Οι παρατηρήσεις της ΕΚΤ και της Κομισιόν
Το πολύ υψηλό επίπεδο των μη εξυπηρετούμενων δανείων (NPLs) παραμένει η βασική αδυναμία της κυπριακής οικονομίας, καθιστώντας πιεστική την ανάγκη μίας σημαντικής επιτάχυνσης της εκκαθάρισής τους. Αυτό αναφέρουν σε ανακοίνωσή τους στελέχη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), που επισκέφθηκαν την Κύπρο από τις 25 έως τις 29 Σεπτεμβρίου, στο πλαίσιο της τρίτης μετά την έξοδο από το πρόγραμμα αποστολής παρακολούθησης της οικονομίας της.
Η αποστολή αυτή συνδυάσθηκε με μία αποστολή του ΔΝΤ, στο πλαίσιο του άρθρου IV, ενώ συμμετείχαν και στελέχη του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας για θέματα σχετικά με το Σύστημα Έγκαιρης Προειδοποίησης του ΕΜΣ, όπως μεταδίδει το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων.
Τα στελέχη της Κομισιόν και της ΕΚΤ αναφέρουν ότι χρειάζεται μία γρήγορη μεταρρύθμιση του συστήματος απονομής δικαιοσύνης, μεταξύ άλλων με την καθιέρωση ενός εμπορικού δικαστηρίου, η επικαιροποίηση του Αστικού Κώδικα και η ολοκλήρωση της μεταρρύθμισης της δημόσιας διοίκησης, ενώ ζητούν να υπάρξουν ασφαλιστικές δικλείδες που θα αποκλείουν σημαντικές υπερβάσεις δαπανών από τη μεταρρύθμιση του εθνικού συστήματος υγείας. Ενθάρρυναν, επίσης, τις κυπριακές Αρχές και άλλους ενδιαφερόμενους να κάνουν ουσιαστική πρόοδο σε άλλους σημαντικούς τομείς, όπως η ιδιωτικοποίηση άλλων μεγάλων δημόσιων επιχειρήσεων, η δημιουργία κρατικού ταμείου επενδύσεων και η μεταρρύθμιση της αγοράς ηλεκτρικού ρεύματος.
Η αποστολή διαπίστωσε ότι έχει ενισχυθεί η ανάκαμψη της κυπριακής οικονομίας, αλλά σημείωσε ότι η διατήρηση της ανάπτυξης μεσοπρόθεσμα θα απαιτήσει νέα μεταρρυθμιστική δυναμική, συνέχιση της δημοσιονομικής πειθαρχίας και επιτάχυνση της εκκαθάρισης των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Αναφορικά με τα δημοσιονομικά, σημειώνεται ότι η επίδοσή τους στο πρώτο εξάμηνο του 2017 ήταν καλύτερη του αναμενόμενου, με την αποστολή να εκτιμά ότι η Κύπρος θα καταγράψει φέτος μεγαλύτερο πρωτογενές πλεόνασμα σε σχέση με πέρυσι.
Αναφορικά με τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια σημειώνεται ότι ο όγκος τους μειώνεται, αλλά παραμένει από τους υψηλότερους στην ΕΕ και συνεχίζει να επηρεάζει αρνητικά την κερδοφορία των τραπεζών.