Ολόκληρη η προανακριτική απολογία του 58χρονου κατηγορούμενου
Στην «κακιά ώρα» απέδωσε την δολοφονία της 32χρονης Δώρας Ζέμπερη ο 58χρονος ο οποίος κατηγορείται για την το αποτρόπαιο έγκλημα. Μιλώντας στους αστυνομικούς ο κατηγορούμενος, ο οποίος το πρωί δέχτηκε επίθεση από συγγενείς της άτυχης κοπέλας έξω από το γραφείο του ανακριτή, ισχυρίστηκε πως στόχος του ήταν η ληστεία καθώς έκλεβε από το νεκροταφείο ασημένια κηροπήγια και καντήλια αλλά «θόλωσε» και «χωρίς να καταλάβω πώς κι ενώ παλεύαμε τη χτύπησα με το μαχαίρι».
Της Μαρίας Ζαχαροπούλου
Ο 58χρονος είδε την νεαρή γυναίκα να κλαίει πάνω στο μνήμα του φίλου της και την θεώρησε εύκολο στόχο. Ο κατηγορούμενος αναφέρθηκε με λεπτομέρειες στην ώρα της επίθεσης λέγοντας πως η 32χρονη αντιστάθηκε παλεύοντας για τη ζωή της.
«Χωρίς να καταλάβω πως κι ενώ παλεύαμε τη χτύπησα με το μαχαίρι δεν θυμάμαι ακριβώς πόσες φορές. Μετά η κοπέλα, που ήταν ματωμένη, άρχισε να τρέχει προς το κέντρο του νεκροταφείου φωνάζοντας βοήθεια» περιέγραψε.
Ο κατηγορούμενος είπε πως την ώρα της δολοφονίας είχε στερητικό σύνδρομο και συμπλήρωσε πως μετά το έγκλημα «ψώνισα πρέζα από τη Βάθη, πήγα σπίτι και κοιμήθηκα για να ηρεμήσω».
Το κινητό της 32χρονης, όπως ισχυρίστηκε ο 58χρονος, πουλήθηκε μαζί με τα ακουστικά για 20 ευρώ, ενώ την τσάντα και τα υπόλοιπα πράγματα της τα έκαψε για να εξαφανίσει κάθε ίχνος.
Ο 58χρονος, ο οποίος το πρωί της Παρασκευής θα περάσει και πάλι το κατώφλι του εισαγγελέα , ανάφερε στην προανακριτική του απολογία:
«Δεν μπορώ ακόμη να χωνέψω πώς έγινε το κακό. Κατέστρεψα μια οικογένεια και αισθάνομαι πολύ άσχημα γι αυτό. Ξέρω ότι μια συγνώμη δεν θα φέρει πίσω την κοπέλα ούτε θα καλυτερεύσει την κατάσταση αλλά θέλω να την πω. Έχω δύο παιδιά, ένα αγόρι που έχω υιοθετήσει κι ένα κορίτσι που είναι 12 χρονών. Η πρώην γυναίκα μου μένει στην Κόρινθο με χώρισε το 2007 γιατί κατάλαβε ότι έπαιρνα την κάτω βόλτα. Έχω μπει δυο φορές φυλακή. Δεν έχω πιάσει δουλειά από τότε που βγήκα και τα βγάζω πέρα με κλοπές. Οι πληγές που έχω στα χέρια μου είναι από σπασίματα τζαμιών αυτοκινήτων, για κάτι τέτοιο πήγαινα στο Β΄ Νεκροταφείο Αθηνών... Όμως τα πράγματα εκεί στράβωσαν... Εκεί πήγαινα και παλιότερα κι έπαιρνα κάτι ασημένια κηροπήγια και καντήλια που έβρισκα. Κάτι τέτοιο ήθελα να κάνω κι εκείνο το απόγευμα αλλά η κακιά η ώρα το έφερε και μαζί μου κουβαλούσα ένα μαχαίρι. Στιλέτο ήταν. Είδα μια νεαρή κοπέλα να κλαίει μπροστά σε έναν τάφο… την έβλεπα πρώτη φορά στη ζωή μου. Κοίταξα γύρω μου και δεν είδα κανέναν, μόνο κάτι γριές κι αυτές αρκετά μέτρα μακριά. Τότε σκέφτηκα να πάω να πάρω την τσάντα της κοπέλας γιατί πίστευα ότι σίγουρα θα έχει κάποια λεφτά μέσα. Της έβγαλα το μαχαίρι, άρχισε να με τραβάει και να χτυπιόμαστε . Χωρίς να καταλάβω πως κι ενώ παλεύαμε τη χτύπησα με το μαχαίρι, δεν θυμάμαι ακριβώς πόσες φορές. Μετά η κοπέλα που ήταν ματωμένη άρχισε να τρέχει προς το κέντρο του νεκροταφείου φωνάζοντας βοήθεια. Εγώ γύρισα προς τα πίσω από όπου είχα μπει κρατώντας την τσάντα της κοπέλας στα χέρια μου. Είχα σαστίσει εκείνη τη στιγμή δεν ήξερα τι έκανα. Είχα θολώσει, κοίταξα τα χέρια μου και είδα ότι ήταν γεμάτα αίματα. Το αίμα ήταν της κοπέλας γιατί εγώ δεν είχα χτυπήσει. Έβγαλα μια χαρτοπετσέτα και σκούπισα τα αίματα. Η καρδιά μου χτυπούσε τόσο δυνατά. Κοίταξα μέσα στην τσάντα είχε iPhone 5 με τα ακουστικά του ένα πορτοφόλι με κάρτες και 5 ευρώ. Τα είχα χαμένα εκείνη την ώρα. Πούλησα το κινητό σε μαγαζί Πακιστανών μαζί με τα ακουστικά για 20 ευρώ. Ήμουν αγχωμένος και ιδρωμένος. Ήθελα να το πουλήσω όσο πιο γρήγορα γίνεται για να εξαφανιστώ από εκεί. Μετά ψώνισα πρέζα από τη Βάθη και πήγα σπίτι και κοιμήθηκα για να ηρεμήσω. Όταν έγινε το κακό δεν είχα πιει πρέζα αλλά είχα στερητικά. Όλο αυτόν τον καιρό από τότε που έκανα το κακό μέχρι σήμερα έβλεπα τις ειδήσεις που έλεγαν για την κοπέλα και σκεφτόμουν τις συμφορές που προκάλεσα. Περίμενα να με βρείτε και να σας πω τι έγινε. Με το που σας τα είπα έφυγε ένα βάρος από μέσα μου, που το κουβαλούσα και δεν είχα πει τίποτα σε κανέναν για το κακό που είχα κάνει... Έβαλα φωτιά στη τσάντα και στα πράγματα της κοπέλας».