Ο αρχαίος ποιητής Όμηρος έκανε λόγο για "άθλα επί Πατρόκλω" και κατόπιν περιέγραψε σχετικές σκηνές που αναγνωρίζουμε ως πάλη.
Ο Πίνδαρος ύμνησε μέσα από τα ποιήματά του τους Ολυμπιονίκες του αγωνίσματος και οι πρώτοι που πάτησαν το πόδι τους στην παλαίστρα της Ολυμπίας δεν μπορούσαν να ήταν... Θεοί.
Η πάλη υπήρχε στην αρχαιότητα και μάλιστα εμφανιζόταν με έντονο τρόπο. Συνεχίζει να υπάρχει στις μέρες μας. Υπάρχει σε κάθε πτυχή της ζωής μας. Το αρχαιότερο ανταγωνιστικό άθλημα μοιάζει σαν να εμφύσησε το στοιχείο του ανταγωνισμού και της επιβίωσης σε όλα τα υπόλοιπα.
Κι όμως, αυτό το άθλημα, με αμφότερα τα αγωνίσματά του, η Διεθνής Ολυμπιακή Επιτροπή επιχειρεί να το αποσύρει από το επίσημο πρόγραμμα των Ολυμπιακών Αγώνων. Η πρόταση είναι υπαρκτή, αλλά όχι οριστική. Εντούτοις, οι λάτρεις της πάλης, δεν έχουν πει ακόμη την τελευταία τους λέξη και η ίδια η ιστορία του αθλήματος δεν έχει... μιλήσει.
Από το τσαγανό ως την ευγενή άμιλλα, άλλωστε, από το θράσος έως και την προπετεία, όλες οι συμπεριφορές προέρχονται από την πάλη. Άλλωστε, η μάχη του Δία με τον Κρόνο αποτελεί σημείο αναφοράς στο άθλημα.
Πρώτοι διδάξαντες ήταν οι ημίθεοι Θησέας και Ηρακλής. Ο πρώτος απέναντι στο Μινώταυρο και τον Κερκύονα και ο δεύτερος επί των Ανταίου, Αχελώου και Τρίτωνα. Χαρακτηριστικό είναι ότι η κόρη του Θεού -Αγγελιοφόρου- Ερμή λεγόταν Παλαίστρα.
Η πρεμιέρα του αθλήματος
Η πάλη εμφανίστηκε ως ανεξάρτητο άθλημα στους 18ους Ολυμπιακούς Αγώνες της αρχαιότητας (708 π.Χ.) και από το 632 π.Χ. έχουμε την παρουσία παίδων στο άθλημα. Εκείνα τα χρόνια υπήρχαν δύο είδη: η όρια πάλη ή ορθοπάλη και η αλίνδησις ή κύλισις ή κάτω πάλη.
Στην πρώτη, νικητής ανακηρυσσόταν ο αθλητής που θα ρίξει τον γυμνό -και αλειμμένο με λάδι- αντίπαλό του τρεις φορές στο σκάμμα. Στη δεύτερη, νικητής ήταν αυτός που ανάγκαζε τον αντίπαλό του να παραδεχθεί την ήττα, υψώνοντας το ένα ή τα δύο δάχτυλα του ενός χεριού.
Στη σύγχρονη εποχή, η πάλη κάνει την εμφάνισή της από την πρώτη διοργάνωση, το 896 στην Αθήνα, ως άρρηκτος θεσμός με την αρχαιότητα. Το στυλ της ελληνορωμαϊκής πάλης αναβίωσε στους πρώτους σύγχρονους Αγώνες, με γαλλικούς κανονισμούς του 19ου αιώνα.
Από το 1904 και η ελευθέρα πάλη βρήκε τη θέση στο ολυμπιακό πρόγραμμα. Από το 1920 και μετά, αμφότερα τα στυλ συμμετείχαν στους Αγώνες μέχρι το 2012 και από το 2004 και έπειτα, στα ταπί μπήκαν και οι γυναίκες, βάσει του επίσημου προγράμματος.
Οι κανόνες των αγωνισμάτων της πάλης
Πάγιος στόχος στην πάλη είναι ο αθλητής να ρίξει με πτώση τον αντίπαλό του ή να κερδίσει με διαφορά πόντων, βασιζόμενος στην τεχνική του.
Πτώση θεωρείται το κράτημα του αντιπάλου στο ταπί και με τους δύο ώμους για τουλάχιστον δύο δευτερόλεπτα. Η νίκη στους πόντους έρχεται όταν η διαφορά μεταξύ των δύο αθλητών είναι ίση ή μεγαλύτερη από δέκα πόντους.
Στην ελληνορωμαϊκή πάλη, μπορούν να χρησιμοποιηθούν μόνο χέρια και το επάνω μέρος του κορμιού για επίθεση. Από τα σημεία αυτά και μόνο, μπορεί να κρατηθεί ο αντίπαλος αθλητής.
Στην ελευθέρα πάλη, μπορούν να χρησιμοποιηθούν ολόκληρο το κορμί και τα πόδια. Οι δύο αντίπαλοι μπορούν να κρατήσουν ο ένας τον άλλον πάνω ή κάτω από τη μέση.
Κάθε αγώνας διαρκεί τρεις γύρους των δύο λεπτών έκαστος, με διάλειμμα 30 δευτερολέπτων.
Ο σπουδαιότερος αθλητής της πάλης, μακράν του δεύτερου, είναι ο Ρώσος, πολιτικός πια, Αλεξάντερ Καρέλιν, αθλητής της ελληνορωμαϊκής, ο οποίος μέτρησε 13 χρόνια καριέρας χωρίς καμία ήττα, για να χάσει τελικά το χρυσό μετάλλιο από έναν ακόμη σπουδαίο παλαιστή της ελληνορωμαϊκής, τον Αμερικανό Ρουλόν Γκάρντνερ, το 2000, στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Σίδνεϊ. Στην ελευθέρα πάλη, αντίστοιχα, μεσουράνησε ο Ρώσος Μπουβάισαρ Σαϊτίεφ, ο οποίος ανέβηκε στο υψηλότερο σκαλί του βάθρου σε Ατλάντα (1996), Αθήνα (2004) και Πεκίνο (2008).
Η ξεχωριστή ιστορία της χώρας μας στην πάλη
Η Ελλάδα διατηρεί μακρά ιστορία στην πάλη, ιδιαίτερα στην ελληνορωμαϊκή, αλλά και στην ελεύθερη: Ήδη από το 1896, η χώρα μας κατέκτησε 11 μετάλλια σε Ολυμπιακούς Αγώνες στο άθλημα της πάλης.
Συγκεκριμένα, εννέα μετάλλια κατέκτησαν με τα ελληνικά χρώματα παλαιστές της ελληνορωμαϊκής: Ο Γεώργιος Τσίτας (ασημένιο) και ο Στέφανος Χριστόπουλος (χάλκινο) στους παρθενικούς Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας το 1896, ένα χάλκινο στην Πόλη του Μεξικού το 1968 και ένα ασημένιο στο Μόναχο το 1972 κατέκτησε ο Πέτρος Γαλακτόπουλος, χρυσό μετάλλιο κατέκτησε στη Μόσχα το 1980 ο Στέλιος Μηγιάκης, ασημένιο στο Λος Αντζελες το 1984 ο Δημήτρης Θανόπουλος, δύο χάλκινα κατέκτησε ο Μπάμπης Χολίδης στο Λος Αντζελες και στη Σεούλ το 1988 και άλλο ένα χάλκινο ο Αρτιόμ Κιουρεγκιάν στην Αθήνα το 2004.
Στην ελευθέρα πάλη είχαμε άλλα δύο χάλκινα μετάλλια: ο Γιώργος Χατζηιωαννίδης στη Μόσχα το 1980 και ο Αμιράν Καρντάνοφ στο Σίδνεϊ το 2000.