Το άσυλο των προσφύγων δεν θα εξετάζεται στην πρώτη χώρα από την οποία μπαίνουν στο ευρωπαϊκό έδαφος
Μια απόφαση που μπορεί να αλλάξει τα πάντα για την Ελλάδα και το βάρος που σηκώνει στο προσφυγικό ανακοίνωσε το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Σύμφωνα με την απόφαση αυτή, μπαίνει τέλος στην εξέταση της αίτησης ασύλου που θα υποβάλλουν οι πρόσφυγες στην χώρα πρώτης υποδοχής.
Η Επιτροπή Πολιτικών Ελευθεριών του Ευρωκοινοβουλίου, ενέκρινε το νομοθετικό σχέδιο διαπραγματευτικής εντολής για το νέο κανονισμό του Δουβλίνου, που ρυθμίζει το πλαίσιο του ασύλου για τους πρόσφυγες στην ΕΕ.
Το Ευρωκοινοβούλιο καταργεί το κριτήριο της πρώτης χώρας άφιξης και έτσι οι χώρες υποδοχής (κατά βάση η Ελλάδα και η Ιταλία δηλαδή) δεν είναι υπεύθυνες να εξετάζουν όλες τις αιτήσεις ασύλου. Αποφασιστικό ρόλο στο ποια χώρα θα αναλαμβάνει θα παίζει το κριτήριο του «γνήσιου δεσμού» με ένα κράτος μέλος όπως είναι η παρουσία οικογένειας, η προηγούμενη κατοικία, οι σπουδές.
Εφόσον το κριτήριο δεν υπάρχει, τότε οι αιτήσεις θα ανατίθενται αυτόματα σε ένα κράτος - μέλος της ΕΕ σύμφωνα με ένα σταθερά προκαθορισμένο ποσοστό καταμερισμού.
Στο εξής δηλαδή η χώρα άφιξης θα είναι επιφορτισμένη μόνον με την καταγραφή του αιτήματος και τη διενέργεια των απαραίτητων ελέγχων ασφαλείας και την ταχεία αξιολόγηση της επιλεξιμότητάς τους, αν π.χ. πληρούν τις προϋποθέσεις για μετεγκατάσταση.
Το θέμα θα συζητηθεί ξανά στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Δεκεμβρίου και θα επιδιωχθεί η εξεύρεση συναινετικής λύσης το πρώτο εξάμηνο του 2018.
Σε μια σχετική με το θέμα δικαστική απόφαση, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο αποφάνθηκε αυτή τη ότι ο αιτών διεθνή προστασία μπορεί να επικαλεσθεί, ενώπιον εθνικού δικαστηρίου, την παρέλευση της προθεσμίας που προβλέπεται για την επαναπροώθησή του προς άλλο κράτος μέλος. Κατά το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο η παρέλευση της εξάμηνης προθεσμίας που διαθέτει το κράτος μέλος σύμφωνα με τον κανονισμό Δουβλίνο III για να μεταφέρει αιτούντα διεθνή προστασία προς το υπεύθυνο κράτος μέλος που δέχθηκε να τον αναλάβει εκ νέου έχει ως αποτέλεσμα ότι το πρώτο ως άνω κράτος μέλος καθίσταται υπεύθυνο για τη διεκπεραίωση της αιτήσεως προστασίας, πράγμα που μπορεί να επικαλεσθεί ο αιτών.