Το θέμα “αντιμετώπιση της ευρωπαϊκής κρίσης” επικεντρώνεται κατά κύριο λόγο στις εξελίξεις στην αγορά ομολόγων. Η κρίση χρέους και η αδυναμία πολλών χωρών να δανειστούν από τις διεθνείς αγορές πυροδότησε και ανέδειξε μια σειρά άλλων προβλημάτων, κατά κύριο λόγο δημοσιονομικά και προβλήματα ανταγωνιστικότητας. Είναι γεγονός ότι η Ε.Ε. άργησε να διαμορφώσει μια πολιτική αντιμετώπισης της κρίσης. Για δύο δεκαετίες, στην Ευρώπη, η κυρίαρχη άποψη και ιδεολογία ήταν ότι η δημοσιονομική σταθερότητα και η αντιπληθωριστική πολιτική αποτελούν την καλύτερη, αλλά και τη μοναδική συνταγή για την αποφυγή των οικονομικών κρίσεων.
Αυτή η αντίληψη κυριάρχησε και στη συνθήκη του Μάαστριχτ, αλλά και στο σύμφωνο σταθερότητας και ανάπτυξης και έτσι δεν άφηνε πολλά περιθώρια αντιδράσεων και διαφοροποιήσεων. Έτσι, αποφασίστηκε να υπάρξει μια μοναδική στην ιστορία πρωτοτυπία στον τρόπο αντιμετώπισης της κρίσης. Η συνταγή αυτή λέγεται “προκυκλικότητα”. Δηλαδή, ενώ σε περιόδους κρίσης χρειαζόμαστε δημοσιονομικά ελλείμματα και τραπεζική επέκταση, σήμερα προσπαθούμε να αντιμετωπίσουμε την κρίση με δημοσιονομική περιστολή και τράπεζες με πολύ περιορισμένη δυνατότητα δανειοδότησης.
Στη συνέχεια, με την εκδήλωση της κρίσης δημιουργήθηκε ένα κλίμα τρομοκρατίας για τη μετάδοση της κρίσης από την αγορά ομολόγων των ελληνικών τίτλων στην αντίστοιχη της Ισπανίας, της Πορτογαλίας και της Ιταλίας.
Δύο χρόνια τώρα, πάνω σε αυτό το θέμα πραγματοποιήθηκε μεγάλος αριθμός οικονομετρικών ερευνών (P. De Grawe 2011, Yuemei 2012, Chionis και Praggidis 2012 ). Όσο και να φαίνεται περίεργο, καμία έρευνα δεν υποστηρίζει την υπόθεση ότι η κρίση στην αγορά ομολόγων θα μπορούσε να μετακομίσει από τη μία αγορά ομολόγων στην άλλη.
Σ' αυτό το πλαίσιο, η ΟΝΕ δημιουργούσε μηχανισμούς παρέμβασης και ανακοίνωνε πολιτικές, όπου δυστυχώς κανένας (πολύ περισσότερο οι συμμετέχοντες στις χρηματαγορές) δεν πίστευε ότι θα επιφέρουν κάποιο αποτέλεσμα. Αρκεί να αντιστοιχηθεί η εξέλιξη των αποδόσεων των ελληνικών δεκαετών ομολόγων με τις ημερομηνίες των ευρωπαϊκών συνόδων.
Από την ανάλυση των στοιχείων, μπορεί εύκολα να διαπιστωθεί ότι οι αγορές ερμήνευαν τις πολιτικές με κινήσεις προς την αντίθετη κατεύθυνση. Δηλαδή, οι αγορές, κάθε φορά που μια ευρωπαϊκή σύνοδος ασχολείτο με το ελληνικό πρόβλημα και δήλωνε την πρόθεσή της να δώσει κάποια λύση, δυσπιστούσαν σε τέτοιο βαθμό, ώστε να ζητούν μεγαλύτερη απόδοση. Αντιπροσωπευτικότερο παράδειγμα αποτελούν οι εξαγγελίες του διοικητή της ΕΚΤ, Μ. Dragi, σχετικά με την τραπεζική ενοποίηση και την παρέμβαση στην αγορά ομολόγων. Οι αισιόδοξες εκτιμήσεις πολύ γρήγορα διαψεύστηκαν.
Η εξειδίκευση των προτάσεων συνοδεύτηκε από την απαραίτητη εκπλήρωση κάποιων προϋποθέσεων (όπως ότι η παρέμβαση στη δευτερογενή αγορά ομολόγων προϋποθέτει την προσφυγή της χώρας στο μνημόνιο ή για την τραπεζική στήριξη προϋπόθεση είναι η ύπαρξη κεντρικού ελέγχου των τραπεζών κλπ).
Το πιο επικίνδυνο, όμως, είναι το επόμενο στάδιο. Τελευταία διαμορφώνεται μια αντίληψη ότι μπορούμε με μέτρα νομισματικής πολιτικής να αντιμετωπίσουμε την κρίση. Αναμφισβήτητα η νομισματική επέκταση, η αύξηση του πληθωρισμού και η πιο ελαστική νομισματική και συναλλαγματική πολιτική θα μπορούσε παροδικά να βοηθήσει χώρες όπως η Ελλάδα αλλά δεν μπορεί να δώσει μόνιμες λύσεις. Για παράδειγμα όσο και να μειωθούν τα επιτόκια στην ελληνική οικονομία οι επενδύσεις θα συνεχίσουν να μειώνονται.
Ακόμα και αν δοθούν δωρεάν χρήματα σε Έλληνες πολίτες για την αύξηση των αποταμιεύσεων στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα, το πιο πιθανό είναι ότι αυτά τα χρήματα δεν θα αυξήσουν την ενεργό ζήτηση ή την αποταμιευτική βάση των τραπεζών, αλλά θα “αποθηκευτούν” σε εξωτραπεζικούς οργανισμούς εντός ή εκτός Ελλάδας. Ακόμα και οι επενδύσεις σε χρυσό αποτελούν ένα τρόπο αποθησαυρισμού του εισοδηματικού κυκλώματος. Η λύση για την αντιμετώπιση της κρίσης δεν μπορεί να διαφέρει απ’ αυτές που εφαρμόστηκαν αρκετούς αιώνες σε αντίστοιχες περιπτώσεις. Ο κύριος πυλώνας των μέτρων εξόδου από την κρίση πρέπει να είναι δημοσιονομικός. Μέτρα όπως παροχή κινήτρων για ενίσχυσης της παραγωγής, στήριξη συγκεκριμένων κλάδων με πολλαπλασιαστικά αποτελέσματα, μεγάλα κατασκευαστικά έργα κλπ αποτελούν ορισμένες από τις δεδομένες κεϋνσιανές λύσεις που δυστυχώς πρέπει να παραδεχθούμε ότι αποτελούν και την μοναδική διέξοδο.