Αναβάθμισε μόνο τις προοπτικές του ελληνικού αξιόχρεου από σταθερές σε θετικές
Στην αναβάθμιση των προοπτικών του ελληνικού αξιόχρεου από σταθερές σε θετικές, διατηρώντας το στη βαθμίδα ΒΒΒ-, προχώρησε ο οίκος πιστοληπτικής αξιολόγησης Fitch.
Ο οίκος πιστοληπτικής αξιολόγησης Fitch επιβεβαίωσε την αξιολόγησή της για το ελληνικό αξιόχρεο στη βαθμίδα ΒΒΒ- με σταθερές προοπτικές. Ο Fitch έδωσε στα ελληνικά ομόλογα την επενδυτική βαθμίδα πριν από έξι μήνες (την 1η Δεκεμβρίου 2023), κάτι που, σε συνδυασμό με την αντίστοιχη κίνηση που είχε κάνει τον Οκτώβριο του 2023 ο S&P, κατέστησε δυνατή την ένταξη τους σε διεθνείς δείκτες που παρακολουθούν μεγάλοι θεσμικοί επενδυτές.
Σε ανακοίνωσή του, ο Fitch σημειώνει ότι οι αξιολογήσεις της Ελλάδας αντανακλούν τα υψηλότερα από τον μέσο όρο των χωρών με αξιόχρεο ΒΒΒ επίπεδα κατά κεφαλήν εισοδήματος και δεικτών διακυβέρνησης καθώς και την αξιοπιστία της πολιτικής της που στηρίζεται από τη συμμετοχή της στην ΕΕ και την Ευρωζώνη. «Τα ισχυρά αυτά σημεία σταθμίζονται με τα κατάλοιπα από την κρίση κρατικού χρέους, στα οποία περιλαμβάνονται τα υψηλά επίπεδα δημόσιου και εξωτερικού χρέους καθώς και η υψηλή, αν και μειούμενη ανεργία, το χαμηλό μεσοπρόθεσμα δυναμικό ανάπτυξης και ορισμένες διαρκείς αδυναμίες στον τραπεζικό τομέα», προσθέτει.
Ο Fitch προβλέπει ότι θα συνεχισθεί η μείωση στο συνολικό έλλειμμα της γενικής κυβέρνησης στο 0,8% του ΑΕΠ το 2025, με πρωτογενή πλεονάσματα που θα ανέρχονται κατά μέσο όρο στο 2,3% την διετία 2024-2025 από 1,9% το 2023. «Η πρόσφατη επίδοση ενισχύθηκε από τις ισχυρότερες του αναμενόμενου εισπράξεις εσόδων και συγκράτηση των δαπανών».
Ο οίκος αναμένει ότι ο συνδυασμός ισχυρών δημοσιονομικών αποτελεσμάτων, σταθερών δαπανών για τόκους και μίας μέτριας ονομαστικής ανάπτυξης θα συνεχίσει να καθοδηγεί πτωτικά το δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ, στο 147,3% το 2025 από 161,9% το 2023 και κάτω από το 140% το 2028.
Αναφορικά με την ανάπτυξη, ο οίκος αναμένει ότι η αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ θα είναι 2,3% το 2024 και 2,4% το 2025 έναντι 2% το 2023, πολύ πάνω από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης (1,1%), βοηθώντας την Ελλάδα να επιτύχει κάποια εισοδηματική σύγκλιση. «Η οικονομική ανάπτυξη θα καθοδηγείται από τις αυξήσεις στους πραγματικούς μισθούς, τη συνεχιζόμενη αύξηση της απασχόλησης και τις ισχυρές επενδύσεις», αναφέρει.
Για τις τράπεζες σημειώνει ότι έχουν διατηρήσει υψηλή θέση ρευστότητας και ισχυρή κερδοφορία, ενισχυμένη από τα υψηλότερα επιτόκια, την ολοκλήρωση της αναδιάρθρωσης και την εξυγίανση των ισολογισμών τους.