Στην Αιμιλία Καμβύση το φετινό Βραβείο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων «Αθηναγόρας»
«Αισθάνομαι περήφανη, αλλά έκανα αυτό που έπρεπε. Δεν πρόκειται να ξεχάσω αυτές τις εικόνες, όποτε θυμάμαι τι είδα, δακρύζω και κλαίω. Δακρύζω με αυτά που είδαν τα μάτια μας, σε ένα τόσο μικρό μέρος», με αυτά τα λόγια σχολίασε η γνωστή σε όλους «γιαγιά» από τη Σκάλα Συκαμνιάς της Λέσβου, Αιμιλία Καμβύση, το φετινό Βραβείο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων «Αθηναγόρας», που της απένειμε το Τάγμα του Αποστόλου Ανδρέα των εν Αμερική Αρχόντων του Οικουμενικού Πατριαρχείου, για την προσφορά της στους εκατοντάδες χιλιάδες πρόσφυγες που πέρασαν από τον τόπο της.
Η απονομή έγινε στη διάρκεια του ετήσιου δείπνου των εν Αμερική Αρχόντων του Οικουμενικού Πατριαρχείου, το Σάββατο 21 Οκτωβρίου, στο ξενοδοχείο «Χίλτον» στο Μανχάταν, από τον Αρχιεπίσκοπο Αμερικής Δημήτριο και τον διοικητή του Τάγματος, Δρ. Αντώνιο Λυμπεράκη, ο οποίος ανακοίνωσε και την απόφαση της εκτελεστικής επιτροπής των Αρχόντων να αποστείλουν στη Λέσβο ανθρωπιστική βοήθεια ύψους 50.000 δολαρίων ΗΠΑ.
«Όλο το χωριό βοήθησε. Γιατί όλοι είναι πρόσφυγες από τις μάνες τους»
Μιλώντας στο ραδιοφωνικό σταθμό του Αθηναϊκού και Μακεδονικού Πρακτορείου Ειδήσεων, "Πρακτορείο fm 104.9", συγκινημένη η 85χρονη, περιέγραψε όλες αυτές τις εικόνες που αντίκριζε κάθε ημέρα που κατέβαινε στη θάλασσα για να προσφέρει τη βοήθεια της.
«Ήταν μουλιασμένοι άνθρωποι στη θάλασσα, στην παραλία, άλλοι κλαίγανε, τα μωρά κλαίγανε, μεγάλη ταλαιπωρία. Οι καρδιές μας ακόμα είναι μαύρες. Κάναμε ότι μπορούσαμε προσφέραμε ότι είχαμε, τους μιλούσαμε, καθόμασταν κοντά τους και αυτό τους έδινε μια παρηγοριά. Οι άνθρωποι γελούσαν, μας αγκάλιαζαν, μας φιλούσαν».
Η κ. Καμβύση εκμυστηρεύτηκε ότι οι εικόνες αυτές ήταν γνώριμες για αυτήν από τις αφηγήσεις της μητέρας της, «η μαμά μου ήταν πρόσφυγας απ' την Τουρκία και μας έχει πει όλη την ιστορία, γι' αυτό και τρέξαμε και εμείς και προσφέραμε ότι μπορούσαμε. Όχι μόνο εγώ, όλο το χωριό. Όλο το χωριό βοήθησε. Γιατί όλοι είναι πρόσφυγες από τις μάνες τους»
Η «γιαγιά» από τη Σκάλα Συκαμνιάς, όπως λέει, κάθε ημέρα ήταν και μία νέα δοκιμασία, «τους βάζαμε μια μπέρτα (κουβέρτα) και χαίρονταν που μας έβλεπαν. Καθόμουν σε μία πέτρα και όταν μας έβλεπαν, ξεχνούσαν τον πόνο τους. Τους δίναμε μια χαρά, μια παρηγοριά, τίποτε άλλο. Κάποιες γυναίκες που ήταν σε κατάσταση εγκυμοσύνης της πήρα στο σπίτι, είχαν κίτρινα πρόσωπα και ήθελαν να πάνε τουαλέτα. Σε μία από αυτές που έδωσα τυροπιτάκια, δεν τα έφαγε για να τα πάει στον άντρα της, ακόμα το θυμάμαι, της έβαλα σε αλουμινόχαρτο 2-3 ακόμα, τα πήρε και τα πήγε στη θάλασσα».
Σχολιάζοντας την υποψηφιότητα της για το βραβείο Νόμπελ ειρήνης 2016, μαζί με την ηθοποιό Σούζαν Σάραντον και τον ψαρά Στρατή Βαλαμιό, είπε ότι, «δεν περίμενα να το πάρω, αλλά ήθελα να το πάρει η Ελλάδα, καλό για την Ελλάδα θα ήταν. Ούτε λεφτά ήθελα ούτε τίποτα. Ήθελα όμως να πάρει τα λεφτά η Ελλάδα γιατί τα χρειάζεται, γιατί η χώρα μας πέρασε μεγάλη ταλαιπωρία με τους πρόσφυγες».