Το νέο του μυθιστόρημα «παντρεύει» με τους αναγνώστες του ο Γιάννης Ξανθούλης, την Δευτέρα 9 Νοεμβρίου, στο βιβλιοπωλείο Ιανός, ώρα 8.30 μ.μ. με τίτλο «Την Κυριακή έχουμε γάμο». Την «κουμπαριά» έκαναν οι εκδόσεις Διόπτρα στο δυναμικό των οποίων εντάχθηκε ο ξεχωριστός συγγραφέας.
Το νέο του έργο, αποκλειστική δημοσίευση του οποίου παρουσιάζει το Αθηναϊκό-Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων, είναι μια καταβύθιση στις μνήμες των παιδικών του χρόνων με μια ανάδυση στο σήμερα με ήρωες που διαπλέκονται στο χρόνο. Μια συνδυαστική αφήγηση γεγονότων και ευφάνταστης πλοκής που εξάπτουν το ενδιαφέρον από την πρώτη μέχρι την τριακοσιοστή εβδομηκοστή τέταρτη (τελευταία) σελίδα που έγραψε τον Αύγουστο του 2015, όπως υποσημειώνει ο ίδιος στο τέλος του ιντριγκαδόρικου πεζογραφήματός του.
Ο συγγραφέας ξεκινάει με ένα βροχερό Μάρτη στην Αθήνα του σήμερα. Ο 73χρονος παππούς Ιορδάνης Λεοντίου, που έχει χάσει την γυναίκα του από ανεύρυσμα και δήλωνε κατά καιρούς, με καμάρι, στην εννιάχρονη εγγονή του Βικτώρια, ότι στη ζωή του υπήρξε... δολοφόνος, αποφασίζει να φύγει απροειδοποίητα από το σπίτι των παιδιών του προκειμένου να παραβρεθεί σε ένα γάμο κάπου στον μακρινό νομό Έβρου. Την ημέρα της εξαφάνισής του η εγγονή του επισκεπτόταν με την τάξη του εκπαιδευτηρίου όπου φοιτούσε το Μουσείο Φυσικής Ιστορίας. Κατά τη ξενάγηση η μικρή Βικτώρια με έντονη θεατρικότητα αρχίζει να περιγράφει τα μυθολογικά χαρακτηριστικά του φυτού παιωνία. Στο ερώτημα του παριστάμενου επιστημονικού συμβούλου πως τα γνωρίζει όλα αυτά, η συμμαθήτριά της Ελιάνα αποκαλύπτει ενώπιον όλων ότι τα διδάχτηκε από τον παππού της που ήταν δολοφόνος-μάγος και γνώριζε όλα τα φυτά που σκοτώνουν. Εξοργισμένη η Βικτώρια τραυματίζει την καλύτερή της φίλη με ένα στυλό στην παλάμη. Καθώς έρχεται το ασθενοφόρο, το αίμα από το τραυματισμένο χέρι της είχε σταματήσει και η παλάμη της αναπαύεται πάνω στο πόδι της μητέρας της που ήδη είχε καταφθάσει τρέχοντας στο Μουσείο. Έτσι το ασθενοφόρο αντί να παραλάβει τη μικρή μαθήτρια, παίρνει την δασκάλα που σε κατάσταση υστερική φωνάζει ότι το αίμα θα πνίξει όλη την τάξη...
Ο συγγραφέας περνάει στο επόμενο πλάνο: Ο παππούς Ιορδάνης νανουρίζεται στο τραίνο που κατευθύνεται προς τον Έβρο . Νυχτώνει. Στην απέναντι θέση κάθεται μια περιποιημένη πενηντάχρονη και όταν πάει να τον πάρει ο ύπνος αισθάνεται ότι τον αγγίζει. Πως την λένε; Είναι όνειρο ή πραγματικότητα; Ο γάμος γίνεται τώρα ή έχει γίνει;
Η συνέχεια στο βιβλίο...
Ο Γιάννης Ξανθούλης γεννημένος το 1947 στην Αλεξανδρούπολη από γονείς πρόσφυγες της ανατολικής Θράκης μας χαρίζει ένα ακόμη παιγνιώδες πεζογράφημα, συνεχίζοντας την ανοδική πορεία του στην σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία την οποία ξεκίνησε με το «Καλοκαίρι που χάθηκε στον χειμώνα» (1984), με το ευπώλητο «Το πεθαμένο λικέρ» για να ακολουθήσουν «Το ροζ που δεν ξέχασα», «Η εποχή των καφέδων», «Το τρένο με τις φράουλες», «Ύστερα ήρθαν οι μέλισσες», «Ο Τούρκος στον κήπο», «Το τανγκό των Χριστουγέννων», «Ο θείος Τάκης», «Του φιδιού το γάλα», «Κωνσταντινούπολη - Των ασεβών μου φόβων», «Η εκδίκηση της Σιλάνας», «Δεσποινίς Πελαγία» και «Ο γιος του δασκάλου» (2012).
Επιζητώντας -όπως ο ίδιος έχει δηλώσει- απαιτητικούς αναγνώστες, επιφυλάσσει και στο πρόσφατο δημιούργημά του μία ιστορία με εναλλαγή χιούμορ και πικρίας, παίζοντας με τον παρελθόντα χρόνο και το χρόνο του σήμερα. Αποτολμώντας ανατροπές που γοητεύουν, εκπλήξεις που κρατούν αδιάπτωτο το ενδιαφέρον και αιφνιδιασμούς που συνεπαίρνουν. Εικόνες, τοπία, πρόσωπα, διάλογοι, αντικείμενα, εναλλάσσονται με παρατηρήσεις, σκέψεις και υπονοούμενα, έχοντας ως φόντο την ιστορία της δεκαετίας του '50 και εντεύθεν, με διακριτικές αναφορές στις πολιτικοκοινωνικές καταστάσεις. Τα σημερινά χαμόγελα πλέκονται με την χθεσινή θλίψη ενώ το ενήλικο παρόν ανακαλεί την παιδικότητα του χθες. Ένα γοητευτικό λογοτέχνημα με μυστικά και φανερώματα ζωής.
Ακολουθεί η προδημοσίευση από την πρώτη ενότητα:
Γιάννης Ξανθούλης
Την Κυριακή έχουμε γάμο
Εκδόσεις Διόπτρα
Οκτώβριος 2015
Τώρα ο Ιορδάνης νανουριζόταν στο τρένο κοιτάζοντας έξω τα τοπία της βροχής, με τη βεβαιότητα ότι άφηνε πίσω την ηλικία του, τη δυσαρέσκεια από τις παραξενιές που του καταλόγιζαν, τους στοργικούς θυμούς των παιδιών του και τα αφηρημένα μωσαϊκά από τα δεκάδες χάπια που έπαιρνε. Μόνο την έγνοια της εγγονής του κρατούσε μέσα του και λιγότερο του μικρού Λουκά, γιατί ήξερε πως ο γιος του γιου του πατούσε πιο σταθερά απ' ό,τι η Βικτώρια στον ακατάληπτο κόσμο τού σήμερα.
Το «σήμερα» για τον Ιορδάνη Λεοντίου δεν ήταν η προέκταση του «χθες», αλλά μια ανάπηρη περίπτωση χρόνου ενάντια στον δικό του κόσμο που, από λεπτό σε λεπτό, στένευε απελπιστικά. Όμως στην ευχάριστα πνιγηρή ατμόσφαιρα του τρένου, με τις εμποτισμένες από τσιγάρα παλαιών καπνιστών ταπετσαρίες, όλα διαλύονταν για να μπουν σε μια καινούργια τάξη, πιο καλοσυνάτη και καταληπτή.
Δεν είχε λόγο να ανησυχεί για το πού πήγαινε, αφού ήταν όλα σχεδιασμένα από καιρό για τον γάμο. Δεν ανησυχούσε ούτε για τον τόπο προορισμού του ούτε για το ποιος θα τον περίμενε, αφού οι παλιές φωνές, τα φιλιά και οι αγκαλιές τον καρτερούσαν, για να επαναληφθούν με την ίδια ζέση. Ούτε η αγωνία των παιδιών του τον απασχολούσε. Μάλλον θα είχαν πάρει έξαλλοι τους δρόμους, αλλά αυτό ήταν δικό τους αποκλειστικά πρόβλημα. Εκεί όπου θα έφτανε τον γνώριζαν καλύτερα απ' ό,τι ο ίδιος τον εαυτό του, αφού όλα είχαν καθοριστεί και ξαναπαιχτεί με σχολαστικότητα από τις «μυστικές θεότητες των πεπρωμένων».
Χαμογέλασε που αναδύθηκαν από μέσα του τέτοιες υπερβολικά μπαρόκ εκφράσεις, αλλά πάνω απ' όλα χαιρόταν που στις τσέπες του δεν βρισκόταν κανένας ρουφιάνος υψηλής τεχνολογίας, γιατί ποτέ δεν διανοήθηκε να ενδώσει στην τρέλα της κινητής τηλεφωνίας ή σε ανάλογα προδοτικά μαραφέτια. Φοβόταν τον πολτό της παράλογης επικοινωνίας των καιρών που άφηνε πίσω, αφού ό,τι αντιλαμβανόταν ήταν μια αποξένωση καταχρηστικά αμπαλαρισμένη σε ήχους με σαλιωμένα επιφωνήματα μοναξιάς.
Τώρα ξεγλιστρούσε επιτέλους από τη συγκεχυμένη ηχώ που καθόριζε τη ζωή του ηλικιωμένου άντρα που, συμπτωματικά, έφερε το όνομά του. Με μισάνοιχτα μάτια, απολάμβανε την ουδέτερη ατμόσφαιρα στο πολυκαιρισμένο κουπέ με τα βελούδινα καθίσματα στο χρώμα της σοκολάτας, «...μάλλον γάλακτος», ψιθύρισε. Και αποφάσισε να μην ξανασκεφτεί τον άχρονο χρόνο, τότε δηλαδή που κατάπινε αναζωογονητικές βιταμίνες, κύριος οίδε ποιας χρησιμότητας. Δέντρα με βροχή, σταθμοί γκρίζοι με το κόκκινο καπέλο του σταθμάρχη για αντίστιξη στα πένθη των αποχαιρετισμών, βουνά με βροχή, πεδιάδες και χωράφια με εφηβικά στάρια και το σταχτοδοχείο κάτω από το παράθυρο, ξέχειλο από γόπες προϊστορικών καπνιστών. Αλλά, δεν βαριέσαι, έτσι ήταν πάντα τα σωστά τρένα...
Σαν να ήθελε να ξεμπερδέψει οριστικά με τον εκνευριστικά ενήλικο εαυτό του, ονειρεύτηκε μιαν από τις μίζερες Κυριακές που το δωμάτιο φωτιζόταν από το γαλακτερό φως της τηλεόρασης, την οποία έτσι κι αλλιώς μισούσε για την αναπαραγωγή μιας ζωής που δεν τον ενδιέφερε. Το ασύνειδό του επέλεξε μια κρύα σκοτεινή Κυριακή, από αυτές που θέλεις να δραπετεύσεις με οποιοδήποτε κόστος. Κι ενώ προχωρούσε το δράμα της Κυριακής, ξαφνικά μια χλομή αλλά παρήγορη δέσμη ήλιου τρύπωσε από τα μαύρα σύννεφα, για να καρφιτσωθεί στο στήθος του, τυλίγοντάς τον σιγά σιγά, ως πάνω στον λαιμό, σαν κασκόλ. Ίσως και να έβγαλε μια κραυγή ενθουσιώδη ο Ιορδάνης.
'Ανοιξε τα μάτια, ευγνώμων που ένιωθε το ταρακούνημα του τρένου στον πισινό του. Σκοτείνιαζε για βράδυ ή αποχαιρετούσαν το βράδυ; Μπερδεύτηκε προς στιγμήν, αλλά το ερώτημα δεν τον απασχόλησε ιδιαίτερα. Απέναντί του καθόταν μια γυναίκα -κάτω από τα πενήντα την έκανε- κρατώντας σφιχτά μια τσάντα από δέρμα κροκοδείλου.
Την παρατηρούσε όχι τόσο γιατί είχε επίμονα καρφωμένο το βλέμμα της πάνω του, αλλά για το ύφος θριάμβου που διέκρινε μεταξύ μύτης και σαγονιού. Ειδικά στα χείλη της ζωγραφιζόταν το χαμόγελο μιας ειρηνικής αλλά όχι αναίμακτης νίκης, μάλλον έναντι του άμοιρου κροκοδείλου που κατέληξε τσάντα στα χέρια της. Του φάνηκε πως του χαμογέλασε, αλλά δεν μπήκε στον κόπο να ανταποδώσει.
Οπωσδήποτε θα υπήρχαν κι άλλοι συνταξιδιώτες στο τρένο, αν και δεν τους είχε δει. Πάντως δυσανάλογα λίγοι για ένα τέτοιο τρένο με προορισμό την άκρη της χώρας. Θυμήθηκε πως τα τελευταία χρόνια ο κόσμος δεν προτιμούσε τα τρένα, κυρίως για οικονομικούς λόγους.
Η απέναντι γυναίκα -που, όπως κατάλαβε, ήθελε με κάθε τρόπο να του δηλώσει την παρουσία της, αν και ήταν μόνο οι δυο τους- έβγαλε τις αντιαισθητικές μπότες της, επίσης από δέρμα κροκοδείλου, τεντώνοντας τα πόδια. Φορούσε μοβ καλσόν με πυκνή ύφανση. Έτσι έδειχνε καλύτερη, αν και είχε περάσει αρκετός καιρός από τότε που ο Ιορδάνης πρόσεξε για τελευταία φορά κάποια γυναίκα σαν άντρας. Κολακεύτηκε διαπιστώνοντας πως κάπου μέσα του αναδευόταν ακόμα ο αρσενικός δαίμονας, ακινητοποιημένος πολύ προτού χάσει τη σύζυγό του από ανεύρυσμα. Αντιγόνη την έλεγαν. Επανέλαβε από μέσα του κάμποσες φορές το όνομα της εκλιπούσης, θαυμάζοντας χωρίς καμιά συγκίνηση το γεμάτο εύρωστα φωνήεντα τετρασύλλαβο όνομα: Αντιγόνη, Αντιγόνη, Αντιγόνη...
Τον πήρε ο ύπνος χωρίς όνειρα, όπως έπρεπε, γιατί χρειαζόταν το ταχύτερο να αποτοξινωθεί από όνειρα ανάρμοστα στη νέα του κατάσταση. Μόνο ένα σμήνος πουλιών ονειρεύτηκε - που δεν ήταν όμως πουλιά, αλλά οι ενήλικες στιγμές του που φτερούγιζαν με χάρτινα φτερά στο χρώμα της στάχτης.
Ένα δυνατό τράνταγμα τον ξύπνησε, ξεκίνημα προφανώς από κάποιον σταθμό με βροχερή ονομασία, ενώ βεβαιωνόταν πως κάτι σάλευε ανάμεσα στους μηρούς του. Κάτι που σταμάτησε προς στιγμήν, αλλά, εντός δευτερολέπτων, ξανάρχισε να εκπέμπει σήματα Μορς - πώς του 'ρθαν τα Μορς;
Σε άλλη περίπτωση θα γελούσε μ' εκείνο το προκλητικά ευχάριστο γαργαλητό, καθώς τα δάχτυλα του δεξιού μοβ ποδιού της γυναίκας απέναντι έπαιζαν προσεγγίζοντας τον καβάλο του. 'Αφησε την πρωτοβουλία στην τολμηρή «κυρία κροκοδείλου», όπως την κατέγραψε ο εγκέφαλός του. Το ασθενικό φως πάνω από τη μισάνοιχτη λόγω βλάβης πόρτα του κουπέ τρεμόπαιζε, βαθαίνοντας το σοκολατί χρώμα του βελούδου.
«Πικρή σοκολάτα...» ψιθύρισε ο Ιορδάνης χωρίς ήχο.
Η μηχανή του τρένου αγκομαχούσε πάλι στην ανηφόρα, σαν γερασμένος εραστής που αγωνίζεται να αποδείξει πως δεν παραιτήθηκε από τις αναμνήσεις των παλιών του ρεκόρ. Έξω απλωνόταν το ψυχρό μούχρωμα του Μάρτη. Ό,τι δεν εξαφάνιζε η βροχή, το 'κρυβε το σκοτάδι που απλωνόταν ράθυμα. Σφάλισε τα μάτια αλλάζοντας στάση, για να διευκολύνει τα ανυπόμονα δάχτυλα της γυναίκας. Προσποιήθηκε αδέξια τον κοιμισμένο, μιας και αυτό απαιτούσε η σύμβαση τούτης της απρόσμενης επαφής. Αλλά αυτά τα προσχήματα στο μισοσκόταδο δεν είχαν σημασία. Στη σιωπή όλα ήταν πιο εύκολα. Εξάλλου δεν είχαν ανταλλάξει μεταξύ τους παρά νεύματα αόριστα, εν είδει βουβής συνεννόησης, όσες φορές οι τροχοί στρίγκλιζαν από την πολυκαιρία και τη βροχή.
Το πόδι-υπνοβάτης -του άρεσε να το φαντάζεται έτσι- μάλαζε τώρα πιο αποφασιστικά από πριν την πλέον παραμελημένη περιοχή του κορμιού του. Παραμελημένη από τότε που μπήκε «υπό κηδεμονία», όπως συνήθιζε να λέει. Δεν αστειευόταν. Οι γύρω του το 'παιρναν για αστείο, για να ξορκίσουν την αλήθεια. Ο Ιορδάνης άφησε έναν αναστεναγμό, που ακούστηκε σαν θριαμβευτική κατάφαση, όταν το πέλμα της μοβ καλοσύνης ανέλαβε επιδέξια να αφυπνίσει τον ανδρισμό του. Ήρθαν κοντά και μετά πιο κοντά. Τόλμησε να ρωτήσει το όνομά της, αλλά στο μισοσκόταδο και με την ερωτική χορογραφία που λίγωνε τις ανάσες τους να κορυφώνεται δεν άκουσε τίποτα.
Λαχταρισμένος που διαπίστωνε την επάρκεια των ερωτικών του μηχανισμών, αναζήτησε περισσότερα από το μοβ πέλμα της γυναίκας. Τα χέρια, τα κουμπιά του πουκαμίσου, το ψυχρό μέταλλο των φερμουάρ, η σάρκα διαφορετική σε κάθε τμήμα του κορμιού, η καλοδεχούμενη καμπυλότητα του στήθους. Τα νύχια της πάνω από την καρδιά του. Θα την ξερίζωνε, άραγε; σκέφτηκε χωρίς να τον νοιάζει. Αφυπνίστηκαν οι αδένες, θύμωσαν οι φλέβες κι ύστερα, για να κοπάσει εκείνη η γιορτή, τα χείλη τους έσμιξαν βίαια. Χώρισαν αρκετά λεπτά αργότερα, που ήταν σαν χρόνια, μ' ένα σιγανό, λυπημένο «αααχχ».
Τότε πρωτάκουσε, έστω αμυδρά, τη χροιά της φωνής της.
«Ποιο είναι το όνομά σου;» τη ρώτησε ξέπνοος.
Δεν πήρε αμέσως απάντηση, αλλά, μες στη λιποθυμική του χαύνωση, του φάνηκε πως ακούστηκε κάτι σαν «Με λένε Αντίο. Κοιμήσου τώρα...».
Το τρένο έτρεχε καταπίνοντας όνειρα, βροχή και συμπαγή νύχτα με χαμηλή θερμοκρασία. Ο Ιορδάνης, χαλαρωμένος, απολάμβανε με τη μέσα μνήμη τη διαδρομή που βάραινε από στυφές μυρωδιές κάρβουνου και τσιγάρου. Είχε επίγνωση ότι κοιμόταν εξαντλημένος από τη μυστηριώδη Αντίο, που κυριολεκτικά ως «Αντίο» εξαφανίστηκε, χωρίς ν' αφήσει ίχνη ούτε καν στα όνειρά του, που ακολουθούσαν κι αυτά τη βιασύνη του τρένου, διακοπτόμενα από παρατεταμένα σφυρίγματα σαν προειδοποίηση. «Ερχόμαστε...»
Απορούσε που σε ένα από τα πιο ζωντανά όνειρα αντίκρισε απέραντα δάση, με δέντρα γεμάτα απλωμένα ρούχα πάνω τους, επέχοντα θέση φυλλωσιάς. Δάση ρούχων που πύκνωναν όσο προχωρούσαν βόρεια. Στα κλαδιά των παράξενων εκείνων δέντρων, που ως ένα σημείο αντικαθιστούσαν τις βελανιδιές ή και τις λεύκες, αναδεύονταν χιλιάδες κατάλευκα πουκάμισα, μερικά σαν νεκροί κύκνοι, φορέματα αναγνωρίσιμα στον Ιορδάνη, φορεμένα από τις γυναίκες της ζωής του -τα πένθιμα της μάνας του, κι άλλα που θυμόταν από αρχαίες Κυριακές-, σμήνη εσωρούχων αντρικών και γυναικείων, κομπινεζόν γυαλιστερές από μαύρο και λευκό ζέρσεϊ, παντελόνια και σακάκια με κορδέλες πένθους που ανέμιζαν σαν οιωνοί καταιγίδας, αλλά και κάλτσες, νάιλον ή βαμβακερές, που συνάντησε σε πόδια κοριτσιών που από καιρό δεν είχαν πια όνομα. Τέλος, υπήρχαν και συστάδες δέντρων με σημαίες ελληνικές, της ξηράς και της θάλασσας, καθώς και ποδοσφαιρικές, με χτυπητά χρώματα. Ανάμεσά τους διέκρινε τον δικέφαλο αετό της ΑΕΚ. Μάλιστα το ένα από τα κεφάλια γύρισε και, αφού τον κοίταξε κατάματα, του 'κλεισε το μάτι πονηρά, όπως μόνο οι αετοί ξέρουν...