Ο Ιμπραήμ Αλ Χουσεΐν ήρθε στην Ελλάδα το 2014 με φουσκωτό - Μια βόμβα του στέρησε το δεξί πόδι στην πατρίδα του
Καθόμαστε αντικριστά στον περίβολο του Ολυμπιακού Κολυμβητηρίου στο Γουδί. Ο Ιμπραήμ Αλ Χουσεΐν είναι ο ένας από τους δύο πρόσφυγες αθλητές, που ταξιδεύουν με την ελληνική παραολυμπιακή ομάδα στους αγώνες του Ρίο.
Από συνέντευξη του Ιμπραήμ στο newsbeast.gr
«Τι βλέπεις μπροστά σου;» ρωτάω σχεδόν αυθόρμητα στη διάρκεια της συνέντευξης… «Μπροστά. Βλέπω μόνο μπροστά! Δεν γυρίζω το κεφάλι πίσω. Είναι σαν να μη θέλει να γυρίσει. Στέκεται σκαλωμένο πεισματικά στα μισά της περιστροφής», λέει ο Ιμπραήμ.
«Το παράξενο είναι πως όταν ζούσα στη Συρία και ήμουν αρτιμελής δεν κατάφερα να συμμετάσχω σε Ολυμπιακούς Αγώνες. Το κάνω τώρα που έχω χάσει τα πόδια μου», λέει σαν να προσπαθεί να πείσει τον εαυτό του ότι στο αεροπλάνο με προορισμό το Ρίο βρίσκεται εκείνος κι όχι κάποιος άλλος αθλητής.
Μία βόμβα τού στέρησε το δεξί πόδι
Στην Ελλάδα ήρθε το 2014. Είχε χάσει το δεξί του πόδι σχεδόν από τα μισά της κνήμης και κάτω. Το αριστερό εμφανίζει ακαμψία και αδυνατεί να το κινήσει φυσιολογικά.
«Ήταν Νοέμβριος και βρισκόμουν στο δρόμο παρέα με κάποιους φίλους. Οι βόμβες άρχισαν να πέφτουν καταιγιστικά δίπλα μας. Εμείς αδύναμοι να αντιδράσουμε. Μία από αυτές έπεσε κοντά σε ένα φίλο μου. Από το ωστικό κύμα εκτοξεύθηκε αρκετά μέτρα μακριά. Τρέξαμε να βοηθήσουμε. Ξαφνικά ένιωσα έναν οξύ πόνο στο ένα πόδι. Το ψηλάφισα διστακτικά, προσπαθώντας να καταλάβω τι είχε συμβεί. Κατέβασα δειλά τα δάχτυλα μου. Το πόδι από τη γάμπα και κάτω έλειπε».
Κατέβαλε κοπιώδεις προσπάθειες να περπατήσει ξανά. Κυρίως όμως να ξεχάσει. Έτσι, λίγο μετά το ατύχημα διέφυγε στην Τουρκία.
«Έφτασα πρώτα στην Ούρφα. Αργότερα στην Κωνσταντινούπολη. Στην Ελλάδα βρέθηκα με φουσκωτό το '14».
Η περιπέτεια του Ιμπραήμ στην Ελλάδα ξεκίνησε όταν γνώρισε τη Γωγώ. Υπάλληλος εκείνη στο Ελληνικό Συμβούλιο για τους πρόσφυγες, τον βοήθησε να τακτοποιήσει τα χαρτιά του. Άδεια παραμονής και μπλε διαβατήριο. Πρόσφυγας. Μαζί της επισκέφθηκε διάφορους γιατρούς. Ένας από αυτούς του δώρισε το τεχνητό πόδι για να περπατάει χωρίς πατερίτσες. Ομολογεί ότι ήταν από τους τυχερούς που ήρθαν στην Ελλάδα.
«Από την αρχή δεν αντιμετώπισα σχεδόν κανένα πρόβλημα σε αντίθεση με άλλους συμπατριώτες μου. Έπιασα σύντομα δουλειά σε μια καφετέρια. Σήμερα δουλεύω στο Περιστέρι σε ένα αιγυπτιακό καφενείο. Πριν και μετά έχω διπλές προπονήσεις, ενώ παίζω μπάσκετ στην ομάδα ατόμων με ειδικές ανάγκες του Αμαρουσίου. Νοίκιασα ένα σπίτι, η ζωή μου απέκτησε ρυθμό μετά από καιρό».
Ο πατέρας - προπονητής και η πρώτη βουτιά
Ο Ιμπραήμ μπήκε στον αθλητισμό σε ηλικία έξι ετών με την παρότρυνση του πατέρα του, ο οποίος ανέλαβε να τον προπονεί. Γεννήθηκε στο Deir-ez-Zor κι από μικρός συνήθιζε να βουτάει στις όχθες του Ευφράτη. Βατήρας η κρεμαστή γέφυρα της πόλης. Ο πατέρας του προπονούσε όχι εκείνον, αλλά και αρκετά από τα 13 αδέρφια του. Ωστόσο η εισβολή του πολέμου διατάραξε βάναυσα τους ρυθμούς ζωής της οικογένειας.
«Φέρνω με νοσταλγία στο μυαλό μου τη στιγμή που ο πατέρας μου με φώναξε να πάω μια μέρα μαζί του. Δεν μου είπε πού. Υποσχέθηκε μόνο ότι θα πηγαίναμε κάπου ωραία. Όπως συνηθίζουν να δελεάζουν οι μεγάλοι ένα μικρό παιδί. Ήταν 22 χρόνια πριν. Φύγαμε με τα πόδια από το σπίτι και καταλήξαμε στο κολυμβητήριο της πόλης. Μόλις βούτηξα κατάλαβα αμέσως την σχέση που θα αποκτούσα με το νερό. Με τον καιρό άρχισα να συμμετέχω σε αγώνες. Ονειρευόμουν τη μέρα που θα βουτούσα σε πισίνα Ολυμπιακών Αγώνων. Το ένα όνειρο πραγματοποιήθηκε. Απομένει το άλλο. Ένα από τα μετάλλια κρεμασμένο στο λαιμό».
Τον Απρίλιο διέτρεξε ένα κομμάτι τις διαδρομής με την Ολυμπιακή Φλόγα. Πέρασε συμβολικά μέσα από το κέντρο φιλοξενίας προσφύγων στον Ελαιώνα.
Λίγους μήνες αργότερα τον ειδοποίησαν ότι θα συμμετάσχει στους Παραολυμπιακούς. Από τη χαρά και την έκπληξη πολλές φορές δυσκολεύεται να κοιμηθεί. Στριφογυρίζει με υπερένταση τα βράδια και περιμένει τη στιγμή που θα πέσει στην πισίνα για το πενηντάρι και το κατοστάρι ελεύθερο.
Οι γονείς του δεν μπόρεσαν να φύγουν από τη Συρία. Στους Παραολυμπιακούς δεν θα είναι εκεί για να δουν το γιο τους. Ο πατέρας του δεν θα βρίσκεται κοντά του για να του δίνει οδηγίες από την κερκίδα. Να τον εμψυχώνει. «Ο πόλεμος δεν τους επιτρέπει να βγουν εκτός Συρίας», λέει ο Ιμπραήμ.
Κοιτάζω ένα τατουάζ με την ελληνική σημαία στο αριστερό του μπράτσο…
«Δεν είναι μόνιμο», σπεύδει να λύσει την απορία μου. «Μπορεί να γίνει όμως. Κάθε εβδομάδα φροντίζω να το ανανεώνω. Την Ελλάδα την έχω στην καρδιά μου. Κάνω παρέα μόνο με Έλληνες, μιλάω κυρίως ελληνικά. Κάποιες φορές μπερδεύω τις λέξεις στα Αραβικά καθώς συνηθίζω όλο και περισσότερο την καινούργια γλώσσα. Σκεφτείτε ότι στη Συρία δεν πηγαίνω πλέον. Δεν έχω την επιθυμία να πάω. Τι μου άρεσε περισσότερο; Τα Χανιά. Ταξίδεψα με την παλιά μου ομάδα μου στο μπάσκετ, τον ΟΦΗ, για ένα παιχνίδι», αφηγείται.
«Ξεκινώντας όπως άρχισες θα σου πω κοιτάζοντας απέναντι, ότι εγώ βλέπω μπροστά», αλλάζει κουβέντα και σχεδόν με αιφνιδιάζει.
«Εγώ βλέπω την πισίνα», απαντάω, γελώντας μειλίχια. «Και μερικά δέντρα στην άλλη της πλευρά!», τον τσιγκλάω.
«Έχω πρόβλημα», μου λέει γελώντας. Γυρίζει δεξιά προσπαθώντας να στρέψει το κεφάλι του προς τα πίσω. «Δεν μπορώ να κοιτάξω πίσω…», λέει.
Μία λευκή οδοντοστοιχία ξεπροβάλλει στο κάτω μέρος του μελαμψού κεφαλιού του, καθώς τείνει του προς το μέρος μου. Αφήνει το μπουρνούζι στην άκρη, ανεβαίνει στο βατήρα και βουτάει. Πριν πιάσει την πρώτη χεριά σηκώνει το δεξί του χέρι. Χαιρετάει. Αμέσως μετά, ξεκινάει. Ρυθμικά. Πρώτα το ένα χέρι, μετά το άλλο. Γυρνάω πλάτη με τη σειρά μου και κατευθύνομαι στην έξοδο. Κανείς από τους δύο δεν κοιτάζει πίσω…