η έρευνα πραγματοποιήθηκε σε πολίτες 15 χωρών της Ευρώπης, ηλικίας 20 έως 74 ετών.