Έρχεται ισχυρότερη προστασία προσωπικών δεδομένων στην Ε.Ε.

Της Χρύσας Τσιώτση

 

Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο γνωμοδοτεί αρνητικά για την οδηγία διατήρησης προσωπικών δεδομένων σε τηλεφωνία και διαδίκτυο.

Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο προχώρησε στην έκδοση μιας ιδιαίτερα σημαντικής γνωμοδότησης, σε συνέχεια αιτήσεως της Digital Rights Ireland σχετικά με την Οδηγία 2006/24/ΕΚ για τη διατήρηση δεδομένων, με την οποία επιτρέπεται στις εταιρείες τηλεφωνίας και παρόχους υπηρεσιών διαδικτύου να διατηρούν τα δεδομένα των τηλεφωνικών κλήσεων των πελατών, τα ηλεκτρονικά μηνύματα αλλά και στοιχεία από επισκέψεις σε ιστοσελίδες ή σε μηχανές αναζήτησης για δύο χρόνια.

Η ίδια Οδηγία (2006/24/ΕΚ) επιτρέπει στις κυβερνήσεις και τις μυστικές υπηρεσίες να έχουν πλήρη πρόσβαση στα δεδομένα για τις μετακινήσεις, συναντήσεις και τη χρήση του τηλεφώνου και του διαδικτύου για κάθε πολίτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης και επίσης να έχουν την δυνατότητα να αποθηκεύουν όλα αυτά τα δεδομένα.

Παράλληλα, τα σχετικά δεδομένα είναι δυνατόν να αξιοποιηθούν για τη δημιουργία προφίλ της ιδιωτικής και κοινωνικής ζωής του κάθε πολίτη,  τις οικονομικές του δραστηριότητες και οποιαδήποτε άλλη πληροφορία σχετικά με τη ζωή του.

Ο γενικός εισαγγελέας του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, Pedro Cruz Villalón επισημαίνει ότι η γνωμοδότησή του αποτελεί το πρώτο βήμα προς την κατεύθυνση μιας ισχυρότερης προστασίας της ιδιωτικής ζωής και των ατομικών ελευθεριών στην Ευρώπη.Κρίνει ότι η οδηγία 2006/24/ΕΚ είναι εντελώς ασυμβίβαστη με την προϋπόθεση που τίθεται από το Κεφάλαιο των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ότι ο περιορισμός στην άσκηση αυτού του θεμελιώδους δικαιώματος θα πρέπει να προβλέπεται δυνάμει νόμου.

Η οδηγία του 2006 για τη διατήρηση δεδομένων, αποτελεί άμεση απειλή για την ελευθερία αυτή και παρέχει περιορισμένη προστασία όταν πρόκειται για τον τρόπο που τα δεδομένα των χρηστών της κινητής τηλεφωνίας και του Διαδικτύου μπορούν να  χρησιμοποιηθούν χωρίς την έγκρισή τους.

Οι υποστηρικτές της Οδηγίας για τη διατήρηση των δεδομένων υποστηρίζουν τη χρησιμότητά της ως εργαλείου για τις υπηρεσίες επιβολής του νόμου,  ειδικά για την προσπάθεια πάταξης του ηλεκτρονικού εγκλήματος. Στη γνωμοδότησή του, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο επισημαίνει ότι η οδηγία του 2006 στην παρούσα μορφή της, δεν επιτυγχάνει τους παραπάνω στόχους  διότι δεν  περιέχεται σε αυτήν ο ορισμός  του τί συνιστά «σοβαρό έγκλημα» και αυτό επιτρέπει στους  αξιωματούχους επιβολής του νόμου να χρησιμοποιούν τα δεδομένα των πολιτών κατά την απόλυτη διακριτική τους ευχέρεια, χωρίς να υπάρχει ο ενδεδειγμένος έλεγχος.

Παράλληλα, ο Εισαγγελέας του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, διαπιστώνει με την προαναφερθείσα γνωμοδότηση του ότι δεν υφίσταται ουσιαστικός λόγος που να δικαιολογεί το ανώτατο όριο διατήρησης των δεδομένων στα δύο χρόνια αντί σε λιγότερο από ένα και θεωρεί ότι η Οδηγία για τη διατήρηση δεδομένων  συνιστά «ιδιαίτερα σοβαρή προσβολή του δικαιώματος στην ιδιωτική ζωή». Επισημαίνει ότι υπάρχει ένα μεγάλο ρίσκο τα δεδομένα - που διατηρούνται από τους παρόχους Ιντέρνετ και κινητής τηλεφωνίας - να χρησιμοποιηθούν για παράνομους σκοπούς που είναι δυνητικά ικανοί να βλάψουν την ιδιωτική ζωή ή και ακόμη πιο ευρέως η χρήση και εκμετάλλευση αυτών των δεδομένων ενδέχεται να οδηγήσει σε απάτη ή κάποια άλλη εγκληματική πράξη. Πράγματι, τα δεδομένα δεν τηρούνται από Δημόσιες Αρχές ή έστω κάτω από τον άμεσο έλεγχο τους, αλλά τηρούνται από τους ίδιους τους Providers των ηλεκτρονικών επικοινωνιών. Ούτε προβλέπεται από την Οδηγία ότι τα δεδομένα πρέπει να τηρηθούν στην εδαφική περιοχή ενός κράτους μέλους. Μπορούν επομένως να τηρούνται σε ακαθόριστες τοποθεσίες στον κυβερνοχώρο και αυτό είναι και το ρίσκο για την προστασία των προσωπικών δεδομένων των χρηστών.

Με γνώμονα τα παραπάνω, κατανοούμε την ανάγκη που υπάρχει ώστε η Οδηγία να καθορίσει τις βασικές αρχές που θα πρέπει να διέπουν τον καθορισμό των ελάχιστων εγγυήσεων για πρόσβαση στα δεδομένα που συλλέγονται και τηρούνται και την χρήση τους.

Η Οδηγία αυτή τη στιγμή είναι ασυμβίβαστη με την αρχή της αναλογικότητας, η οποία απαιτεί τα κράτη-μέλη να διαβεβαιώσουν ότι τα δεδομένα τηρούνται για μία περίοδο, της οποίας το ανώτατο όριο έχει καθορισθεί στα 2 χρόνια και το λιγότερο έξι μήνες.

Η γνωμοδότηση του Εισαγγελέα του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων δεν αποτελεί δεσμευτική απόφαση. Η δεσμευτική απόφαση από το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, σχετικά με την υπόθεση (C-293/12) για την Οδηγία διατήρησης δεδομένων του 2006, αναμένεται να εκδοθεί εντός του 2014.

Το Δικαστήριο θα αποφασίσει για μία υπόθεση ανάμεσα στην εταιρία Digital Rights Ireland Ltd – μία εταιρία που σκοπό έχει να προάγει και προστατεύει τα πολιτικά και ανθρώπινα δικαιώματα, ειδικά στον τομέα των μοντέρνων τεχνολογιών επικοινωνίας- και στις Ιρλανδέζικες Αρχές.  Σε αυτή την περίπτωση, η Digital Rights, η οποία δηλώνει ιδιοκτήτρια ενός κινητού τηλεφώνου, καταθέτει ότι οι Ιρλανδέζικες αρχές έχουν παρανόμως επεξεργαστεί, τηρήσει και ασκήσει έλεγχο επί των δεδομένων που σχετίζονται με τις επικοινωνίες της.

Γενικά, η αναφορά σε μία γνωμοδότηση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου επιτρέπει στα δικαστήρια και τις δικαστικές αρχές των κρατών-μελών, για διαφορές που έχουν εισαχθεί ενώπιον των δικαστηρίων τους, να υποβάλουν ερωτήσεις στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο σχετικά με την ερμηνεία του Νόμου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και την εγκυρότητα του European Union Act. To Ευρωπαϊκό Δικαστήριο δεν αποφαίνεται το ίδιο για την επίλυση της διαφοράς. Το εθνικό Δικαστήριο του κράτους-μέλους θα επιλύσει τη διαφορά σύμφωνα με την απόφαση –ερμηνεία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου - που είναι παρομοίως δεσμευτική και στα άλλα εθνικά δικαστήρια και δικαστικές αρχές, στα οποία έχει προκύψει κάποιο παρόμοιο νομικό ζήτημα.

*Η Χρύσα Τσιώτση είναι δικηγόρος, με μεταπτυχιακό δίπλωμα ειδίκευσης στο Δίκαιο του Internet και την τηλεπικοινωνιών (LL.M in Information Technology and Telecommunications Law, University of Strathclyde-Glasgow-U.K).