Καθιερώθηκε το 1889, στη μνήμη της αιματηρής εξέγερσης των εργατών του Σικάγο, τον Μάη του 1886
Θεσσαλονίκη 1936: Ο θρήνος της μητέρας πάνω από το νεκρό γιο της, που απαθανατίστηκε από τον φωτογραφικό φακό, ενέπνευσε τον ποιητή Γιάννη Ρίτσο, στο έργο «Επιτάφιος».
Δεν είναι αργία, είναι απεργία. Συγκεντρώσεις, πορείες, συνθήματα, εργάτες που κατεβαίνουν στο δρόμο με υψωμένες γροθιές, με φωνές δυνατές. Η 1η Μαΐου, είναι ημέρα των εργατών, των αγώνων, των διεκδικήσεων που ξεκίνησε από την εξέγερση των εργατών του Σικάγου, της «μητέρας» των μαχών της εργατικής τάξης.
Τον Μάη του 1886 τα εργατικά συνδικάτα υψώνουν το ανάστημά τους διεκδικώντας ωράριο εργασίας στις 8 ώρες και καλύτερες συνθήκες εργασίας. Το βασικό αίτημά τους συνοψίζεται σε μια πρόταση: «8 ώρες δουλειά, 8 ώρες ελεύθερο χρόνο, 8 ώρες ύπνο». Εκείνη την Πρωτομαγιά, πριν από 130 χρόνια, στη δυναμική πορεία πήραν μέρος περίπου 90.000 απεργοί, ενώ σε ολόκληρη τη χώρα συμμετείχαν στην απεργία πάνω από 350.000 εργάτες από 1.200 εργοστάσια των ΗΠΑ.
Τρεις μέρες αργότερα, σε συγκέντρωση για την συμπαράσταση των απεργών, στην πλατεία Χέιμαρκετ, οι αστυνομικές δυνάμεις παίρνουν εντολή να διαλύσουν τους διαδηλωτές. Μια βόμβα που πέφτει στο μέρος των αστυνομικών πυροδοτεί το κλίμα. Τότε, αρχίζουν οι πυροβολισμοί και οι βιαιοπραγίες. Είναι ακόμα άγνωστος ο ακριβής αριθμός των θυμάτων, αφού πολλοί τραυματισμένοι έχασαν τη μάχη με την ζωή.
Η Πρωτομαγιά, όμως, ως εργατική γιορτή καθιερώνεται κάποια χρόνια αργότερα, στις 20 Ιουλίου 1889, κατά τη διάρκεια του ιδρυτικού συνεδρίου της Δεύτερης Διεθνούς (Σοσιαλιστικής Διεθνούς) στο Παρίσι, σε ανάμνηση εκείνου του ξεσηκωμού των εργατών του Σικάγο.
Στην Ελλάδα
Ο πρώτος εορτασμός της εργατικής Πρωτομαγιάς στην Ελλάδα γίνεται το 1893 από τον Σοσιαλιστικό Σύλλογο του Σταύρου Καλλέργη. Πλήθος κόσμου συγκεντρώνεται στο Παναθηναϊκό Στάδιο και σε ψήφισμά του ζητά 8 ώρες εργασία, αργία και ανάπαυση την Κυριακή και τέλος κρατική μέριμνα κι ασφάλιση στα θύματα εργατικών ατυχημάτων. Αποφασίζεται το ψήφισμα να επιδοθεί στον Πρόεδρο της Βουλής επτά μήνες αργότερα, την 1η Δεκεμβρίου 1893. Η καθυστέρηση, όμως, του Προέδρου να εκφωνήσει το ψήφισμα προκαλεί τις διαμαρτυρίες του Σταύρου Καλλέργη, ο οποίος κατόπιν εντολής του Προέδρου συλλαμβάνεται, οδηγείται στη δικαστική αίθουσα, και καταδικάζεται σε δέκα μέρες φυλάκισης.
Δεκαεπτά χρόνια μετά, το 1911 πρωταγωνιστεί η Θεσσαλονίκη στη γιορτή της Πρωτομαγιάς. Συγκεκριμένα, η Φεντερασιόν (Σοσιαλιστική Εργατική Ομοσπονδία Θεσσαλονίκης) με ιδρυτή και ηγέτη τον σοσιαλιστή Αβραάμ Μπεναρόγια και μέλη σοσιαλιστές εργάτες. Οι αστυνομικές δυνάμεις επεμβαίνουν και συλλαμβάνουν τους πρωτεργάτες, ανάμεσα σ΄αυτούς τον Μπεναρόγια, που εξορίζεται στη Σερβία. Στην Αθήνα η Πρωτομαγιά γιορτάζεται με πρωτοβουλία του Ν.Γιαννιού στο Μετς, με το ίδιο σύνθημα της εξέγερσης του Σικάγο, «8 ώρες δουλειά, 8 ώρες ανάπαυση και 8 ώρες ύπνο».
Την επόμενη αμέσως χρονιά, το 1912 γιορτάζεται και πάλι στο Μετς, ενώ περνάνε επτά χρόνια, το 1919, για να κατέβουν εργάτες στους δρόμους σε 12 ελληνικές πόλεις.
Το 1936 γράφονται οι μαύρες σελίδες στην ιστορία της Πρωτομαγιάς. Της ματωμένης Πρωτομαγιάς, όπως χαρακτηρίστηκε, όταν καπνεργάτες της Θεσσαλονίκης αποφασίζουν να κατέβουν σε απεργία για τη διεκδίκηση των δικαιωμάτων τους.
Από την 1η και έως τις 8 Μαΐου, οι απεργίες και οι κινητοποιήσεις επεκτείνονται και σε Σέρρες, Δράμα, Ξάνθη, Βόλο. Στις 9 Μαΐου ξεκινά γενική απεργία στη Θεσσαλονίκη, στην οποία συμμετέχουν και άλλοι κλάδοι, σε ένδειξη συμπαράστασης στους καπνεργάτες. Οργανώνονται συλλαλητήρια και πορείες, ενώ η Χωροφυλακή προσπαθεί να εμποδίσει τους διαδηλωτές να κατευθυνθούν προς το Διοικητήριο. Με πυροβολισμούς προσπαθούν να διαλύσουν και άλλες συγκεντρώσεις σε διάφορα σημεία της πόλης.
Στη συγκέντρωση στη διασταύρωση Εγνατίας και Βενιζέλου, χωροφύλακες πυροβολούν και σκοτώνουν 8 εργάτες. Σ' αυτό το σημείο έχει στηθεί το Μνημείο του Καπνεργάτη. Συνολικά οι νεκροί φτάνουν τους 12 και τραυματίες τα 300 άτομα. Ο θρήνος της μητέρας πάνω από το νεκρό γιο της, που απαθανατίστηκε από τον φωτογραφικό φακό, ενέπνευσε και τον ποιητή Γιάννη Ρίτσο, στο έργο «Επιτάφιος».