Ο Μεγαλέξανδρος του ελληνικού ποδοσφαίρου, Γιώργος Κούδας, μιλάει στο «Πρακτορείο», το περιοδικό του ΑΠΕ-ΜΠΕ, για τη ζωή, το ποδόσφαιρο, τον Κρόιφ, το πρώτο του χιλιάρικο.
Όταν στους στίχους του ο Μανώλης Ρασούλης ταλαντευόταν ανάμεσα στον Βούδα και στον Κούδα, έβλεπε στον ποδοσφαιριστή του ΠΑΟΚ έναν αγωνιστή των γηπέδων, αλλά και την ενσάρκωση ενός τρόπου ζωής, αέρινου, δυνατού και «μάτζικ» όπως διηγείτο χαρακτηριστικά.
Δεν έπεφτε έξω. «Γεννήθηκα φτωχός, μετά τον πόλεμο. Δύσκολα χρόνια αυτά», λέει ο Γιώργος Κούδας. «Πρέπει να τα θυμόμαστε, ώστε να πάμε καλύτερα. Όπως το ποδόσφαιρο, έτσι και η ζωή είναι ένας διαρκής αγώνας με γίγαντες. Όταν μπαίνεις στο Κολοσσαίο πρέπει να είσαι έτοιμος να παλέψεις και να είσαι αισιόδοξος. Κάποιοι μας λένε "αυτά είναι πολιτική. Μα όλα είναι πολιτική!» αναφέρει στο «Πρακτορείο» ο αγαπημένος του ΠΑΟΚ και της Ελλάδας.
Δίχως να στριμώχνει λέξεις στο μυαλό και το στόμα, ο ποδοσφαιριστής της Σαλονίκης δείχνει πάντα αποφασισμένος και έτοιμος για μάχες, μικρές και μεγάλες, καθημερινές. Ενίοτε με θυμό: «Απαιτώ, με όλη τη σημασία της λέξης, σεβασμό για τα όσα πρόσφερα, για τον χαρακτήρα που κράτησα εντός και εκτός γηπέδου. Τα λαμόγια δεν θέλουν στα πόδια τους ανθρώπους που γνωρίζουν το ποδόσφαιρο. Δεν τους αφήνουν, τους απομονώνουν».
Ο Γιώργος Κούδας δεν παραιτείται. Ο δρόμος που περπάτησε και εξακολουθεί να βαδίζει είναι ο δύσκολος. «Πήρα το πρώτο μου χιλιάρικο το 1963. Είχα μία παθολογική αρρώστια για το ποδόσφαιρο, που κράτησε σε όλη την καριέρα μου, 21 χρόνια στην ίδια ομάδα, στον ΠΑΟΚ. Μπήκα στο ποδόσφαιρο έχοντας ως παράδειγμα ανθρώπους που έπαιζαν μπάλα για μία πορτοκαλάδα, μία θέση σε τράπεζα, στον ΟΤΕ, στη ΔΕΗ. Πήρα καλά χρήματα για την εποχή, αλλά ποτέ δεν ήθελα να μπω στο Δημόσιο. Έκανα δικές μου δουλειές, όπως το πρακτορείο ΠΡΟΠΟ που άνοιξα το 1968. Ποτέ δεν μετανιώνω για τίποτα. Έκανα ό,τι ήθελα και ό,τι έπρεπε να κάνω» σημειώνει.
Αντίθετα με άλλους, δεν μελαγχολεί στο άκουσμα των ποσών που ξοδεύονται στις μέρες μας για το ποδόσφαιρο, ούτε αφορίζει το γκρέμισμα των αθλητικών επαγγελματικών συνόρων με την υπόθεση Μποσμάν. Είχε κι εκείνος, άλλωστε, την ίδια ευκαιρία στις μέρες του και έκανε την επιλογή του. Απόλυτος και ήσυχος.
«Ο Κρόιφ, με τον οποίο είμαστε φίλοι, μου είπε τότε: "Ο πεθερός μου είναι μάνατζερ και θέλει να σε φέρει στη Μπαρτσελόνα". Να κάνω τι; τον ρώτησα. Να κάθομαι στον πάγκο, να περιμένω πότε θα κουραστείς ή θα τραυματιστείς για να παίξω; Μου μίλησε και για την Εσπανιόλ. Δεν ήθελα να φύγω για λίγα χιλιάρικα παραπάνω. Είναι θέμα χαρακτήρα. Είχα πάθος γι' αυτή την ομάδα!» τονίζει.
«Το ποδόσφαιρο σήμερα έχει αλλάξει. Είναι χρηματιστήριο, σαν τον χρυσό και το πετρέλαιο. Όλα αυτά που γίνονται δείχνουν ότι υπάρχει εκτροχιασμός. Οι ομάδες με τους επενδυτές θέλουν να ανταγωνίζονται, να φτάνουν ψηλά, να δημιουργούν έσοδα. Είναι ίλιγγιώδη τα ποσά που δίνονται σήμερα. Θα μπορούσαμε να ξοφλήσουμε το χρέος της χώρας, εάν πουλούσαμε έναν μόνο παίχτη απ' αυτούς τους μεγάλους», σχολιάζει ο «Μεγαλέξανδρος».
Ποιους παίκτες ξεχώρισε στην καριέρα του; «Δομάζος, Δεληκάρης, Λουκανίδης που ήταν ο πιο πλήρης της εποχής του, και Χατζηπαναγής. Δεν είχαν στο μυαλό τους το χρήμα και τη δόξα, αγαπούσαν το ποδόσφαιρο».
Λόγια απλά που ίσως ξανάβρουμε στις μέρες μας. Τρόπος ζωής που έγινε στίχος, έγινε τραγούδι.