Ο Σκωτσέζος με την... τσίχλα γεννήθηκε στη Γλασκόβη και έπαιξε ποδόσφαιρο στα βόρεια της Γηραιάς Αλβιώνας, στη γενέτειρά του, Σκωτία.
Τα ποδοσφαιρικά του βήματα
Από το 1957 ο -μετέπειτα- Σερ Άλεξ Φέργκιουσον -Αλεξάντερ Τσάπμαν Φέργκιουσον το πλήρες όνομά του- είχε καταλάβει ότι δεν είναι ποδοσφαιριστής από τα πρώτα χρόνια στην Κουίνς Παρκ. Η καριέρα έζησε το υψηλότερο σημείο της τη σεζόν 1966/67 όταν έκανε πλήρη χρονιά στη Ντανφέρμλιν και πήρε μεταγραφή στη Ρέιντζερς, όπου αγωνίστηκε για δύο χρόνια. Εκεί είχε 41 συμμετοχές και 25 γκολ. Διόλου άσχημα πάντως!
Όσα κατάφερε όμως στην προπονητική, δεν μπορούν να συγκριθούν με όσα πέτυχε στην καριέρα του ως φορ.
Ως κόουτς, έκανε τη διαφορά στον πάγκο της Αμπερντίν
Η Ίστ Στέρλινγκ ήταν η πρώτη ομάδα που εμπιστεύτηκε τον Φέργκι για τις τύχες της. Εκείνος γρήγορα ανελίχθηκε και μετακόμισε στη Σεντ Μίρεν και έπειτα, ακολούθησε η Αμπερντίν, με την οποία πέτυχε ένα σημαντικό επίτευγμα, εκείνο που έστρεψε το βλέμμα της παραπαίουσας τότε Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ στο πρόσωπό του: πήρε τον τίτλο με την Αμπερντίν κι "έσπασε" το δίπολο Σέλτικ και Ρέιντζερς!
Η ιστορία του στο Όλντ Τράφορντ
Ακολούθησαν σπουδαίες στιγμές με τους "Κόκκινους Διαβόλους", όμως το μονοπάτι των επιτυχιών δεν ήταν εύκολο.
Τα 27 χρόνια παρουσίας του Σερ Άλεξ Φέργκιουσον στη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ έχουν εντυπωθεί στο συλλογικό ασυνείδητο των Άγγλων ως "27 χρόνια επιτυχίας". Όμως, στα τέσσερα πρώτα χρόνια, τρόπαιο δεν υπήρξε.
Η κόντρα του με "αστέρια" της ομάδας, όπως τους Πολ ΜακΓκραθ και Νόρμαν Γουαϊτσάιντ, βρήκε νικητή τον ίδιο.
Ο πρώτος του αγώνας -και η πρώτη του ήττα, με σκορ 2-0- με αντίπαλο την Όξφορντ έχει μνημονευτεί πια από όλους, με την ευκαιρία της αποχώρησής του από τον πάγκο, αν και ο ίδιος έχει διευκρινίσει ότι θα παραμείνει στο πόστο του τεχνικού διευθυντή.
Στον αγώνα με τη Σουόνσι θα καθίσει για τελευταία φορά στον πάγκο των "Κόκκινων Διαβόλων". Ανάμεσα στα κατορθώματά του με τη Γιουνάιτεντ, είναι η καταπλητική ανατροπή στον τελικό Champions League της σεζόν 1998/99 επί τη Μπάγερν με τα γκολ των Σέριγχαμ και Σόλσκιερ στις καθυστερήσεις.
Άλλο μεγάλο του επίτευγμα είναι τα διαδοχικά νταμπλ των σεζόν 1992/93 και 1993/94, πράγμα σπάνιο για τα μέχρι τότε δεδομένα του αγγλικού ποδοσφαίρου.
Πάντως, αυτό που αναγνωρίζεται στον Σερ Άλεξ Φέργκιουσον είναι ότι κατάφερε να προσαρμόσει κάθε παίκτη που πέρασε από το Όλντ Τράφορντ στα μέτρα του.
Ανέδειξε το ταλέντο του Ντέιβιντ Μπέκαμ, δημιούργησε τον Κριστιάνο Ρονάλντο, προστάτευσε τον "σπάνιο" Ράιαν Γκιγκς, αναγέννησε τον "τελειωμένο" Τέντι Σέριγχαμ, πειθάρχησε τον "ατιθάσευτο" Ντουάιτ Γιορκ, ολοκλήρωσε τον Γκάρι Πάλιστερ, βοήθησε στο τελείωμα τον Ρουντ Φαν Νίστελροϊ, έβαλε το κερασάκι στην τούρτα με τον Πίτερ Σμάιχελ.
Ίσως η επιλογή τερματοφύλακα να ήταν το μοναδικό... ψεγάδι στην καριέρα του. Κανείς δεν κατάφερε να ξεπεράσει τον σπουδαίο Δανό πορτιέρο, ίσως μόνο ο Φαμπιέν Μπαρτέζ να κατάφερε να πλησιάσει.
Η πρώτη σκέψη για παραίτηση
Η παραίτησή του από τον πάγκο της Γιουνάιτεντ ήταν να γίνει έντεκα χρόνια νωρίτερα, όταν τον Μάιο του 2002, είχε δηλώσει ότι αποχωρεί από τον πάγκο. Αυτή του η απόφαση όμως είχε ως αποτέλεσμα της καταρράκωση του ηθικού των παικτών της Γιουνάιτεντ, δείγμα του πόσο εξαρτημένη είναι πια αυτή η ομάδα από τον Φέργκι. Η Μάντσεστερ τερμάτιζε τρίτη, πίσω από Άρσεναλ και Λίβερπουλ και σε απόσταση αναπνοής από την τέταρτη Νιουκάστλ.
Άλλαξε τον Στιβ ΜακΛάρεν με τον Κάρλος Κεϊρόζ και τον έκανε βοηθό του. Πάντως, και από τη θέση του τεχνικού διευθυντή που τότε αποδέχτηκε, ο Σερ Άλεξ Φέργκιουσον ήταν το ίδιο πάνοπλος.
Κι αν όλοι έλεγαν τότε ότι η Γιουνάιτεντ είναι "τρωτή" χωρίς αυτόν, ή, ακόμη-ακόμη, ότι "έχει κορεστεί" και ότι τάχα "έχει φάει τα ψωμιά της ως ομάδα", εκείνος επέστρεψε και δημιούργησε τη Γιουνάιτεντ της νέας γενιάς.
Κάτι που έκανε και μετά τη διετή κυριαρχία της Τσέλσι. Μ' αυτά και μ' εκείνα, ο Σερ Άλεξ δεν χαρακτηρίστηκε μόνο, αλλά είναι κιόλας, αειθαλής.
Από κοντά θα επιβλέπει την ομάδα και το ρόστερ -ακόμη και το στυλ παιχνιδιού- και είναι σίγουρο ότι και ο αντικαταστάτης του στον πάγκο των "Κόκκινων Διαβόλων" θα περάσει από την απόλυτη -και εξονυχιστική- έγκρισή του.