Η απάντηση του πρωθυπουργού στον αρχιεπίσκοπο για το ζήτημα της ΠΓΔΜ
Η κυβέρνηση είναι αποφασισμένη να αντιμετωπίσει το ζήτημα των σχέσεων με την ΠΓΔΜ «με αίσθημα εθνικής ευθύνης, αμετακίνητης προάσπισης των εθνικών συμφερόντων, και επιδίωξης σχέσεων ειρήνης, συνεργασίας, και φιλίας, με όλους τους λαούς της περιοχής», τονίζει ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας σε επιστολή του προς τον αρχιεπίσκοπο Ιερώνυμο, σε απάντηση επιστολής που ο αρχιεπίσκοπος είχε στείλει στον πρωθυπουργό στις 10 Ιανουαρίου για το θέμα της ονομασίας της γειτονικής χώρας.
Ο πρωθυπουργός διαβεβαιώνει τον αρχιεπίσκοπο ότι η κυβέρνηση θα αντιμετωπίσει τις σκέψεις που διατυπώνει στην επιστολή του με τη δέουσα προσοχή και θα λάβει υπόψη την εκκλησιαστική πτυχή του θέματος, υπογραμμίζοντας πως στα εθνικά θέματα απαιτείται η πιο πλατιά εθνική ομοψυχία.
«Και η εθνική ομοψυχία θεμελιώνεται στη σύνεση, στον διάλογο, στον σεβασμό των διαφορετικών απόψεων, αλλά και των διακριτών ρόλων. Και υπονομεύεται από κραυγές, εκδηλώσεις μισαλλοδοξίας, ακρότητες που εν ονόματι του έθνους οδήγησαν στο παρελθόν σε εθνικές ήττες», διαμηνύει ο Αλέξης Τσίπρας, ζητώντας από την Εκκλησία να συμβάλει «ώστε η Ελλάδα, με πνεύμα ενότητας και ορθού λόγου, χωρίς τα λάθη του παρελθόντος, να αντιμετωπίσει με επιτυχία το θέμα των σχέσεων με την ΠΓΔΜ, όπως και τα άλλα εθνικά θέματα που την απασχολούν».
Ακολουθεί αυτούσια η επιστολή του πρωθυπουργού:
«Σας ευχαριστώ για την από 10 Ιανουαρίου επιστολή σας.
Εύχομαι, επί τη ευκαιρία, σε Σας και στο χριστεπώνυμο πλήρωμα της Εκκλησίας μας, ειρηνικό, δημιουργικό, έμπλεο αγάπης και αγαθών έργων, το 2018.
Επιτρέψτε μου, για το θέμα των σχέσεων με την πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας, στο οποίο αναφέρεστε, να σας διαβεβαιώσω ότι η κυβέρνησή μου είναι αποφασισμένη να το αντιμετωπίσει με αίσθημα εθνικής ευθύνης, αμετακίνητης προάσπισης των εθνικών συμφερόντων, και επιδίωξης σχέσεων ειρήνης, συνεργασίας, και φιλίας, με όλους τους λαούς της περιοχής.
Πολιτική που συνάδει απολύτως με τα διδάγματα της ορθόδοξης πίστης, που στον πυρήνα τους έχουν την ειρήνη στις σχέσεις μεταξύ ανθρώπων και λαών.
Στην προσπάθειά μας αυτή σας παρακαλώ να θεωρήσετε βέβαιο ότι θα αντιμετωπίσουμε τις σκέψεις που διατυπώνετε στην επιστολή σας με την δέουσα προσοχή. Θα λάβουμε σοβαρά υπόψη όσα για την εκκλησιαστική πτυχή του θέματος αναφέρετε. Και, το κυριότερο, θα διαχειριστούμε την ευθύνη που το Σύνταγμα και η επιλογή του ελληνικού λαού μας έχει αναθέσει, με πνεύμα διαλόγου, και εθνικής ενότητας.
Πιστεύω ότι θα συμφωνήσετε κι εσείς στην άποψη αρχής, ότι στα εθνικά θέματα απαιτείται η πιο πλατιά εθνική ομοψυχία. Και η εθνική ομοψυχία θεμελιώνεται στη σύνεση, στον διάλογο, στον σεβασμό των διαφορετικών απόψεων, αλλά και των διακριτών ρόλων. Και υπονομεύεται από κραυγές, εκδηλώσεις μισαλλοδοξίας, ακρότητες που εν ονόματι του έθνους οδήγησαν στο παρελθόν σε εθνικές ήττες.
Η ιστορική πείρα αποδεικνύει ότι η εθνική αποφασιστικότητα είναι αποτελεσματική μόνον όταν συνδυάζεται με την εθνική σύνεση και την διαρκή επιδίωξη της εθνικής ενότητας.
Μ’ αυτές τις σκέψεις, και με την επιθυμία να είναι πάντα ανοιχτές οι πόρτες του διαλόγου μεταξύ της συνταγματικά υπεύθυνης για την διαχείριση των εθνικών θεμάτων Πολιτείας, και της πάντοτε σε χριστιανική και εθνική εγρήγορση Εκκλησίας, παρακαλώ και εύχομαι να συμβάλλετε, στο μέτρο των δυνάμεών σας, ώστε η Ελλάδα, με πνεύμα ενότητας και ορθού λόγου, χωρίς τα λάθη του παρελθόντος, να αντιμετωπίσει με επιτυχία το θέμα των σχέσεων με την ΠΓΔΜ, όπως και τα άλλα εθνικά θέματα που την απασχολούν.
Η κυβέρνησή μου, και εγώ προσωπικά, θα κάνουμε ό, τι μπορούμε προς την κατεύθυνση αυτή.
Με σεβασμό και βαθιά εκτίμηση,
Αλέξης Τσίπρας».
Ακολουθεί η επιστολή που είχε στείλει στις 10 Ιανουαρίου ο αρχιεπίσκοπος στον πρωθυπουργό:
«Ἐξοχώτατε Κύριε Πρωθυπουργέ,
Μετά τήν ἀνατολή τοῦ νέου ἑνιαυτοῦ τῆς χρηστότητος τοῦ Κυρίου καί στό πλαίσιο τῆς πρώτης μας αὐτῆς ἐπικοινωνίας μέσα στό 2018, προαγόμαστε νά ἐκφράσουμε τίς θερμότερες εὐχές μας γιά οἰκογενειακή καί προσωπική εὐτυχία, ἀλλά καί ἐπιτυχία στό εὐθυνοφόρο ἔργο Σας πρός ὄφελος ὅλου τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ.
Μέ τήν παροῦσα ἐπιστολή ἀπευθυνόμαστε πρός Ἐσᾶς, προκειμένου νά Σᾶς καταστήσουμε κοινωνό τοῦ εὐλόγου προβληματισμοῦ μας ἐντός τῶν πλαισίων τῆς ἱστορικῆς εὐθύνης τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος. Δέν διέλαθε τῆς προσοχῆς μας ἡ ἔντονη διπλωματική κινητικότητα κατά τίς τελευταῖες ἡμέρες στό ζήτημα τῆς ὀνομασίας τοῦ Κράτους τῶν Σκοπίων, ἡ ὁποία κινεῖται παράλληλα πρός τίς πρόσφατες ἐκκλησιαστικές διεργασίες γύρω ἀπό τό ζήτημα τῆς σχισματικῆς, αὐτοτιτλοφορούμενης «Ἐκκλησίας τῆς Μακεδονίας». Συνέπεια τῶν διεργασιῶν αὐτῶν ἦταν τό Ἀνακοινωθέν τῆς Διαρκοῦς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος τῆς 15ης Δεκεμβρίου 2017. Στούς χειρισμούς τῆς κατ' ἐξοχήν ἁρμόδιας Ἑλληνικῆς Κυβερνήσεως, θέλουμε νά ἐπισημάνουμε ὅτι τό ζήτημα τῶν Σκοπίων, ἔχει καί τήν ἐκκλησιαστική του παράμετρο, τήν ὁποία θεωροῦμε πολύ σοβαρή, καί ἡ ὁποία ἀπηχεῖ τήν τακτική κάποιων λαῶν τῆς Βαλκανικῆς πρῶτα νά ὀργανώνονται γύρω ἀπό κάποιο ἐκκλησιαστικό ὀργανισμό (κανονικό ἤ σχισματικό), ἔπειτα δέ νά οἰκοδομοῦν τήν κρατική τους ὀντότητα.
Υἱοθετῶντας τήν τακτική αὐτή, ὁ Πρόεδρος τῆς ἑνιαίας Γιουγκοσλαυίας Κροάτης Τῖτο, ἔσπευσε παράλληλα μέ τήν πολιτική δημιουργία τοῦ Κράτους τῶν Σκοπίων καί κατά τίς διπλωματικές ἀφορμές τῆς ἐποχῆς, νά προκαλέσει καί νά ἐνθαρρύνει τήν ἐκκλησιαστική ἀπόσχιση τῆς περιοχῆς (1958 καί 1967) ἀπό τό Πατριαρχεῖο Σερβίας, κανονικό ἔδαφος τοῦ ὁποίου λογίζεται ἕως σήμερα γιά τήν οἰκογένεια τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, καί τή δημιουργία σχισματικῆς Ἐκκλησίας μέ ὄνομα ἀκριβῶς τό ἴδιο μέ τήν ἱδρυθείσα «Σοσιαλιστική Δημοκρατία τῆς Μακεδονίας». Παρά τή μή ἀναγνώριση τῆς Ἐκκλησίας αὐτῆς ἀπό καμία ἄλλη Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἡ σκοπιμότητα παραμένει καί νομίζουμε, εἶναι προφανής.
Ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, χωρίς νά ἐπιθυμεῖ τήν ὁποιαδήποτε ἀνάμειξή της στίς ἐνέργειες τοῦ Ὑπουργείου Ἐξωτερικῶν, χωρίς ταυτόχρονα νά ἀπεμπολεῖ τή διαχρονική μαρτυρία λόγου καί αἵματος τοῦ Κλήρου καί τοῦ λαοῦ της ὑπέρ τῆς Ἑλληνικότητας τῆς Μακεδονίας, ἡ ὁποία τῆς ἀπαγορεύει νά ἀποδεχθεῖ τή χρήση τοῦ ὀνόματος «Μακεδονία» ἀπό ὁποιονδήποτε ἄλλον, ἀποφάσισε στή συνεδρία της τῆς 9ης Ἰανουαρίου τ.ἔ., νά ἐπισημάνει τόν κίνδυνο τῆς πιθανότητας μετακυλίσεως τοῦ προβλήματος τῆς ὀνομασίας τοῦ γειτονικοῦ Κράτους, ἀπό τό πολιτικό στό ἐκκλησιαστικό ἐπίπεδο καί τήν ἐπιβίωση ἑνός ἰδιότυπου ἀλυτρωτισμοῦ στή γείτονα χώρα μέσῳ τοῦ τίτλου τῆς σχισματικῆς Ἐκκλησίας τῶν Σκοπίων. Ἐν ὄψει αὐτοῦ, θερμῶς παρακαλοῦμε νά ληφθοῦν ὑπ' ὄψη τά ἀνωτέρω, ὥστε στά πλαίσια τῆς συμφωνίας περί τοῦ ὀνόματος τοῦ Κράτους τῶν Σκοπίων, νά ὑπάρξει μέριμνα καί γιά τήν ἀντίστοιχη ὀνομασία τῆς σχισματικῆς Ἐκκλησίας, ἀπό τόν τίτλο τῆς ὁποίας πρέπει νά ἀπαληφθεῖ ὁ ὅρος «Μακεδονία» καί τά παράγωγά του».