Ένα από τα Abarth 2400 Coupé Allemano ο Carlo Abarth το κράτησε για προσωπική του χρήση
Το 1959, ο Karl (Carlo) Abarth, αποφάσισε πως είχε έρθει η κατάλληλη ώρα να λανσάρει μια σειρά μοντέλων GT που θα ξεχώριζαν για την κομψότητα και τη φινέτσα τους, αλλά παράλληλα θα είχαν την γνωστή, υψηλή απόδοση του ονόματος Abarth.
Η ίδια η έννοια του “Gran Turismo” κρύβει μέσα της την ταχύτητα και την σπορ αίσθηση που όμως συνδυάζεται με το στιλ και τη φινέτσα, στοιχεία που διαχρονικά χαρακτηρίζουν τις δημιουργίες της Abarth. Αφετηρία για το νέο εγχείρημα του Abarth αποτέλεσαν και πάλι τα μοντέλα της Fiat. Αρχικά δημιούργησε τέσσερις κομψές εκδόσεις βασισμένες στη ναυαρχίδα της μάρκας, το Fiat 2100. Τα 850 Coupé Scorpione, 850 Spider Riviera και τα 2200 Coupé και Cabriolet βασίζονταν σε μηχανικό επίπεδο στο 6κυλινδρο Fiat, αλλά για το σχεδιασμό του αμαξώματος, ο Abarth επέλεξε τον θρυλικό Giovanni Michelotti και για την παραγωγή το studio Allemano.
Το 1961, η Fiat, παρουσίασε το νέο 2300 και ο Abarth δεν έχασε την ευκαιρία να αναβαθμίσει τη σειρά των GT αυτοκινήτων του δημιουργώντας το Abarth 2400 COUPÉ ALLEMANO. Η αύξηση της χωρητικότητας του 6κυλινδρου κινητήρα στα 2.323κ.εκ., η τοποθέτηση ενός εντελώς ανασχεδιασμένου συστήματος εξαγωγής και η εφαρμογή τριών διπλών καρμπυρατέρ της Weber ανέβασαν την ιπποδύναμη στους 142 ίππους στις 5.800 σ.α.λ. χαρίζοντας τελική ταχύτητα άνω των 200χλμ./ώρα στο κομψό κουπέ που σχεδίασε επίσης ο Michelotti.
Κανείς δεν γνωρίζει πόσα ακριβώς Abarth 2400 COUPÉ ALLEMANO κατασκευάστηκαν, πάντως ο αριθμός είναι σίγουρα διψήφιος. Ένα από αυτά ο Carlo Abarth το κράτησε για προσωπική του χρήση και αποτέλεσε το αγαπημένο αυτοκίνητο παραγωγής του ιδρυτή της θρυλικής μάρκας. Το χρησιμοποιούσε για τις καθημερινές του μετακινήσεις στο Τορίνο, αλλά και για όταν πήγαινε διακοπές με την τρίτη σύζυγο του Anneliese, στη γενέτειρα του Αυστρία.
Η αγάπη του δύστροπου Abarth για το συγκεκριμένο αυτοκίνητο ήταν τόσο μεγάλη που αποφάσισε να το εκθέσει στο περίπτερο της μάρκας στο Σαλόνι Αυτοκινήτου της Γενεύης το 1964, δύο χρόνια αφού είχε ολοκληρωθεί η παραγωγή του μοντέλου.
Νίκος Τσάδαρης