Εκφράζουν την αντίθεσή τους στις «καταστροφικές πολιτικές αποτροπής και τις προσπάθειές τους να ωθήσουν τους ανθρώπους που αναζητούν προστασία, μακριά από τις ευρωπαϊκές ακτές»
Δεν θα δέχονται, πλέον, χρηματοδοτήσεις από κράτη-μέλη και θεσμικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι «Γιατροί Χωρίς Σύνορα».
Όπως αναφέρεται σε σχετική ανακοίνωση, με αυτόν τον τρόπο εκφράζουν την αντίθεσή τους στις «καταστροφικές πολιτικές αποτροπής και τις προσπάθειές τους να ωθήσουν τους ανθρώπους που αναζητούν προστασία, μακριά από τις ευρωπαϊκές ακτές». Η απόφαση θα εφαρμοστεί άμεσα και θα ισχύει για τα προγράμματα των «Γιατρών Χωρίς Σύνορα» σε όλον τον κόσμο.
Όπως αναφέρει ο διεθνής γγ της οργάνωσης, Ζερόμ Ομπερέιτ, «για μήνες, οι "Γιατροί Χωρίς Σύνορα" μιλούν δημόσια για μία επαίσχυντη ευρωπαϊκή απάντηση, η οποία εστιάζει στην αποτροπή και όχι την παροχή βοήθειας και προστασίας στους ανθρώπους που τη χρειάζονται». Ο ίδιος προσθέτει ότι «η συμφωνία ΕΕ-Τουρκίας πηγαίνει ένα βήμα παραπέρα και θέτει την ίδια την έννοια του "πρόσφυγα" και την προστασία που προσφέρει σε κίνδυνο».
Επιπλέον, η οργάνωση σημειώνει ότι η νέα πρόταση που παρουσίασε την περασμένη εβδομάδα η Ευρωπαϊκή Επιτροπή για χώρες στην Αφρική και τη Μέση Ανατολή, θα επιβάλει «περικοπές στο εμπόριο και την αναπτυξιακή βοήθεια στις χώρες που δεν θα σταματούν τη μετανάστευση προς την Ευρώπη ή δεν θα διευκολύνουν τις βίαιες επιστροφές, ενώ ταυτόχρονα θα επιβραβεύονται εκείνες οι χώρες που το κάνουν».
Σύμφωνα με στοιχεία της οργάνωσης, οι «Γιατροί Χωρίς Σύνορα» παρέχουν ιατρική φροντίδα για τους πρόσφυγες και τους μετανάστες στην Ελλάδα, τη Σερβία, τη Γαλλία, την Ιταλία και τη Μεσόγειο, καθώς και σε χώρες σε ολόκληρη την Αφρική, την Ασία και τη Μέση Ανατολή. Οι δραστηριότητες των «Γιατρών Χωρίς Σύνορα» χρηματοδοτούνται κατά 92% από ιδιώτες. Το 2015, η χρηματοδότηση από θεσμικά όργανα της ΕΕ ήταν 19 εκατομμύρια ευρώ, ενώ η χρηματοδότηση από τα κράτη-μέλη 37 εκατομμύρια ευρώ. Το 2016, η οργάνωση, εκτός από τα ανθρωπιστικά προγράμματα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (ECHO), δέχθηκε θεσμική χρηματοδότηση από εννέα ευρωπαϊκές χώρες (Βέλγιο, Δανία, Γερμανία, Ιρλανδία, Λουξεμβούργο, Ολλανδία, Ισπανία, Σουηδία και Ηνωμένο Βασίλειο).