Το Σάββατο 2 Μαρτίου ο Αντώνης Μάστορας κατέλαβε την τέταρτη θέση στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα Κλειστού Στίβου στο Γκέτεμποργκ και καθιερώθηκε ως το "καυτό" new entry του ελληνικού στίβου στο άλμα εις ύψος.
Ο Έλληνας πρωταθλητής, στα 23 του, με σχεδόν μηδενικό προϋπολογισμό προετοιμασίας, λίγο έλειψε να ανέβει στο βάθρο, επίτευγμα που θα ήταν πολύ σημαντικό, στα χρόνια της οικονομικής κρίσης, που έχει φέρει καταφανέστατη κρίση και στον αθλητισμό και δη τον κλασικό.
Ο Αντώνης Μάστορας αποδεικνύει ότι οι εμφανίσεις του δεν είναι τυχαίες και θα έχουν και συνέχεια. Ας δούμε, όμως, λίγο, με την ευκαιρία αυτή, το αγώνισμα, στο οποίο διακρίνεται.
Το άλμα εις ύψος δεν έχει την τεράστια ιστορία του άλματος εις μήκος. Δεν έχει καταγωγή από κινήσεις στρατιωτών, ούτε έχει τη σύνθετη τεχνική και το ρυθμό πριν το άλμα του τριπλούν. Δεν έχει καν το επιβλητικό κοντάρι, που κουβαλά πάντα μαζί του ο αθλητής του επί κοντώ.
"Μη δημοφιλές, μη θεαματικό"
Ήταν από τα βασικά ολυμπιακά αγωνίσματα του στίβου το 1896, όταν η Αθήνα διοργάνωσε τους πρώτους σύγχρονους Ολυμπιακούς Αγώνες. Ωστόσο, τότε, την παράσταση εν πολλοίς έκλεψε το άλμα εις μήκος άνευ φοράς με πρωταγωνιστή τον Κώστα Τσικλητήρα.
Ως πρώτος αθλητής που το επιχείρησε σε επαγγελματικό επίπεδο ήταν ο Άγγλος Ντέιβιντ Ουόκερ, ο οποίος το 183 υπερπήδησε τα 1,68 μέτρα στους αγώνες Μπρίτσι Μάιλ Εξερσάιζ.
Τα πρώτα δύσκολα χρόνια του αγωνίσματος το έχουν σημαδέψει και ειδικοί του στίβου έχουν επισημάνει ότι το άλμα τις ύψος έχει κατοχυρωθεί στη συνείδηση του καθενός που παρακολουθεί, ως το λιγότερο εντυπωσιακό από τα άλματα.
Κι όμως η μοναχική μάχη που δίνει ο αθλητής με τον πήχυ είναι συγκλονιστική. Ο άνθρωπος καλείται στ' αλήθεια να κερδίσει τον εαυτό του. Καλείται να πετάξει.
Καλείται να υπερβεί τη φύση του. Το αγώνισμα έχει ιδιαίτερο βαθμό δυσκολίας, καθώς η εκτέλεσή του οφείλει να είναι γρήγορη, με όλες τις μυικές δυνάμεις σε εγρήγορση. Συν τοις άλλοις, απαιτείται συγχρονισμένη κίνηση του κορμιού, που θα φέρει και το επιθυμητό αποτέλεσμα.
Στο άλμα εις ύψος η τεχνική είναι το άλφα και το ωμέγα. Τα πρώτα χρόνια οι αθλητές χρησιμοποιούσαν την κίνηση-"ψαλίδι". Περνούσαν πάνω από τον πήχυ το εσωτερικό πόδι και στη συνέχεια το εξωτερικό, μιμούμενοι ουσιαστικά την κίνηση ενός ψαλιδιού.
Στις αρχές του 20ού αιώνα, πιο αποδοτικός και αποτελεσματικός θεωρήθηκε ο τρόπος Στραντλ, αν και ακόμη λιγότερο ελκυστικός. Βοήθησε όμως να επιτευχθούν νέα ρεκόρ, πράγμα που έκανε πιο δημοφιλές το αγώνισμα. Οι αθλητές προσπαθούσαν να περάσουν τον πήχυ, κοιτώντας τον κατάματα, με το πόδι και το κεφάλι στην ίδια ευθεία.
Η τεχνική Φόσμπερι άλλαξε το χάρτη του αγωνίσματος
Όλα αυτά μέχρι τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1968. Ο Ντικ Φόσμπερι βρέθηκε στο Μεξικό να αγωνιστεί και από την αρχή είχε ένα συγκεκριμένο πράγμα στο κεφάλι του. Ο 22χρονος τότε Αμερικανός πήρε φόρα και πάτησε γερά με το δεξί του πόδι στην πρώτη του προσπάθεια. Κατόπιν, κύρτωσε τους ώμους του και δημιούργησε μια καμάρα με την πλάτη του, καθώς πλησίαζε τον πήχυ.
Το σώμα του κυρτώθηκε, μάζεψε τα πόδια του και πέρασε τον πήχυ του 2,20. Το κοινό παραληρούσε. Οι κριτές σιώπησαν. Ακολούθησε σύσκεψη. Όταν το άλμα του Φόσμπερι, έγινε δεκτό, το κοινό ζητωκραύγασε. Η ιστορία του άλματος εις ύψος είχε αλλάξει.