«Στερούνται πραγματικής βάσης τα επιχειρήματα των δύο νομικών σχολών»
«Τα επιχειρήματα των δύο Νομικών Σχολών στερούνται πραγματικής βάσης, αφού η κατάσταση που περιγράφουν σε ό,τι αφορά το προσωπικό και τους πόρους, έχει αναστραφεί», σημειώνει το υπουργείο Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων, απαντώντας στις ενστάσεις που κατέγραψαν σε ψήφισμά τους οι κοσμητείες των νομικών σχολών του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών και του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.
Στο ψήφισμά τους, οι σχολές ανέφεραν ότι την ίδια στιγμή που «η κυβέρνηση αρνείται να προκηρύξει θέσεις ΔΕΠ στις υπάρχουσες Σχολές, με αποτέλεσμα την αποψίλωσή τους, μειώνοντας ταυτοχρόνως την χρηματοδότησή τους επικαλούμενη έλλειψη χρημάτων», ανακοινώνει την ίδρυση μιας νέας νομικής σχολής, «για την στοιχειωδώς αξιοπρεπή συγκρότηση της οποίας θα χρειαστούν πολλαπλάσιες δαπάνες».
«Προτού αυτές οι προϋποθέσεις πληρωθούν, δεν υφίσταται περιθώριο για τον σχεδιασμό νέων σχολών, οι οποίες μοιραίως θα κληθούν να μοιρασθούν τους ήδη πενιχρούς πόρους», επισημαίνει το ψήφισμα.
Ωστόσο, το υπουργείο αναφέρει ότι αναφορικά με το διδακτικό προσωπικό, το 2016 δόθηκαν 500 νέες θέσεις, «που προκηρύσσονται ακόμη και σήμερα από τα ίδια τα πανεπιστήμια», ενώ έχουν εγκριθεί άλλες 500 νέες θέσεις για την επόμενη ακαδημαϊκή χρονιά.
Επιπλέον, το υπουργείο παραπέμπει σε ανακοίνωση του Κώστα Γαβρόγλου στην τελευταία Σύνοδο των Πρυτάνεων, ότι «το 2019 θα προκηρύσσεται κάθε νέα κενή θέση διδακτικού και ερευνητικού προσωπικού στα ΑΕΙ».
Σε ό,τι αφορά τους πόρους, το υπουργείο αναφέρει ότι φέτος στα ΑΕΙ δόθηκαν ως έκτακτη επιχορήγηση 52 εκατομμύρια ευρώ, «ποσό μεγαλύτερο ακόμη και από την περσινή δέσμευση του πρωθυπουργού».
Τέλος, το υπουργείο εκτιμά ότι οι κοσμητείες των δύο σχολών, παραβλέπουν τη δημόσια δέσμευση του υπουργού, ότι δεν θα αυξηθεί ο αριθμός των εισακτέων συνολικά στις νομικές σχολές, αλλά αντιθέτως το νέο τμήμα θα αποσυμφορήσει τις ήδη υπάρχουσες.