Η ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης κάμπτει την αβεβαιότητα, τονίζει το Ίδρυμα
Αμετάβλητη διατηρεί την πρόβλεψή του για την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας το 2017, στο 1,5%, το Ίδρυμα Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ) στην τριμηνιαία έκθεσή του που δόθηκε σήμερα στη δημοσιότητα.
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του ΙΟΒΕ, η ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης κάμπτει την αβεβαιότητα που είχε δημιουργηθεί στην προηγούμενη περίοδο, σχετικά με την επίτευξη συμφωνίας αποδεκτής από όλες τις πλευρές.
Όπως επισημαίνει το ΙΟΒΕ, εφόσον πραγματοποιηθεί ο επαναπροσδιορισμός των όρων εξυπηρέτησης του δανείου το οποίο χορηγήθηκε από τον EFSF και εγκριθεί η χρηματοδότηση της Ελλάδας από το ΔΝΤ, είναι πιθανή η ένταξή της στο μηχανισμό ποσοτικής χαλάρωσης (QE) της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. «Ανεξαρτήτως του εάν και πότε κάτι τέτοιο θα συμβεί, από ενδεχόμενες εξελίξεις προσεχώς οι οποίες θα σχετίζονται με την αναθεώρηση των όρων του δανείου από τον EFSF και τη νέα χρηματοδότηση από το ΔΝΤ, θα ενισχυθεί σταδιακά η εμπιστοσύνη διεθνώς στη βιωσιμότητα των δημόσιων οικονομικών της Ελλάδας. Από την άλλη πλευρά, δεδομένου ότι το πρώτο μισό του 2017 έχει παρέλθει και ότι τυχόν ενέργειες για τα παραπάνω ζητήματα θα υλοποιηθούν σταδιακά από το τρίτο τρίμηνο, οι θετικές επενέργειες από την ενίσχυση της αξιοπιστίας της εγχώριας οικονομίας θα γίνουν αισθητές προς το τέλος του τρέχοντος έτους», αναφέρει το Ίδρυμα.
Για τα προαπαιτούμενα μέτρα της δεύτερης αξιολόγησης, ως σημαντικότερες μεταρρυθμίσεις χαρακτηρίζονται η διευκόλυνση αδειοδότησης επενδύσεων, οι διαρθρωτικές αλλαγές στην αγορά εργασίας, οι αλλαγές στον πτωχευτικό κώδικα και τα μέτρα για τη διαχείριση μη εξυπηρετούμενων δανείων. Για τις μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας εκτιμάται ότι δεν θα επηρεάσουν σημαντικά την υφιστάμενη απασχόληση επιχειρήσεων που ήδη λειτουργούν, αφού οι προσαρμογές που χρειάζονταν στο παρελθόν, ήταν εφικτό να γίνουν τα προηγούμενα χρόνια, με τη σταδιακή άρση ακαμψιών.
Όσον αφορά στα μέτρα δημοσιονομικής προσαρμογής, το ΙΟΒΕ σημειώνει ότι καθώς τα μέτρα αυτά αφορούν στη διετία 2019 - 2020, δεν συνεπάγονται πρόσθετες επιβαρύνσεις για το 2017. Ωστόσο, παρατηρεί ότι τα νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις υφίστανται τις επιδράσεις των δημοσιονομικών μέτρων τα οποία αποφασίστηκαν κατά την πρώτη αξιολόγηση και εφαρμόστηκαν σταδιακά από τον Ιούνιο του προηγούμενου έτους έως την αρχή του 2017. Όμως, καθώς αυτά που επιβλήθηκαν στα εισοδήματα των φυσικών προσώπων είναι σε ισχύ από το τρίτο τρίμηνο του 2016, η επίδρασή τους στις μεταβολές οικονομικών μεγεθών σε σύγκριση με την αντίστοιχη περίοδο πριν ένα έτος θα εξαλειφθεί προοδευτικά από το τρίτο τρίμηνο του 2017.
Το ΙΟΒΕ προβλέπει ότι η ενίσχυση της κατανάλωσης των νοικοκυριών στο πρώτο τρίμηνο του 2017 θα συνεχιστεί στα επόμενα τρίμηνά του, όμως δεν αναμένεται να αυξηθεί περισσότερο και εκτιμάται ότι κατά μέσο στη συνέχεια του τρέχοντος έτους θα εξασθενήσει. Η τόνωση της ιδιωτικής καταναλωτικής δαπάνης προήλθε στο αρχικό φετινό τρίμηνο και θα συνεχίσει να προέρχεται κυρίως από την περαιτέρω κάμψη της ανεργίας, εξαιτίας της αύξησης της απασχόλησης σε εξωστρεφείς μεταποιητικούς κλάδους, στον Τουρισμό αλλά και στο δημόσιο τομέα. Ωστόσο, η εξασθένηση της ανεργίας μάλλον θα είναι ηπιότερη από ότι το 2016, λόγω των αυξημένων ασφαλιστικών εισφορών και της μεγαλύτερης φορολογίας εισοδήματος. Γενικότερα φέτος, στην ενίσχυση της κατανάλωσης του ιδιωτικού τομέα θα συμβάλλει η επέκταση των ηλεκτρονικών συναλλαγών, προκειμένου τα φυσικά πρόσωπα να είναι δικαιούχοι της έκπτωσης φόρου εισοδήματος.
Λαμβάνοντας υπόψη τους παράγοντες οι οποίοι θα επιδράσουν στην ιδιωτική κατανάλωση στη συνέχεια του 2017, αναμένεται ήπια διεύρυνσή της, κατά 1,4%, ενώ η δημόσια κατανάλωση θα είναι φέτος ελαφρώς μεγαλύτερη από το επίπεδό της το 2016, σχεδόν κατά 1,0%.
«Είναι γεγονός ότι σε έναν χρόνο από σήμερα, το πρόγραμμα τελειώνει. Αυτό που πρέπει να γίνει είναι μία πολύ μεγάλη προσπάθεια από όλους (την πολιτική ηγεσία, τις επιχειρήσεις, τους θεσμικούς φορείς και τους πολίτες) να μην παγιδευτούμε στο τέλμα της οικονομικής στασιμότητας. Όλοι μας πρέπει να προσπαθήσουμε να επιδιώξουμε την επίτευξη υψηλών ρυθμών ανάπτυξης, όπως έχουν κάνει άλλες χώρες. Για να το πετύχουμε αυτό θα πρέπει να παραδειγματιστούμε από χώρες, οι οποίες στο πρόσφατο παρελθόν βρέθηκαν στην ίδια δύσκολη θέση όπως και η Ελλάδα και κατάφεραν σύντομα να πετύχουν αξιοζήλευτες επιδόσεις (π.χ. Εσθονία και Τσεχία). Πρέπει εμείς να απεγκλωβιστούμε από τους κοινωνικούς προβληματισμούς του περασμένου αιώνα. Μόνο έτσι θα πετύχουμε τη μείωση του χρέους και την επιδιωκόμενη κοινωνική ευημερία», δήλωσε στη διάρκεια συνέντευξης Τύπου ο πρόεδρος του ΔΣ του ΙΟΒΕ, Τάκης Αθανασόπουλος.
Από την πλευρά του, ο γενικός διευθυντής του ΙΟΒΕ, Νίκος Βέττας ανέφερε ότι «ο πραγματικός ρυθμός ανάπτυξης για την οικονομία της χώρας εφέτος θα κινηθεί στην περιοχή του 1,5% σε πραγματικούς όρους. Σ' αυτό το ποσοστό, εάν προστεθεί ποσοστό 1,5% στον πληθωρισμό, η οικονομία θα μπορούσε κάτω από κάποιες συνθήκες, σε όρους ονομαστικούς, να τρέξει με ένα ποσοστό κοντά στο 3%. Αυτό το 1,5% σε όρους πραγματικής ανάπτυξης είναι ποσοστό που προέκυπτε από τους δικούς μας υπολογισμούς εδώ και πάρα πολλούς μήνες και σε αυτήν την πρόβλεψη συγκλίνουν τα στοιχεία. Σε σχέση με αυτά που παρουσιάσαμε σε προηγούμενες εκθέσεις φαίνεται ότι είναι διαφορετική η δυναμική των επιμέρους συνιστωσών του ΑΕΠ. Άρα, βλέπουμε ότι η κατανάλωση θα τρέξει λίγο πιο γρήγορα από ό,τι προβλέπαμε, αλλά και οι επενδύσεις θα τρέξουν πιο γρήγορα από ό,τι προβλέπαμε. Στις εξαγωγές, η εικόνα είναι ίδια με τις προηγούμενες προβλέψεις, όμως, φαίνεται ότι είναι πιο ισχυρή η δυναμική των εισαγωγών».