«Μπορούν να διατηρηθούν πλεονάσματα και υψηλή φορολογία στο μέλλον;»
Το 2018 θα είναι αναμφίβολα χρονιά μεγάλων προκλήσεων για την Ελλάδα. Για πρώτη φορά από το ξέσπασμα της κρίσης το 2009 η χώρα μας έχει, όπως όλα δείχνουν, μια ρεαλιστική ευκαιρία να απεξαρτηθεί από τα μνημόνια και τους πιστωτές και να επιστρέψει στις διεθνείς αγορές. Πρώτα όμως θα πρέπει να ολοκληρώσει επιτυχώς το πρόγραμμα προσαρμογής τον ερχόμενο Αύγουστο.
«Υπάρχει μεγάλο ενδιαφέρον από τους δανειστές να ολοκληρωθεί το πρόγραμμα και η Ελλάδα να βγει στις αγορές», δηλώνει στην Deutsche Welle o καθηγητής Μιχάλης Χαλιάσος, ο οποίος κατέχει την έδρα μακροοικονομικών και χρηματοοικονομικών στο Πανεπιστήμιο Γκαίτε της Φρανκφούρτης. Κατά την εκτίμησή του ωστόσο υπάρχουν προβλήματα, τα οποία η χώρα πρέπει να επιλύσει αν επιθυμεί να παραμείνει μακροπρόθεσμα στις αγορές με χαμηλά επιτόκια, αλλά και σε μια σταθερή τροχιά ανάπτυξης.
Ένα από τα κύρια ερωτήματα για τη χρονιά που έρχεται σχετίζεται με την πιθανότητα, μετά το κλείσιμο του τρίτου προγράμματος προσαρμογής, να ακολουθήσει και τέταρτο, το οποίο να μοιάζει με τα προηγούμενα ή να έχει μια διαφορετική, ίσως πιο χαλαρή, μορφή εποπτείας. Ο έλληνας οικονομολόγος τονίζει ότι «υπάρχουν καλοπροαίρετοι οικονομολόγοι, πολιτικοί και ειδικοί που προκρίνουν τη συνέχιση του προγράμματος έτσι ώστε να συνεχίσει να υφίσταται μια επαφή με τους πιστωτές ή προκειμένου να δρομολογηθούν διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, οι οποίες να διασφαλίσουν την αναπτυξιακή πορεία. Πιστεύω όμως ότι από πολιτικής πλευράς κάτι τέτοιο είναι πολύ δύσκολο να γίνει. Στην Ελλάδα προσλαμβάνεται σαν μια επιμήκυνση κηδεμονίας, ενώ στην κοινή γνώμη της δυτικής Ευρώπης ίσως καταγραφεί ως αποτυχία του προγράμματος προσαρμογής».
Παρά την ενθαρρυντική πορεία της ελληνικής οικονομίας και τις προοπτικές για ανάπτυξη το 2018 τα θετικά οικονομικά στοιχεία δεν έχουν ακόμα αντίκτυπο στην καθημερινότητα των Ελλήνών. Για τους λόγους ο Μιχάλης Χαλιάσος λέει στο μικρόφωνο της DW:
«Στην Ελλάδα έγιναν λάθη ως προς την ιεράρχηση των μεταρρυθμίσεων, ένα γεγονός που αποδέχονται ορισμένοι από τους πιστωτές. Προχώρησαν πολύ γρήγορα οι μεταρρθυμίσεις στον εργασιακό τομέα, δηλαδή μισθολογικές μειώσεις, απολύσεις και αύξηση της φορολογίας, με τα οποία ο πληθυσμός έβλεπε τα μειώνεται το διαθέσιμο εισόδημά του, αλλά και να χειροτερεύει το επίπεδο ζωής του. Παράλληλα όμως δεν προωθήθηκαν μεταρρυθμίσεις στον επιχειρησιακό τομέα έτσι ώστε να μειωθούν οι τιμές λόγω ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας. Αυτό που επίσης δεν προχώρησε είναι η προσέλκυση επενδύσεων με μια σταθερή και προβλέψιμη οικονομική πολιτική από κυβερνητικής πλευράς έτσι ώστε να δημιουργηθούν νέες θέσεις εργασίας και να αποτραπούν νέοι Έλληνες από την μετανάστευση στο εξωτερικό».
Κατά την εκτίμηση του έλληνα ειδικού όλα όσα επιτεύχθηκαν τα τελευταία χρόνια, όπως ήταν τα πλεονάσματα ή η μείωση των ελλειμμάτων θα μπορούσαν να περιλαμβάνονται σε ένα ένθετο για να διαφημίσει τη χώρα σε επενδυτές: «Όλα αυτά είναι πολύ θετικά. Θα πρέπει ωστόσο να θέσουμε το ερώτημα κατά πόσο αυτά τα πλεονάσματα, η υψηλή φορολογία για τις κατοκίες ή ο ΦΠΑ που έχουν επιβληθεί, μπορούν να διατηρηθούν και στο μέλλον με βάση τις συνθήκες που αντιμετωπίζουν σήμερα τα ελληνικά νοικοκυριά.