Οι μεταρρυθμίσεις αποτελούν βασικό στοιχείο για την επίτευξη του στόχου για ισχυρή, βιώσιμη και ισορροπημένη ανάπτυξη, τονίζει ο διοικητής της ΤτΕ
«Παρά τα λάθη και τις οπισθοδρομήσεις, παρά το σημαντικό οικονομικό και κοινωνικό κόστος της κρίσης, η Ελλάδα έχει σημειώσει σημαντική πρόοδο τα τελευταία επτά χρόνια, τόσο στην προσαρμογή των δημοσιονομικών και εξωτερικών ανισορροπιών της όσο και στην εφαρμογή ενός αυστηρού προγράμματος μεταρρυθμίσεων», τόνισε ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας, μιλώντας σε Συνέδριο με θέμα «Αναζητώντας την Μεταρρύθμιση στην νεότερη και σύγχρονη Ελλάδα» στην Ελληνοαμερικανική Ένωση.
Ο κ. Στουρνάρας επεσήμανε ότι ήδη έχει ξεκιήσει η αναδιάρθρωση της οικονομίας προς την κατεύθυνση ενός νέου, βιώσιμου, εξωστρεφούς αναπτυξιακού προτύπου, που βασίζεται στους τομείς των διεθνώς εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών και στην αύξηση του μεριδίου των εξαγωγών στο ΑΕΠ, ενώ παρατήρησε πως τα θεμελιώδη μεγέθη της οικονομίας είναι πολύ πιο υγιή πλέον, σε σχέση με την προ κρίσης περίοδο και αυτό όπως είπε αφήνει περιθώρια αισιοδοξίας.
Τόνισε πάντως ότι οι προβλέψεις για την ανάκαμψη της οικονομίας βασίζονται στην παραδοχή ότι το πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων και αποκρατικοποιήσεων θα υλοποιηθεί ομαλά και σύμφωνα με το καθορισμένο χρονοδιάγραμμα, εξηγώντας πως η Ελλάδα αντιμετωπίζει την πρόκληση της εφαρμογής αποτελεσματικών και περιεκτικών διαρθρωτικών αλλαγών, ώστε να κεφαλαιοποιηθεί η έως τώρα πρόοδος, να ενισχυθούν οι θετικές προοπτικές και να εδραιωθεί η εμπιστοσύνη των επενδυτών στην πορεία της οικονομίας. Όπως σημείωσε, αυτό θα έχει θετικές επιδράσεις στη ρευστότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος και στη μείωση του κόστους χρηματοδότησης του Ελληνικού Δημοσίου, επιτρέποντας τη διατηρήσιμη πρόσβαση στις διεθνείς αγορές μετά το πέρας του προγράμματος.
«Οι μεταρρυθμίσεις, σε συνδυασμό με ευνοϊκό μακροοικονομικό περιβάλλον και το κατάλληλο μίγμα δημοσιονομικής πολιτικής, αποτελούν βασικό στοιχείο για την επίτευξη του στόχου για ισχυρή, βιώσιμη και ισορροπημένη ανάπτυξη. Οι μεταρρυθμίσεις που έγιναν την περίοδο της κρίσης αναμένεται να ενισχύσουν το αναπτυξιακό δυναμικό της ελληνικής οικονομίας μεσομακροπρόθεσμα. Και καθώς η οικονομία επανέρχεται σε τροχιά ανάπτυξης, η αύξηση της απασχόλησης και της παραγωγικότητας θα είναι υψηλότερη σε σχέση με την περίπτωση που δεν θα είχαν πραγματοποιηθεί μεταρρυθμίσεις», υπογράμμισε ο κ. Στουρνάρας, παραθέτοντας τα στοιχεία της πρόσφατης έκθεσης του Lisbon Council, σύμφωνα με τα οποία η Ελλάδα εξακολουθεί να βρίσκεται στην πρώτη θέση μεταξύ των 28 χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ), με βάση το Δείκτη Προώθησης Μεταρρυθμίσεων (Adjustment Progress Indicator). «Η υψηλή θέση της Ελλάδας στον τομέα αυτόν αποδίδεται κυρίως στις προσπάθειες προσαρμογής που ξεκίνησαν το 2010 και συνεχίζονται μέχρι σήμερα, παρά τα λάθη και τα διαλείμματα αδράνειας και οπισθοδρόμησης», εξήγησε.
«Τα συνολικά οφέλη από τις μεταρρυθμίσεις είναι σημαντικά για την οικονομία. Σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, οι μεταρρυθμίσεις που ήδη θεσπίστηκαν και εφαρμόζονται, μαζί με τις υπόλοιπες μεταρρυθμίσεις που προβλέπονται στο πρόγραμμα, αναμένεται να έχουν, ceteris paribus, συνολική αυξητική επίδραση στο πραγματικό ΑΕΠ περίπου 13% εντός μιας δεκαετίας. Ωστόσο, αυτή η εκτίμηση είναι ένα ελάχιστο επίπεδο, με την έννοια ότι δεν μπορούν εύκολα να ποσοτικοποιηθούν άλλες μεταρρυθμίσεις, π.χ. η βελτίωση του δικαστικού συστήματος, η αναμόρφωση του πτωχευτικού δικαίου, ο εκσυγχρονισμός της δημόσιας διοίκησης και η αποτελεσματική αντιμετώπιση του προβλήματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Από αναλύσεις των ερευνητών της Τράπεζας της Ελλάδος προκύπτουν ανάλογες εκτιμήσεις, και η κυριότερη επίδραση προέρχεται από την ταχύτερη άνοδο της συνολικής παραγωγικότητας των συντελεστών παραγωγής», ανέφερε ακόμα.
Συνεχίζοντας, ο διοικητής της ΤτΕ τόνισε πως ο ρόλος των μεταρρυθμίσεων είναι θεμελιώδης για την αύξηση της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας, για την προσέλκυση ξένων άμεσων επενδύσεων και για την ενίσχυση της εξωστρέφειας, και μόνη οδός για να καλυφθεί το μεγάλο επενδυτικό κενό είναι η προσέλκυση ξένων άμεσων επενδύσεων, με έμφαση στους πιο παραγωγικούς τομείς της οικονομίας. «Απαραίτητη προϋπόθεση γι’ αυτά είναι η δημιουργία του κατάλληλου πλαισίου επιχειρηματικότητας, εντός του οποίου η ιδιωτική πρωτοβουλία θα λειτουργήσει αποτελεσματικά και, εκμεταλλευόμενη τα δυναμικά συγκριτικά πλεονεκτήματα της χώρας και τη σύγχρονη τεχνολογία, θα εξασφαλίσει βιώσιμη ανάπτυξη. O ρόλος του κράτους έγκειται ακριβώς στη δημιουργία αυτού του πλαισίου», σημείωσε και παρατήρησε πως τα τελευταία επτά χρόνια έγιναν σημαντικές μεταρρυθμίσεις που βελτίωσαν την ανταγωνιστικότητα τόσο σε όρους κόστους όσο και σε όρους τιμών, και διαμόρφωσαν ένα κανονιστικό περιβάλλον πιο φιλικό προς την επιχειρηματικότητα. Ωστόσο, όπως είπε, μένουν ακόμη αρκετά να γίνουν, «όπως η μείωση του μη μισθολογικού κόστους των επιχειρήσεων, η θέσπιση ενός σταθερού φορολογικού συστήματος και η δημιουργία προβλέψιμου οικονομικού περιβάλλοντος, φιλικού προς την επιχειρηματικότητα. Η ύπαρξη ενός αποτελεσματικού και ευέλικτου θεσμικού πλαισίου που διευκολύνει τις επενδύσεις, η μείωση της γραφειοκρατίας και η λήψη των απαραίτητων μέτρων για την υποστήριξη της υπάρχουσας επιχειρηματικής δραστηριότητας, αλλά και για την προώθηση της νέας επιχειρηματικότητας, μπορούν επίσης να επιδράσουν ουσιαστικά στην αναπτυξιακή πορεία της χώρας».
Αναφέρθηκε ακόμα στον εκσυγχρονισμό της δημόσιας διοίκησης, υπογραμμίζοντας ότι θα πρέπει να είναι στις βασικές προτεραιότητες του προγράμματος μεταρρύθμισης. «Η Ελλάδα για να μπορεί να είναι πρωτοπόρος των εξελίξεων, ή τουλάχιστον για να μην υστερεί, χρειάζεται σύγχρονο κράτος και αποτελεσματική δημόσια διοίκηση, ικανή να εφαρμόζει με συνέπεια τη δημόσια πολιτική και να αντιμετωπίζει με υπευθυνότητα και τεχνογνωσία τα δημόσια προβλήματα», σημείωσε, αναγνωρίζοντας πως «η μεταρρύθμιση του Δημοσίου είναι πολύ σύνθετη διαδικασία. Χρειάζεται νέο σύστημα διαχείρισης του ανθρώπινου δυναμικού, μεθοδολογία, νοοτροπία και φιλοσοφία διοίκησης και οργάνωσης πέρα από τη γραφειοκρατία και την αδράνεια. Βασικές αρχές θα πρέπει να είναι η έμφαση στους στόχους και τα αποτελέσματα, στην οικονομία των μέσων, στις νέες τεχνολογίες, στη νέα γνώση, στην ανάληψη πρωτοβουλιών, στον συστηματικό έλεγχο και την αξιολόγηση, στην απόλυτη προσήλωση στην αξιοκρατία. Η ιδέα του έξυπνου κράτους τονίζει τη δυνατότητα της διοίκησης να γνωρίζει, να μετρά επακριβώς, να αξιολογεί αντικειμενικά και κυρίως να μπορεί να διορθώνει τα πιθανώς ατυχή αποτελέσματα της δράσης της. Η μέτρηση και η αξιολόγηση των διοικητικών αποτελεσμάτων συνιστά ουσιώδη παράμετρο των σύγχρονων προγραμμάτων διοικητικής μεταρρύθμισης».
Αναφέρθηκε επίσης στη σημασία της ενίσχυσης των επενδύσεων σε έρευνα και καινοτομία και της αναβάθμισης του ρόλου της εκπαίδευσης, επισημαίνοντας πως τα ασθενέστερα σημεία του συστήματος καινοτομίας της χώρας μας εντοπίζονται στην παραγωγή νέων προϊόντων, στο κεφάλαιο επιχειρηματικού κινδύνου, στην κατοχύρωση διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας, στην ευρυζωνική διείσδυση, στη διά βίου μάθηση, στην επένδυση στην έρευνα από την πλευρά των επιχειρήσεων και στις εξαγωγές προϊόντων υψηλής τεχνολογίας. Για την ενίσχυση των καινοτομικών επιδόσεων της χώρας, τόνισε, απαιτούνται πρωτίστως μεταρρυθμίσεις και προσαρμογές, που θα δημιουργήσουν προϋποθέσεις για ισχυρότερη δυναμική εξωστρέφειας. «Οι ρυθμιστικές πολιτικές στις αγορές προϊόντων, εργασίας και κεφαλαίων έχουν σημαντική επίδραση στην ένταση της γνώσης, δεδομένου ότι μπορούν να επηρεάσουν κάθε στάδιο της διαδικασίας καινοτομίας. Επιπλέον, οι μεταρρυθμιστικές τομές σε αυτές τις πολιτικές είναι ένας ελκυστικός τρόπος για την ενίσχυση της ανάπτυξης, καθώς δεν συνεπάγονται άμεσο κόστος για τους δημόσιους προϋπολογισμούς», σχολίασε.
Καταλήγοντας, ο κ. Στουρνάρας επεσήμανε την ανάγκη να αλλάξει το παραγωγικό πρότυπο της χώρας. «Η επιστροφή στο παλιό εσωστρεφές πρότυπο, όπου η ανάπτυξη ήταν εξαρτώμενη από την εγχώρια ζήτηση, κυρίως την κατανάλωση, η οποία χρηματοδοτήθηκε από εξωτερικό δανεισμό, είναι ανέφικτη και ανεπιθύμητη. Το κράτος οφείλει να κάνει προσεκτικό και στοχευμένο σχεδιασμό των μεταρρυθμίσεων, ώστε να δημιουργούνται τα σωστά κίνητρα για τον ιδιωτικό τομέα και να αποφεύγονται προβλήματα και στρεβλώσεις που παρατηρήθηκαν στο παρελθόν. Αυτό θα επιτρέψει τη σταδιακή βελτίωση της ποιότητας των θεσμών, οι οποίοι θεωρούνται από τους βασικότερους παράγοντες που επηρεάζουν τις προοπτικές ανάπτυξης μίας οικονομίας», υπογράμμισε.
Και έκλεισε την ομιλία του τονίζοντας: «Υπάρχουν σήμερα μεγάλες ευκαιρίες που δεν θα πρέπει να μείνουν αναξιοποίητες. Για να εκμεταλλευθούμε αυτές τις ευκαιρίες, θα πρέπει κυρίως να προσαρμόσουμε κατάλληλα την αναπτυξιακή μας στρατηγική και να υιοθετήσουμε ένα εξωστρεφές αναπτυξιακό πρότυπο που θα στηρίζεται, μεταξύ άλλων, σε ιδιωτικοποιήσεις και στην αξιοποίηση της δημόσιας ακίνητης περιουσίας, με στόχο να γίνει η Ελλάδα αναπτυξιακός κόμβος στην ευρύτερη περιοχή. Θυμίζω ότι ο ΟΟΣΑ κατατάσσει την Ελλάδα ανάμεσα στις χώρες εκείνες όπου η κρατική περιουσία αντιστοιχεί σε υψηλό ποσοστό του ΑΕΠ. Κυρίως όμως πρέπει να επιζητούμε την προσέλκυση ξένων επενδύσεων και να μη χάσουμε, για μια ακόμη φορά, τις ευκαιρίες που μας παρουσιάζονται».