Ο Ηλεκτρονικός εκφοβισμός (cyberbullying) είναι η ενδο και εξωσχολική βία που υλοποιείται μέσω ηλεκτρονικών συσκευών. Περιλαμβάνει επαναλαμβανόμενη αποστολή ηλεκτρονικών και τηλεφωνικών μηνυμάτων με απειλητικό, ρατσιστικό ή σεξιστικό περιεχόμενο, δημιουργία προφίλ στο διαδίκτυο με ψευδή στοιχεία, ανάρτηση ψεύτικων ειδήσεων, καθώς και υποκίνηση ενός ατόμου να λάβει μέρος σε μία ομάδα που έχει σκοπό την άσκηση βίας και εκφοβισμού. Ένα θύμα ηλεκτρονικής παρενόχλησης είναι ευάλωτο καθόλη τη διάρκεια της ημέρας και δεν έχει πλέον ένα ασφαλές καταφύγιο ή ένα ασφαλές και ήρεμο χρονικό διάστημα μακριά από αυτόν που τον εκφοβίζει.
Το cyberbullying περιλαμβάνει πέρα από την αποστολή απειλητικού ή υβριστικού υλικού, και την δημοσίευση φωτογραφιών ή βίντεο τα οποία έχουν ληφθεί χωρίς τη γνώση ή τη συγκατάθεση του παιδιού ή εφήβου που εκφοβίζεται. Αυτά στέλνονται στο ίδιο το άτομο- θύμα ή φτάνουν σε γνωστούς του αποδέκτες μεσω e-mail, από υπηρεσίες που παρέχουν τα κινητά τηλέφωνα, όπως μηνύματα MMS και SMS, ή μέσω Facebook, Twitter, Google+ κ.λπ. και πολλές φορές μέσω ανάρτησης βίντεο στο YouΤube κ.λπ.
Επίσης, μία άλλη έκφανση του cyberbullying είναι και η χρήση ή παραποίηση των προσωπικών δεδομένων κάποιου προσώπου (δηλαδή το να υποκλέψει κάποιος/α την ταυτότητά του και να κοινοποιεί περιεχόμενο ή στοιχεία προσποιούμενος/η ότι είναι το πρόσωπο που εκφοβίζεται).
Οι ψυχολογικές και συναισθηματικές συνέπειες του ηλεκτρονικού εκφοβισμού είναι παρόμοιες με αυτές του εκφοβισμού της πραγματικής ζωής μόνο που η διάρκειά του και η ένταση των συνεπειών του είναι πολύ πιο σοβαρές και έχουν ανεξέλεγκτες διαστάσεις που καταλήγουν με μαθηματική ακρίβεια στην πλήρη απομόνωση, κατάθλιψη και συχνά ακόμη και στην αυτοκτονία του θύματος του ηλεκτρονικού εκφοβισμού.
Σκοπός του ηλεκτρονικού εκφοβισμού είναι συνήθως ο αποκλεισμός του παιδιού ή εφήβου από μια ομάδα, πραγματική ή διαδικτυακή, και η περιθωριοποίηση, ενώ αρκετές φορές μετατρέπεται σε ένα είδος «εκδίκησης» για κάτι που έχει συμβεί μεταξύ κάποιων παιδιών ή εφήβων (καυγάς, παρεξήγηση, ανταγωνισμός στα μαθήματα ή σε αθλητικές δραστηριότητες) αφού στο διαδίκτυο υπάρχει η αίσθηση της ανωνυμίας και της απειλής από άγνωστα πρόσωπα.
Είναι αναγκαίο να γνωρίζει το παιδί ή ο/η έφηβος/η ποιά στοιχεία μοιράζεται στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και γενικά στο Διαδίκτυο (π.χ και μέσω της απλής ηλεκτρονικής αλληλογραφίας που μπορεί να έχει με ένα άτομο και με ποιά πρόσωπα, ώστε να μπορεί να προστατεύσει τον εαυτό του/της από την ανεξέλεγκτη δημοσιοποίηση προσωπικών του στοιχείων ή την διαδικτυακή επίθεση από άλλα πρόσωπα (είτε γνωστά είτε άγνωστα). Διαφορετικά, μια επίθεση μπορεί να πάρει διαστάσεις «χιονοστιβάδας» στο διαδίκτυο, οδηγώντας το παιδί ή/και τον έφηβο σε πλήρη απόγνωση.
Οπωσδήποτε θα πρέπει να υπάρχει ενημέρωση και ευαισθητοποίηση των παιδιών, εφήβων, γονιών και εκπαιδευτικών γύρω από θέματα που αφορούν στην ασφαλή χρήση του διαδικτύου, καθώς και στην προσοχή που πρέπει να επιδεικνύουν ιδίως τα παιδιά όσον αφορά στην διαφύλαξη των προσωπικών στοιχείων (ονομάτων χρήστη, κωδικών πρόσβασης) γιατί μόνο με αυτά τα μέτρα θα γίνεται συνετή και ωφέλιμη χρήση του Διαδικτύου από τα παιδιά και τους εφήβους.
Καλό είναι να γνωρίζουμε αναλυτικά πώς λειτουργεί ο κάθε ιστότοπος, ποιός άλλος μπορεί να δει το περιεχόμενο που αναρτάμε, πώς μπορούμε να αποκλείουμε άτομα που δεν θέλουμε να βλέπουν το περιεχόμενο που αναρτάμε (κάνοντας ρυθμίσεις στα Privacy settings) και σημαντικό είναι να μην κάνουμε αμέσως και ανεξέλεγκτα δεκτά τα αιτήματα «φιλίας» που μας κάνουν, σε ιστοσελίδες κοινωνικής δικτύωσης, ειδικά από άτομα που δεν γνωρίζουμε ή δεν είμαστε βέβαια για την αληθινή ταυτότητά τους.
Εάν, παρόλα αυτά, διαπιστώσουμε ότι έχουμε πέσει θύμα ηλεκτρονικού εκφοβισμού, το καλύτερο που έχουμε να κάνουμε είναι να το καταγγείλουμε άμεσα.
Πρωτίστως, το παιδί και ο έφηβος είναι αναγκαίο να ενημερώσουν άμεσα κάποιον ενήλικα (γονέα, κηδεμόνα,δάσκαλο) σχετικά με αυτό που συμβαίνει, γιατί μπορεί να τους βοηθήσει με την εμπειρία του.
Το παιδί, έφηβος που πέφτει θύμα του ηλεκτρονικού εκφοβισμού , μπορεί μαζί με τον γονέα, κηδεμόνα ή δάσκαλό του να μεταβεί το Τμήμα Δίωξης Ηλεκτρονικού Εγκλήματος, (Λεωφόρος Αλεξάνδρας 173, Αθήνα, και στην ιστοσελίδα: http://www.cybercrimeunit.gr) που είναι αρμόδια να βρει τα ηλεκτρονικά ίχνη του ατόμου ή των ατόμων που έχουν εκφοβίσει το παιδί, τον έφηβο κλπ, ή γενικά το έχουν με οποιονδήποτε τρόπο παρενοχλήσει, στο διαδίκτυο.
Πρέπει να θυμόμαστε ότι ο κάθε υπολογιστής έχει μια μοναδική «ταυτότητα» (στο διαδίκτυο τη λεγόμενη διεύθυνση ΙΡ address ) και έτσι οι Αρχές είναι σε θέση να ανακαλύψουν την ακριβή τοποθεσία από την οποία έχει "μπει" στο διαδίκτυο το άτομο που φέρεται εκφοβίζει, παρενοχλεί στο διαδίκτυο ( o θύτης του ηλεκτρονικού εκφοβισμού)
Πέρα από όλα τα ανωτέρω, καλό είναι να ληφθεί υπόψη ότι και η παθητική στάση και απλή παρατήρηση του φαινομένου από τα παιδιά/εφήβους είτε στον πραγματικό κόσμο είτε στο διαδίκτυο θα πρέπει να αποφεύγεται δεδομένου ότι η παθητική στάση οδηγεί στη συνέχιση του φαινομένου του εκφοβισμού και μετατρέπει τους παρατηρητές του σε άβολα και φοβισμένα άτομα που αργά ή γρήγορα θα πέσουν και αυτά στην ίδια παγίδα του εκφοβισμού, καθώς θύματα είναι κυρίως τα φοβισμένα, ανασφαλή και με χαμηλή αυτοεκτίμηση άτομα. Τα παιδιά που παρατηρούν και γίνονται μάρτυρες στον εκφοβισμό δεν πρέπει να αγνοούνται αλλά αντίθετα να ενεργοποιούνται προκειμένου να προστατευθούν από τον εκφοβισμό, αλλά και να συνδράμουν στην όσο το δυνατόν ταχύτερη παύση του.
*Η Χρύσα Τσιώτση είναι δικηγόρος, με μεταπτυχιακό δίπλωμα ειδίκευσης στο Δίκαιο του Internet και την τηλεπικοινωνιών (LL.M in Information Technology and Telecommunications Law, University of Strathclyde-Glasgow-U.K).