Τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια έχουν ξεπεράσει τα 3 δισ. ευρώ, ενώ δημιουργούν έντονες πιέσεις στον τραπεζικό κλάδο
Τρόπους για την εφαρμογή σχεδίου δράσης για τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια στον τραπεζικό τομέα καλούνται να αναπτύξουν οι υπουργοί Οικονομικών και Δημοσιονομικών Υποθέσεων της ΕΕ, που συνεδριάζουν από το πρωί στις Βρυξέλλες.
Πρόκειται για τον μεγάλο «πονοκέφαλο» στην πορεία της Νομισματικής Ένωσης, αλλά και της Ευρωζώνης, καθώς τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια έχουν ξεπεράσει τα 3 δισ. ευρώ, ενώ δημιουργούν έντονες πιέσεις στον τραπεζικό κλάδο. Ήδη από τον περασμένο Ιούλιο είχε γίνει αποδεκτό ένα «Σχέδιο δράσης» για την αντιμετώπιση του προβλήματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων, το οποίο σκιαγραφεί έναν συνδυασμό πολιτικών ενεργειών, που θα συντελέσουν στη μείωση της σώρευσης μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ), τα οποία παραμένουν σε υψηλά επίπεδα στην ΕΕ και στην αποτροπή της εμφάνισής τους στο μέλλον.
Τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια αποτελούν πρόβλημα για τον τραπεζικό κλάδο, οι δε προτεινόμενες λύσεις μέχρι στιγμής τοποθετούνται σε εθνικό κυρίως επίπεδο. «Πρέπει να αποδεσμεύσουμε αυτούς τους πόρους, να καταστήσουμε ανθεκτικότερο το χρηματοπιστωτικό μας σύστημα και να αποτρέψουμε την επανεμφάνιση του ζητήματος των ΜΕΔ στο μέλλον» είχε επιδιώξει η προηγούμενη Προεδρία της Εσθονίας και φαίνεται την σκυτάλη του στόχου έχει περάσει και στην Προεδρία της Βουλγαρίας. Τα ΜΕΔ είναι τραπεζικά δάνεια, τα οποία εξοφλούνται με καθυστέρηση ή είναι απίθανο να αποπληρωθούν, χωρίς να πρέπει να πουληθούν τα ενέχυρα.
Το κείμενο του Σχεδίου δράσης που βρίσκεται σήμερα στην ατζέντα των Υπουργών Οικονομικών αναφέρει συγκεκριμένα:
«Η χρηματοπιστωτική κρίση και οι επακόλουθες υφέσεις έχουν αφήσει τις τράπεζες σε μερικά κράτη μέλη με ιδιαίτερα υψηλά επίπεδα ΜΕΔ. Αυτά μπορούν να επιφέρουν αρνητικές διασυνοριακές δευτερογενείς συνέπειες και να επηρεάσουν την αντίληψη της αγοράς για τον τραπεζικό τομέα της ΕΕ. Τα υψηλά επίπεδα ΜΕΔ μπορούν να αποτελέσουν σημαντική τροχοπέδη για τις επενδύσεις και κατ’ επέκταση για την οικονομία. Η διευθέτηση των ΜΕΔ από την άλλη πλευρά, μπορεί να συμβάλει στη μείωση του χρηματοπιστωτικού κατακερματισμού και να διευκολύνει τις ροές κεφαλαίων στο εσωτερικό της ενιαίας αγοράς.
Με βάση έκθεση εμπειρογνωμόνων, το Συμβούλιο τόνισε την ανάγκη για δράση όσον αφορά:
- Την τραπεζική εποπτεία·
- Τη μεταρρύθμιση των πλαισίων αφερεγγυότητας και είσπραξης οφειλών·
- Την ανάπτυξη δευτερογενών αγορών για ΜΕΔ («επισφαλή στοιχεία ενεργητικού»)·
- Την αναδιάρθρωση του τραπεζικού κλάδου.
Σύμφωνα με την έκθεση, την οποία συνέταξε υποομάδα της επιτροπής χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών του Συμβουλίου, στο τέλος του 2016 τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια ανέρχονταν σε σχεδόν 1 τρισ. ευρώ. Το ποσό αυτό ισοδυναμεί περίπου με το 6,7% του ΑΕΠ της ΕΕ και το 5,1% του συνόλου των τραπεζικών δανείων. Υπάρχουν όμως μεγάλες διαφορές εντός της ΕΕ, με τους σχετικούς συντελεστές να κυμαίνονται από 1% έως 46%. Σε ορισμένες χώρες τα ΜΕΔ συγκεντρώνονται στην αγορά ακινήτων, ενώ σε άλλες είναι διάσπαρτα σε όλη την οικονομία.
Τα σταθερά υψηλά επίπεδα ΜΕΔ συνιστούν πρόβλημα διότι:
- Αποτελούν τροχοπέδη στην κερδοφορία των τραπεζών λόγω του διοικητικού κόστους και του υψηλότερου κόστος χρηματοδότησης για τις τράπεζες. Οι ανάγκες τροφοδότησης εξαντλούν την κεφαλαιακή βάση των τραπεζών•
- Αποτελούν κίνδυνο για τη βιωσιμότητα τραπεζών με υψηλά ΜΕΔ•
- Καθηλώνουν κεφάλαια τα οποία στηρίζουν μη παραγωγικά στοιχεία ενεργητικού, με αποτέλεσμα να εξασθενίζει η μετάδοση της νομισματικής πολιτικής και η χρηματοδότηση της οικονομίας.
Οι τράπεζες είναι κατά κύριο λόγο υπεύθυνες για την αναδιάρθρωση των επιχειρηματικών τους μοντέλων και για την επίλυση των ζητημάτων τους με τα ΜΕΔ. Ωστόσο, δεδομένου του μεγέθους που έχουν λάβει, τα συσσωρευμένα ΜΕΔ σε ορισμένα κράτη-μέλη ενδέχεται να μην μπορέσουν να μειωθούν με ικανοποιητικό ρυθμό, παρά την οικονομική ανάκαμψη.
Το Συμβούλιο συμφώνησε ότι μέτρα για την αντιμετώπιση του προβλήματος θα ήταν επωφελή για την ΕΕ στο σύνολό της. Θα πρέπει να δοθούν περισσότερα κίνητρα στις τράπεζες ώστε να διαχειρίζονται προορατικά τα ΜΕΔ και ταυτόχρονα να αποφευχθούν οι καταστροφικές συνέπειες των εκποιήσεων. Τα μέτρα θα πρέπει να αντιμετωπίζουν τη σώρευση των υφιστάμενων αποθεμάτων ΜΕΔ, αλλά και να αποτρέπουν την περαιτέρω συσσώρευση ΜΕΔ στο μέλλον».