O Maurizio de Rosa μιλάει για το βιβλίο του “Ωραία σαν τους Έλληνες”

Το βιβλίο του τιτλοφορείται στα ιταλικά «Bella come I greci», κυκλοφορεί από τις εκδόσεις UniversItalia και παρουσιάζεται στις 29 Μαρτίου, στις 7 το απόγευμα, στο Ιταλικό Ινστιτούτο της Πατησίων

«Ωραία σαν τους Έλληνες» είναι ο τίτλος που διάλεξε προκειμένου να συνοψίσει την ιστορία της ελληνικής λογοτεχνίας από το 1880 μέχρι τις ημέρες μας ο Ιταλός κλασικός φιλόλογος και μεταφραστής Maurizio de Rosa. Το βιβλίο του τιτλοφορείται στα ιταλικά «Bella come I greci», κυκλοφορεί από τις εκδόσεις UniversItalia και παρουσιάζεται στις 29 Μαρτίου, στις 7 το απόγευμα, στο Ιταλικό Ινστιτούτο της Πατησίων. Τα στοιχεία που ξεχωρίζουν στην ελληνική λογοτεχνία, λέει ο Maurizio de Rosa στη συνέντευξη την οποία παραχώρησε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, είναι η συνεχής αναζήτηση της ταυτότητας, η εμπειρία του μεταιχμίου και των «συνόρων» και η σύνθεση του δυτικοευρωπαϊκού στοιχείου με το εγχώριο.

ΕΡ: Η θέση επί τη βάσει της οποίας εξετάζετε την ιστορία της ελληνικής λογοτεχνίας στο βιβλίο σας είναι η θέση της Ελλάδας μεταξύ Ανατολής και Δύσης, η θέση μιας χώρας, όπως γράφετε, ανάμεσα στην Ευρώπη και τα Βαλκάνια. Πώς συνδέετε την ιστορία της Ελλάδας με την ιστορία της λογοτεχνίας της;

ΑΠ: Η ιστορική περιπέτεια ενός λαού αποτυπώνεται σε όλο το φάσμα των πολιτισμικών εκφάνσεών του. Στην Ελλάδα, η βυζαντινή παρακαταθήκη, η συνεχής επαφή (είτε συγκρουσιακή είτε ειρηνική αλλά πάντα γόνιμη) με άλλους πολιτισμούς και η γεωγραφική θέση στο σταυροδρόμι γλωσσών και πολιτισμών μπόλιασε και μπολιάζει μέχρι σήμερα τη λογοτεχνία με ζητήματα όπως η ταυτότητα, η εμπειρία των «συνόρων» και το ιδιαίτερο κράμα πραγματολογικού και υπερβατικού στοιχείου.
Ένα άλλο επίσης σημαντικό ζήτημα είναι η λειτουργία της λογοτεχνίας ως ιστορικής μαρτυρίας και κοινωνικής παρέμβασης. Η ανάδειξη της πολυπλοκότητας της ελληνικής ταυτότητας μπορεί να προσδώσει άλλη διάσταση στις ελληνικές σπουδές αφού διαχρονικά ο γεωγραφικός χώρος του ελληνισμού εκτείνεται από το Λονδίνο μέχρι τη φλεγόμενη σήμερα Μέση Ανατολή. Για μένα πραγματικό σύμβολο του σύγχρονου ελληνισμού είναι ο Διγενής Ακρίτας: με τη διπλή του φύση ζει στο μεταίχμιο μεταξύ διαφορετικών κόσμων. Στα σύνορα νιώθεις επισφαλής, βλέπεις όμως πράγματα που δεν βλέπουν όσοι μένουν στο κέντρο.

ΕΡ: Όπως προκύπτει από την αφήγησή σας, η ελληνική λογοτεχνία έχει μιαν ευρωπαϊκή αφετηρία με επιτόπιες ρίζες. Ο ευρωπαϊκός ρομαντισμός του Σολωμού αγκαλιάζει το δημοτικό τραγούδι και τη δημοτική παράδοση. Κατά πόσο συνεχίζεται αυτή η σύζευξη και στα χρόνια που ακολουθούν τον Σολωμό;

ΑΠ: Ολόκληρη η ελληνική λογοτεχνία, ήδη από τον 13ο αιώνα, χαρακτηρίζεται από την προσπάθεια συγκερασμού του δυτικοευρωπαϊκού στοιχείου με το εγχώριο. Μετά τον Σολωμό, με μερική εξαίρεση την πεντηκονταετία 1830-1880, και από τον Παλαμά και μέχρι σήμερα, με αποκορύφωμα τη γενιά του '30, μέλημα του έλληνα λογοτέχνη είναι η δημιουργία μιας αυθεντικής και πρωτότυπης λογοτεχνίας, με επίκεντρο όχι το πώς οι άλλοι βλέπουν την Ελλάδα, αλλά το τι σημαίνει η Ελλάδα για τους ίδιους τους Έλληνες. Πρόκειται για πολύ μεγάλο εγχείρημα εφόσον καμιά άλλη χώρα στην Ευρώπη δεν έχει παλέψει τόσο πολύ με τον ίδιο της τον μύθο.

ΕΡ: Αναφέρεστε συχνά στη σχέση δημόσιου και ιδιωτικού, όπως αποτυπώνεται σε διάφορες φάσεις της ιστορίας της ελληνικής λογοτεχνίας. Ποια ακριβώς είναι η σημασία και η δυναμική αυτής της σχέσης;

ΑΠ: Το γλωσσικό ζήτημα, οι δυσκολίες της ιστορικής διαμόρφωσης της σύγχρονης Ελλάδας, ο συνεχής προβληματισμός πάνω στην ταυτότητά της (θρησκευτική, γλωσσική, εθνική), η απήχηση του μαρξισμού κτλ. επέβαλαν στον έλληνα συγγραφέα να τοποθετείται συνέχεια πάνω σε ζωτικά ζητήματα: σε ποια γλώσσα θα γράψει, αν θα μιλήσει για τα δεινά του λαού του ή αν θα προτιμήσει να κλειστεί στον εαυτό του, πώς θα αντιμετωπίσει τα εθνικά θέματα κτλ. Εκ των πραγμάτων στην Ελλάδα σπάνια η λογοτεχνική δραστηριότητα υπήρξε μια αποκλειστικά ιδιωτική, καλλιτεχνική υπόθεση, με ό,τι κάτι τέτοιο συνεπάγεται ως προς το καλλιτεχνικό αποτέλεσμα. Αυτό άλλαξε άρδην στη μεταπολίτευση, αν και τα τελευταία έξι με επτά χρόνια η Ιστορία (που κάθε άλλο παρά στο τέλος της έφτασε) καλεί εκ νέου τους καλλιτέχνες να αναμετρηθούν μαζί της.

ΕΡ: Και για να έρθουμε στο παρόν. Ποια νομίζετε πως είναι τα βασικά χαρακτηριστικά που αναπτύσσει η ελληνική λογοτεχνία (πεζογραφία και ποίηση) μετά το 1974;

ΑΠ: Συνήθως αναφέρεται το «ιδιωτικό όραμα» ως βασικό χαρακτηριστικό της ελληνικής λογοτεχνίας της μεταπολίτευσης. Μετά την αποκατάσταση της δημοκρατίας και την επίλυση του γλωσσικού ζητήματος, μαζί με την οικονομική ευημερία και την πλήρη ένταξη της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, δεν έμενε στους συγγραφείς παρά να αφοσιωθούν στην τέχνη τους με τον τρόπο που το έκαναν οι ξένοι ομότεχνοί τους. Αυτό αποτυπώνεται στην ποσοτική, αν όχι και ποιοτική, υποχώρηση της ποίησης (που περιορίστηκε στην ανάλυση της όλο και δυσκολότερης ανθρώπινης επικοινωνίας μετά το τέλος των μεγάλων αφηγημάτων) και στον θρίαμβο της πεζογραφίας, καθώς επίσης και στον εκσυγχρονισμό της αγοράς του βιβλίου. Από την άλλη, η ελληνική λογοτεχνία διεύρυνε τους ορίζοντές της, εμπλουτίζοντας σε πολύ μεγάλο βαθμό τη θεματολογία της. Παράλληλα σμιλεύτηκε μια καινούρια λογοτεχνική γλώσσα: η χυμώδης δημοτική της παράδοσης εξελίχθηκε σε ένα καλοδουλεμένο και αποτελεσματικό εκφραστικό εργαλείο στην υπηρεσία μιας λογοτεχνίας που δεν φοβάται να αφηγηθεί την πολυπλοκότητα του σύγχρονου κόσμου.

ΕΡ: Σημειώνετε για το σύγχρονο ιστορικό μυθιστόρημα πως εκείνο το οποίο πρωτίστως αναζητεί είναι ο εθνικός και ο πολιτισμικός χαρακτήρας του νέου ελληνισμού. Ποιες είναι οι διαφορές του σύγχρονου ιστορικού μυθιστορήματος στην Ελλάδα από τις παλαιότερες εκδοχές του; Ποια είναι τα καινούργια δεδομένα που προσκομίζει;

ΑΠ: Το ιστορικό μυθιστόρημα έχει μεγάλη παράδοση στην Ελλάδα ήδη από την εποχή της Παλιάς Αθηναϊκής Σχολής. Τότε στόχος του ήταν κυρίως η τέρψη των αναγνωστών με έντονες αναφορές στο ελληνιστικό και το βυζαντινό μυθιστόρημα ενώ αργότερα απόκτησε καθαρά εθνικιστική χροιά. Με τη γενιά του '30 παρατηρούμε μια τεράστια μετατόπιση. Το ιστορικό μυθιστόρημα εξερευνά πλέον την πολυπλοκότητα του ελληνισμού, τις πολλαπλές του ιστορικές καταβολές και αφετηρίες και, εντέλει, τον πλούτο και τις συναρπαστικές περιπέτειες της ιστορικής του διαδρομής. Σε πιο πρόσφατες εποχές, το ιστορικό μυθιστόρημα θα μιλήσει για την Ελλάδα υπό το πρίσμα εννοιών όπως π.χ. της ταυτότητας (φυλετικής και εθνικής) και της ετερότητας, αναδεικνύοντας τις ενδιαφέρουσες αντιφάσεις που παρουσιάζει η ιστορία του ελληνισμού στο πλαίσιο της μεταμοντέρνας συνθήκης.

ΕΡ: Είστε, εκτός από ιστορικός της ελληνικής λογοτεχνίας, και συστηματικός μεταφραστής της. Γιατί παρά τις επίπονες προσπάθειες τω μεταφραστών, τις δικές σας και άλλων, δεν έχουν κατορθώσει μέχρι στιγμής να εξασφαλίσουν ένα μόνιμο ακροατήριο στο εξωτερικό οι Έλληνες συγγραφείς;

ΑΠ: Στην Ιταλία ο απολογισμός δεν είναι εντελώς αρνητικός. Τα τελευταία δεκαπέντε κάποιοι συγγραφείς κατάφεραν να κερδίσουν το ενδιαφέρον του κοινού και της κριτικής ενώ ο Καβάφης και ο Ρίτσος, στον χώρο της ποίησης, έχουν φανατικούς αναγνώστες. Θεωρώ εκ των ων ουκ άνευ την αρωγή της πολιτείας, κυρίως όσον αφορά την προώθηση της ελληνικής λογοτεχνίας στο εξωτερικό, τη συμμετοχή σε εκθέσεις και λογοτεχνικά φεστιβάλ, τη συλλογική και συστηματική δουλειά πάνω σε έναν περιορισμένο κάθε φορά αριθμό έργων και δημιουργών.

ΕΡ: Ποιο είναι το σχήμα της ελληνικής λογοτεχνίας που προκύπτει από το σώμα των μεταφράσεών σας; Πώς συστήνεται μέσα από τις μεταφράσεις σας η ελληνική λογοτεχνία στην Ιταλία;

ΑΠ: Συστήνεται ως μια λογοτεχνία ανήσυχη, ενδιαφέρουσα, πολυφωνική και απρόβλεπτη. Από την πείρα μου, όσοι Ιταλοί δεν την γνώριζαν και μπήκαν στον κόπο να την προσεγγίσουν, δεν έμειναν απογοητευμένοι.
Το βιβλίο του Maurizio de Rosa εντάσσεται στη σειρά «Letteratura e civiltΰ della Grecia moderna» (μια σειρά δοκιμίων για τη λογοτεχνία και τον πολιτισμό της σύγχρονης Ελλάδας) με διευθυντή τον Cristiano Luciani, που διδάσκει νεοελληνική λογοτεχνία στο Πανεπιστήμιο Τορ Βεργκάτα της Ρώμης. Τα άλλα βιβλία της σειράς, που θα παρουσιαστούν στο Ιταλικό Ινστιτούτο μαζί με το «Bella come I Greci», είναι τα «Estetica, filologia e politica nell'Ottocento Greco» («Αισθητική, φιλολογία και πολιτική κατά τον 18ο αιώνα στην Ελλάδα» του Cristiano Luciani και «Binari, ruote e ali in Grecia» («Σιδηροτροχιές, τροχοί και φτερά στην Ελλάδα») της Gilda Tentorio.