Οι παρεμβάσεις για το χρέος αρχίζουν και τελειώνουν εντός του προγράμματος χωρίς να παρατείνουν την αβεβαιότητα για μετά, αναφέρουν κύκλοι του ΥΠΟΙΚ
Οι συμφωνηθείσες στο Eurogroup παρεμβάσεις για το χρέος επιτυγχάνουν την έξοδο στις αγορές, μέσω της τόνωσης της επενδυτικής εμπιστοσύνης και της εξάλειψης των συνθηκών αβεβαιότητας στην οικονομία, ανέφεραν παράγοντες του υπουργείου Oικονομικών, προσθέτοντας ότι η συμφωνία εξασφάλισης της βιωσιμότητας του χρέους είναι προσαρμοσμένη στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της ελληνικής οικονομίας και εξασφαλίζει, για μακρύ χρονικό διάστημα, τη χρηματοδότηση της οικονομίας υπό πολύ ευνοϊκούς όρους.
Εξειδικεύοντας τον «οδικό χάρτη» για το χρέος, ο οποίος, σύμφωνα με τους ίδιους παράγοντες, αρχίζει και τελειώνει εντός του προγράμματος χωρίς να παρατείνει την αβεβαιότητα για μετά, προσδιόρισαν τις τρεις «κινήσεις» ως εξής:
α. Βραχυπρόθεσμα και εμπροσθοβαρώς θα υπάρξει:
*Ομαλοποίηση των πληρωμών τόκων. Δεν θα υπάρξουν, δηλαδή, τα «βουνά» πληρωμών, όπως του 2022 και 2023 -smoothing («Εξομάλυνση του προφίλ αποπληρωμής για το EFSF, σύμφωνα με την τρέχουσα σταθμισμένη μέση λήξη»).
*Μείωση επιτοκίων σε συγκεκριμένο κομμάτι του χρέους («Χρήση της χρηματοδότησης από EFSF /ESM για τη μείωση του κινδύνου από τα επιτόκια χωρίς να συνεπάγεται κανένα επιπλέον κόστος»).
*Σταθεροποίηση των επιτοκίων, προκειμένου να μειωθεί το ρίσκο, μέσω της αξιοποίησης εργαλείων του ESM. Τα σταθερά επιτόκια δημιουργούν ασφαλές επενδυτικό περιβάλλον καθώς αφαιρούν την αβεβαιότητα που προκύπτει από τα κυμαινόμενα.
Σημειώνεται ότι οι παράγοντες του υπουργείου δίνουν ιδιαίτερη βαρύτητα στην επισήμανση του Eurogroup ότι «η απόφαση για την εξομάλυνση του προφίλ αποπληρωμής του EFSF και τη μείωση των κινδύνων επιτοκίου θα πρέπει να λαμβάνονται ως θέμα προτεραιότητας».
β. Μεσοπρόθεσμα:
*Σύμφωνα με την απόφαση είναι δυνατόν να υπάρξει «μερική εξόφληση των υφιστάμενων δανείων προς την Ελλάδα με την ενεργοποίηση αχρησιμοποίητων πόρων στο πλαίσιο του προγράμματος του ESM, με σκοπό να μειωθεί το κόστος των επιτοκίων και να επεκταθούν οι διάρκειες». Για παράδειγμα, μπορούν να αγοραστούν από τον ESM, δάνεια του ΔΝΤ για τα οποία το σημερινό επιτόκιο είναι περίπου 3%. Αυτό θα έχει ως αποτέλεσμα το επιτόκιο να πέσει στο 0,9%.
*Χρήση των κερδών του 2014 από τον ESM και αποκατάσταση της μεταφοράς των κερδών από τα ομόλογα των προγραμμάτων ANFA και SMP στην Ελλάδα (από το οικονομικό έτος 2017) προς τον ESM για τη μείωση των μελλοντικών ακαθάριστων χρηματοδοτικών αναγκών.
*Κατάργηση του περιθωρίου επιτοκίου που σχετίζεται με την επαναγορά χρέους του 2ου ελληνικού προγράμματος για το 2018. Δηλαδή, μετάβαση σε επιτόκια back-to-back, γεγονός που σημαίνει ότι η χώρα θα μπορεί να δανείζεται με χαμηλά επιτόκια. Σήμερα, όταν ο ESM δανείζεται για τις χρηματοδοτικές ανάγκες της χώρας, η Ελλάδα πληρώνει το μέσο επιτόκιο δανεισμού του ESM. Εάν ισχύσει το back-to-back, η χώρα θα πληρώνει το επιτόκιο με το οποίο δανείστηκε ο ESM,που είναι αρκετά πιο χαμηλό.
*Εάν κριθεί απαραίτητο, μπορεί να υπάρξει κάποια στοχευμένη αναδιαμόρφωση του EFSF (π.χ. επέκταση της μέσης σταθμισμένης διάρκειας, εκ νέου απόσβεση του προφίλ του EFSF, καθώς και μείωση ή αναβολή των πληρωμών τόκων), στο βαθμό που απαιτείται, προκειμένου να κρατηθεί το GFN (Gross Financing Needs- συνολικές δαπάνες εξυπηρέτησης του χρέους) κάτω από το συμφωνηθέν σημείο αναφοράς, για να ικανοποιηθεί το ΔΝΤ, χωρίς όμως, να συνεπάγεται κανένα επιπλέον κόστος για τις χώρες του προηγούμενου προγράμματος ή για τον EFSF.
γ. Μακροπρόθεσμα:
*Συμφωνήθηκε ότι θα υπάρξει «μηχανισμός έκτακτης ανάγκης για το χρέος που θα ενεργοποιηθεί μετά την λήξη του προγράμματος του ESM για την εξασφάλιση της βιωσιμότητας του χρέους μακροπρόθεσμα». Ήτοι, θα υπάρχει αυτόματος «κόφτης» και όχι συνεχής διαπραγμάτευση και για το χρέος, που θα αποφασίζει «μέτρα, όπως η περαιτέρω αναδιαμόρφωση του EFSF και η αναβολή των πληρωμών τόκων».
*Το ΔΝΤ, που σήμερα συμφωνεί με τις προτάσεις του ESM για τα άμεσα μέτρα, δεσμεύθηκε να κάνει εντός του 2016 «ένα νέο DSA (Ανάλυση Βιωσιμότητας Χρέους)», προκειμένου να διαπιστωθεί εάν τα μέτρα που προτείνει ο ESM επαρκούν για την εξασφάλιση της βιωσιμότητας του χρέους. Δηλαδή, εάν θα υπάρξουν και άλλες ανάγκες για την υλοποίηση της αναδιάρθρωσης του χρέους, που θα πρέπει να υλοποιηθούν εντός του 2018.
Ειδικά για τις συνολικές δαπάνες εξυπηρέτησης του χρέους, αυτές θα πρέπει να παραμένουν κάτω από το 15% του ΑΕΠ κατά την μεσοπρόθεσμη περίοδο και μετά το πρόγραμμα, και κάτω από το 20% του ΑΕΠ, μετέπειτα. Η Ελλάδα δηλαδή, όπως σημειώνουν οι παράγοντες του υπουργείου, δεν θα πληρώνει πάνω από το 15% του ΑΕΠ για τόκους και χρεολύσια το μεσοπρόθεσμο χρονικό διάστημα και στη συνέχεια θα πληρώνει κάτω του 20% του ΑΕΠ. Το ποσοστό αυτό, προσθέτουν, στο οποίο θα περιλαμβάνονται και τα έντοκα γραμμάτια (τα οποία είναι σταθερά στο ύψος των 14,8 δισ. τον χρόνο), είναι χαμηλό με βάση όλους τους συγκριτικούς δείκτες για χώρες με ανάλογα οικονομικά χαρακτηριστικά. Και μειώνει αποφασιστικά τις χρηματοδοτικές ανάγκες της χώρας για τα επόμενα χρόνια.
Για τα άλλα σημεία της συμφωνίας του Eurogroup, από το υπουργείο Οικονομικών σημειώνουν ότι σχετικά με την αποπληρωμή ληξιπρόθεσμων οφειλών του Δημοσίου σε ιδιώτες, στην αγορά θα «πέσουν» 3,5 δισ. ευρώ έως το τέλος Οκτωβρίου, ποσό που είναι ίσο με το 2% του ΑΕΠ (ή μισό Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων) και θα οδεύσει εξ ολοκλήρου στην πραγματική οικονομία. Ενώ, το Eurogroup υιοθέτησε τον «μηχανισμό έκτακτης ανάγκης» όπως ακριβώς τον είχε εισηγηθεί η ελληνική πλευρά, αποτρέποντας την επιβολή των «υπό αίρεση μέτρων» ύψους 2% του ΑΕΠ ή 3,6 δισ. ευρώ.