Δεν είναι σπάνια φαινόμενα στο ποδόσφαιρο τα νεύρα, οι συμπλοκές και τα σκληρά μαρκαρίσματα. Όμως, μερικές φορές τα πράγματα ξεφεύγουν από τον έλεγχο. Και τότε όλα πάνε στραβά.
Τη διοργάνωση του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 1962 διεκδίκησαν η Δυτική Γερμανία, η Αργεντινή και η Χιλή. Η υποψηφιότητα των Γερμανών απορρίφθηκε, επειδή το Μουντιάλ είχε φιλοξενηθεί σε ευρωπαϊκή χώρα το 1954 και το 1958, και δε θα ήταν δίκαιο να καταλήξει και πάλι στην Ευρώπη. Κι έτσι έμειναν το φαβορί Αργεντινή και το μεγάλο αουτσάιντερ Χιλή.
Η Αργεντινή είχε τις κατάλληλες υποδομές για να φιλοξενήσει τη διοργάνωση, διέθετε ένα μεγάλο κοινό που ενδιαφερόταν για το ποδόσφαιρο, ενώ ήταν η μόνη από τις τρεις παραδοσιακές λατινοαμερικανικές δυνάμεις (Βραζιλία και Ουρουγουάη οι άλλες δύο) που δεν είχε αναλάβει ακόμα τη διοργάνωση ενός Μουντιάλ. Η Χιλή δεν είχε τίποτα. Επιπλέον, το 1960 καταγράφηκε στη χώρα ο πιο δυνατός σεισμός όλων των εποχών (μεγέθους 9.5 ρίχτερ, αν μπορείτε να διανοηθείτε το νούμερο), ο οποίος ουσιαστικά ισοπέδωσε τη Χιλή. Κι όμως, η FIFA αποφάσισε να αναθέσει τη διοργάνωση στη Χιλή, εκπλήσσοντας τους πάντες.
Οι Χιλιανοί δεν απογοήτευσαν τη FIFA για την εμπιστοσύνη της. Μέσα σε χρόνο-ρεκόρ, τα κατεστραμμένα στάδια ανοικοδομήθηκαν, οι υποδομές αναπτύχθηκαν και τα πάντα ήταν πανέτοιμα για τη διοργάνωση του Παγκοσμίου Κυπέλλου.
Βέβαια, αυτό δε σημαίνει πως όλα ήταν ρόδινα στην λατινοαμερικανική χώρα. Την κατάσταση που επικρατούσε εκεί περιέγραψαν στις ανταποκρίσεις τους δύο Ιταλοί δημοσιογράφοι, ο Αντόνιο Γκιρέλι και ο Κοράντο Πιτσινέλι, με ιδιαίτερα μελανά χρώματα. Τόσο μελανά, που θεωρήθηκαν προσβλητικά από τους Χιλιανούς.
Δεν ήθελε και πολύ για να γίνει η σπίθα πυρκαγιά: Τα σχόλια των Ιταλών δημοσιογράφων παρερμηνεύτηκαν, έγιναν πρώτο θέμα στη Χιλή και δημιούργησαν ένα εκρηκτικό πατριωτικό κλίμα σε βάρος της Ιταλίας εν γένει. Μάλιστα, οι δύο δημοσιογράφοι αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τη χώρα πριν την έναρξη του Παγκοσμίου Κυπέλλου, φοβούμενοι για τη σωματική τους ακεραιότητα. Και δικαίως, καθώς λίγες μέρες νωρίτερα ένας Αργεντινός δημοσιογράφος είχε ξυλοκοπηθεί άγρια από Χιλιανούς σε μπαρ του Σαντιάγο, επειδή τον είχαν περάσει για Ιταλό.
Υπό αυτές τις συνθήκες, στις 2 Ιουνίου του 1962 αναμετρήθηκαν στο κατάμεστο Εθνικό Στάδιο του Σαντιάγο η διοργανώτρια Χιλή και η ισχυρή Ιταλία. Περισσότεροι από 66.000 οπαδοί βρέθηκαν στο γήπεδο, ώστε να στηρίξουν τη γηπεδούχο ομάδα. Ήταν φανερό ότι τα πράγματα δε θα πήγαιναν καλά.
Το πρώτο φάουλ στο παιχνίδι έγινε μόλις στο 12ο δευτερόλεπτο. Και μόλις στο 12ο λεπτό, η Ιταλία έμεινε με 10 παίκτες, αφού ο Άγγλος διαιτητής, Κεν Άστον, απέβαλε τον Τζόρτζιο Φερίνι για ένα σκληρό μαρκάρισμα πάνω στον Χιλιανό Ονορίνο Λάντα. Ο Φερίνι, έξαλλος, αρνήθηκε να βγει από τον αγωνιστικό χώρο και χρειάστηκε η συνδρομή της αστυνομίας για να απομακρυνθεί από το γήπεδο, δέκα λεπτά αργότερα.
Το “θύμα”, ο Ονορίνο Λάντα, έγινε θύτης 4 λεπτά αργότερα, όταν έριξε γροθιά στον Μάριο Νταβίντ. Ο διαιτητής δεν έδωσε τίποτα. Όταν, όμως, ο Νταβίντ κλώτσησε τον πεσμένο Σάντσεθ μετά από λίγο, ο Άστον δε δίστασε να του δείξει την κόκκινη κάρτα.
Και δεν ήταν μόνο αυτά: Στο 40ό λεπτό ο (Αργεντίνος στην καταγωγή, αλλά διεθνής με την Ιταλία) Μάσκιο έκανε ένα βίαιο τάκλιν στον Σάντσεθ, ο οποίος δεν το άφησε να περάσει έτσι: Του έριξε μια γροθιά στο πρόσωπο, με αποτέλεσμα να σπάσει τη μύτη του Μάσκιο. Ακολούθησαν συμπλοκές, φτυσίματα και άλλες τέτοιες “ομορφιές”, αλλά ο Σάντσεθ δεν τιμωρήθηκε (!).
Στο δεύτερο ημίχρονο η ένταση συνεχίστηκε, η αστυνομία χρειάστηκε να παρέμβει τρεις φορές για να επαναφέρει τους ποδοσφαιριστές στην τάξη και, κάπου ανάμεσα στο ξύλο, οι Χιλιανοί πέτυχαν και δύο γκολ, με τους Ραμίρες (73′) και Τόρο (87′), παίρνοντας τη νίκη-πρόκριση κόντρα στους αποδεκατισμένους Ιταλούς, που με αυτή την ήττα αποχαιρέτησαν πρόωρα τη διοργάνωση.
Όταν τα στιγμιότυπα του αγώνα έφτασαν στην Αγγλία μερικές μέρες αργότερα (ξέρετε, δεν είχαν δορυφόρους και τέτοια εκείνη την εποχή), ο διάσημος σπορτσκάστερ Ντέιβιντ Κόουλμαν προλόγισε το παιχνίδι ως “το πιο ηλίθιο, φρικτό, αηδιαστικό και αισχρό παιχνίδι ποδοσφαίρου, πιθανότατα στην ιστορία του ποδοσφαίρου”.
Από την άλλη, ο διαιτητής της συνάντησης, Κεν Άστον, όταν ρωτήθηκε για ποιο λόγο δε διέκοψε το παιχνίδι, απάντησε: “Φοβήθηκα τα χειρότερα και προτίμησα να συνεχίσω”.
Το παιχνίδι μεταξύ της Χιλής και της Ιταλίας πέρασε στην ιστορία ως “η μάχη του Σαντιάγο”. Και αποτελεί ένα μνημείο αναίτιου μίσους, που μας θυμίζει πόσο στραβά μπορεί να πάνε τα πράγματα όταν στο ποδόσφαιρο παρεισφρύουν εξωγηπεδικοί παράγοντες, όπως ο εθνικισμός, η πολιτική, ο ρατσισμός και τόσα άλλα...